Ο βλάκας, ο μάπας, ο χαζός, ο σκατόβλαχος επίσης.
- ΕΛΑ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΙΙΙΙΙ ΚΩΣΤΑΑΑΑΑΑΑΑ!
- Ωχ, μαλάκα...το σκατούμπι με φωνάζει, ...τρέχω να κρυφτώ...
Ο βλάκας, ο μάπας, ο χαζός, ο σκατόβλαχος επίσης.
- ΕΛΑ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΙΙΙΙΙ ΚΩΣΤΑΑΑΑΑΑΑΑ!
- Ωχ, μαλάκα...το σκατούμπι με φωνάζει, ...τρέχω να κρυφτώ...
Από το σκατό και -ούμπι/-ούμπα.
Got a better definition? Add it!
Γαλλική αργκό που σημαίνει «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» και χρησιμοποιείται με την έννοια του σάλτα και γαμήσου!
Η έκφραση αγγίζει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη πορδή του πως ο υπόλοιπος κόσμος αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό και τους Έλληνες. Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό που εμείς αποκαλούμε Οθωμανικό Δίκαιο ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «Greek Style». Το ρήμα «to Greek someone» ουσιαστικά σημαίνει «κωλογαμάω κάποιον».
Οι ιστορικές ρίζες της ταύτισης Ελληνισμού και πισωκολλητού ανάγονται στην αρχαιότητα, όταν φιλόσοφοι και σοφιστές έπειθαν τους τυχερούς τους μαθητές ότι η γνώση μεταδίδεται πρωκτικά. Θεωρείτο δε απόλυτα φυσιολογικό (και κοινωνικά αποδεκτό) για ένα δάσκαλο να ρίχνει και ένα κρύο στον μαθητή καθώς του μεταλαμπάδευε την σοφία. Ανήκε στα «τυχερά του επαγγέλματος» των εκπαιδευτικών. Φυσικά τα πισωγλέντια μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έφερε τότε, όπως και σήμερα,κοινωνικό στίγμα γιατί άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως!
Με την έννοια αυτή λοιπόν, η προτροπή «πάνε να κωλογαμηθείς στους Έλληνες» εμπεριέχει την θετική διάσταση του πάνε μάθε γράμματα και εκπολιτίσου. Λέμε τώρα...
- Les Grecs sont appelés ainsi parce qu'ils sont tous pédés. Ne dit-on point: «Va te faire enculer chez les grecs» ;
(από εδώ)
- In idiomatic Québecois, one is not told to fuck off. One is told, va péter dans les fleurs (“go fart in the flowers”) or, va te faire enculer chez les Grecs (“go get screwed by the Greeks”). If someone in Montreal is speaking with a snooty Parisian accent, they’re asked, pourquoi tu parles en trou de cul de poule; (“Why do you speak as if your mouth was the ass of a chicken;”)
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Σαφώς βαρύτερο μπινελίκι από το απλό «τράβα και γαμήσου», καθώς ενώ στο «τράβα και γαμήσου» υπονοούμε ότι ο συνομιλητής τον παίρνει, προσθέτοντας και το «...και φέρε μας και τις εισπράξεις», εννοούμε ότι το έχει κάνει επάγγελμα.
- Πιο ψηλά τη σέντρα ρε μαλάκα άμπαλε, πώς θες να πιάσω κεφαλιά έτσι γαμώ το φελέκι μου;
- Ρε τράβα και γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις. Πόδια δεν είχες να σουτάρεις;
Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα
Got a better definition? Add it!
Απειλητική έκφραση. Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να ακούγεται γλυκειά και αθώα, αλλά είναι συνώνυμη και ισοδύναμη με άλλες εκφράσεις τύπου «θα σου γαμήσω τα πρέκια»΄ απλά, όταν χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη χρυσώνουμε το χάπι, συνήθως για να δείξουμε ότι γαμάμε αλλά, παράλληλα, ότι δεν είμαστε και νταλικέρηδες, έχουμε δηλαδή αίσθηση του χιούμορ.
Λέγεται από εκπροσώπους και των δύο φύλων με στόχο εκπροσώπους επίσης των δύο φύλων. Το αν μπορεί το θύμα να καταστεί μητέρα βιολογικά ή όχι, δεν έχει καμία σημασία.
- Ιεροκλή, πέσε εκείνα τα είκοσι που μου χρωστάς κάτι μήνες γιατί θα σε κάνω μητέρα...
- Καλά, και μπορέλι.
Got a better definition? Add it!
Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.
Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;
1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).
2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.
3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.
4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.
Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.
Δες και λήμμα: καπότα.
Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
- Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
- Γιατί με βρίζεις;
- Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.
Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
Κώστας
- Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
Πέτρος:
- Γιατί;
Κώστας:
- Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται κακεντρεχώς (ή αυτοαποκαλείται αυτοσαρκαστικά) η κοπέλα μιας κάποιας ηλικίας που παραμένει στο ράφι.
Το κριτικό ηλικιακό ορόσημο που καθιστά μια κοπέλα μεγαλοκοπέλα είναι «μετακινούμενο» και αποτελεί συνάρτηση πολιτισμικών, θρησκευτικών και μορφωτικών παραμέτρων. Στο ένα άκρο κατατάσσονται οι χώρες της Σουηδικής Αραβίας, όπου ισχύει το γνωμικό ότι «ένα κορίτσι πάνω από τα 11 είναι σαν το γάλα που αρχίζει να ξινίζει» και στο άλλο άκρο χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου η έννοια έχει πλέον ιστορικό χαρακτήρα. Στην Ελλάδα, που βρίσκεται κάπου στην μέση, η cut-off ηλικία είναι τα 19 για όσους πάσχουν από κνασίτιδα, 25 για παλαιάς κοπής κυρα-περμαθούλες με κόρες, 28 για κοπέλες με κυρα-περμαθούλες για μαμάδες και > 39 για τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Ο όρος προσάπτεται επίσης μεταφορικά σε μη ανθρώπινα είδη (βλ. παράδειγμα 3 και 4)
1.
Μεγαλοκοπέλα.
Φύλο: Γυναίκα
Για Μένα: Τι να σας πω; Γεννήθηκα σαραντάρα!
Αγαπημένες Ταινίες: Περηφάνια και Προκατάληψη
Αγαπημένη Μουσική: Περηφάνια και Προκατάληψη - OST
Αγαπημένα Βιβλία: Περηφάνια και Προκατάληψη
(από εδώ)
2.
- Όταν ερωτήθηκε από τον δημοσιογράφο «πώς θα χαρακτηρίζατε την εν λόγω κυρία;» απάντησε υποτιμητικά «μεγαλοκοπέλα». Ενώ ο ίδιος, Εφηβος των Αντικυθήρων και βάλε!
(Πασχάλης Αρβανιτίδης, για την μητέρα του εξώγαμου παιδιού του, από εδώ)
3.
- Από νύμφη του Θερμαϊκού σε μεγαλοκοπέλα που δεν θέλει κανείς. O μύθος της πόλης που παρακμάζει
(από εδώ)
4.
- Όσο η «Ολυμπιακή» ήταν «στα πάνω της» και ο κόσμος δεν είχε βυθισθεί σε μια κρίση που παράγει καθημερινά ανθρώπινες τραγωδίες και απελπισία, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να υπονομεύσουμε κάθε προοπτική πώλησης του εθνικού αερομεταφορέα. Τώρα, κάνουμε και το σταυρό μας που βρέθηκε ο κ. Βγενόπουλος, να προσφέρει κάτι λιγότερο από εκατόν ογδόντα εκατομμύρια ευρώ για την ...μεγαλοκοπέλα μας που έμεινε στο ράφι μετά την αποτυχία και του τελευταίου διαγωνισμού.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Update της φράσης «έχεις δει τη μούρη σου (κατ' άλλους: τα μούτρα σου) στον καθρέφτη;» για την εποχή του φατσοβιβλίου.
Η φράση έχει σα στόχο να προσγειώσει και να μειώσει άτομα με πολλούς μα πάρα πολλούς «φίλους».
- Δουλεύω σε promotion για εταιρείες τσιγάρων...
- Έχεις δει ρε τη μούρη σου στο facebook που κάνεις και προμόσιον;
Λέξεις σχετικές με το facebook: έχεις δει τη μούρη σου στο φέισμπουκ;, καραλάικ, λαϊκιστής, ξεκάνω φίλο, φατσοβιβλίο, φατσοτέφτερο, φέικμπουκ, φέις του φέισμπουκ, φεϊσμπουκάκι, φεϊσμπουκάρω, φεϊσμπουκάτος, φεϊσμπουκλού, φίλος στο φέισμπουκ, φουμπού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ηχομιμητική προσέγγιση της λέξης «ιός», στη λέξη «υιός» (γιος), είναι υπεύθυνη για αυτόν τον σλανγκισμό.
Η γρίπη πάλι, είναι μολυσματική ασθένεια που μεταδίδεται με ιό. Είναι κατά κανόνα επιδημική και χαρακτηρίζεται συνήθως από πυρετό, καταρροή, νευραλγίες. Μακρυά από μας! Ο όρος έχει προφανώς αρνητικές συνδηλώσεις, που θα δούμε πιο κάτω.
Αν χορέψουν τώρα τον χορό του Ησαΐα η λέξη «γιος» κι η λέξη «γρίπη», τότε προκύπτει μετά βαΐων και κλάδων «ο γιος της γρίπης». Τι θέλει να πει ο ποιητής;
1) Ο όρος εκφέρεται απαξιωτικά, στα πλαίσια κουτσομπολιού ή/και αγανάκτησης για κάποιον, που κάποιοι θεωρούν πως μπορεί να κάνει ή να πει τις... μαλακίες, να είναι γκαντέμης, να είναι μούχλας, να είναι ανεπρόκοπος, να κάνει τις... καταχρήσεις και γενικότερα ό,τι κακό μπορεί να σκεφτεί και να φανταστεί κάποιος, λες κι αποτελεί μετάλλαξη του υιού της γρίπης σε ανθρώπινη έκδοση (βλ. παρ. 1).
Πολλές φορές, ο όρος μπορεί να λεχθεί κι από έναν πατέρα στα πλαίσια αγανάκτησης για το γιο του (βλ. παρ. 2).
2) Φυσικά ό όρος θα μπορούσε να αναφερθεί για κάποιον, στα πλαίσια πειράγματος (βλ. παρ. 3).
- Καλά... ο Πέτρος, πολύ μαλάκας αδερφάκι μου. Χθες στην παρέα, έδωσε πάλι ρεσιτάλ μαλακίας. Παιδί βιολί.
- Παιδί βιολί; Δε λες καλύτερα, γιος της γρίπης;
- Ε... Ετς!
- Είσαι αχαΐρευτος, ανεπρόκοπος, ακαμάτης, ατάλαντος. Όλα τα κακά πάνω σου τα' χεις. Βρε γιος μου είσαι εσύ, ή γιος της γρίπης; Μα που σε βρήκαμε; Στο Λίντλ σε ψωνίσαμε;
Κώστας:
- Πού 'σαι ρε γιε της γρίπης;... χα χα χα...
O άλλος απομακρύνεται.
Κώστας:
- Μα γιατί απομακρύνεσαι;
- Για να μη σε κολλήσω... χα χα χα...
Got a better definition? Add it!
Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.
Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε
Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.
Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:
τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .
Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως σωστά έχει επισημανθεί από πολλά άτομα, οι λέξεις που σχετίζονται με την ιδιότητα του μαλάκα στη χώρα μας είναι πάρα πολλές. Όπως οι Εσκιμώοι έχουν τις... λέξεις για τον πάγο και το χιόνι, οι Κοζάκοι για τα άλογα (βλ. σχόλιο Βασίλη-7 στο λήμμα μαλέφας), εμείς έχουμε τις... λέξεις για τον μαλάκα.
Διακεκριμένοι επιστήμονες, έχουν γράψει τις... μελέτες για την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη γλώσσα. Έτσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίον, στη χώρα που άκμασε προ αιώνων το αθάνατο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και ακμάζει σήμερα η μαλακία, έχουμε πολλές μαλακοειδείς λέξεις.
Αν ήταν, η μαλακία επιστήμη... τότε στα σίγουρα, η κάθε σχετική λέξη με τη λέξη μαλάκας, θα μπορούσε να σχετίζεται με έναν αυτόνομο μεταπτυχιακό κύκλο σε κάποιο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ (πού αλλού;)
Ο όρος «μαλάκας υπηρεσίας», θυμίζει αξιωματικό υπηρεσίας, λοχία υπηρεσίας, κλπ, αλλά εδώ είπαμε... έχουμε να κάνουμε με μαλάκα. Για να δούμε λοιπόν, σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να αναφερθεί ο όρος;
Ως μαλάκας υπηρεσίας θα μπορούσε να θεωρείται:
- Κάποιος μαλάκας (μαλακάκος, μαλάκας με πατέντα, γκράντε μαλάκας, οποιοσδήποτε. Όλοι οι καλοί μαλάκες χωράνε) που σε δεδομένη στιγμή λέει, ή κάνει κάποια μαλακία, υπηρετώντας έτσι την «επιστήμη» της μαλακίας.
- Κάποιος που χωρίς να θεωρείται μαλάκας, είπε ή έκανε σε ανύποπτο χρόνο ερασιτεχνική, εθελοντική προσφορά στη μαλακία. Μπορεί να 'χε το ακαφελόγιστο, μπορεί να 'ταν μπαγιάτικο μύδι απ' την εξάντληση... Δεν παίζει ρόλο. Την προσφορά του, την έκανε.
- Κάποιο πρόσωπο με θεσμοθετημένο ρόλο, αντί να υπηρετεί το ρόλο που του ανετέθη, φαίνεται πως υπηρετεί άλλο ρόλο. Το ρόλο του μαλάκα. Φυσικά, μαλάκας υπηρεσίας θεωρείται κι αυτός που συνέβαλε σ' αυτό. Π.χ: θεωρείται έτσι, ένας μαλάκας πρωκτυπουργός, αλλά κι ο «κυρίαρχος» λαός που τον ψήφισε.
Σε αυτή τη χώρα πάντως, από δυο πράγματα δεν πάσχουμε. Από ελπίδα και από μαλακία. Γι' αυτό και μονίμως τρέφουμε ελπίδες, για τον νέο πρωθυπουργό (που μπορεί να είχε ξανακυβερνήσει στο παρελθόν και να φόρτιζε στο μεταξύ σε φάση αγρανάπαυσης). Κάνουμε τη μαλακία να τον ψηφίσουμε, και μετά σα μαλάκες της παρέας, τρώμε στη μάπα ένα ακόμα μαλάκα με πατέντα. Αφού σιγουρευτούμε πως τη φάγαμε, αγνοώντας πως το 'χουμε ξανά δει το έργο (λες κι είναι ταινία της Φίνος Φίλμ), ανυπομονούμε για το πότε θα 'ρθει η ώρα, να ξανακάνουμε τη μαλακία, να βγάλουμε τον επόμενο μαλάκα.
Ρε αν η ελπίδα κι η μαλακία είχαν αξία, ζάπλουτοι θα 'μασταν.
- Κάποιος γκόμενος κάποιας, από κάποιους πρώην της (που αυτή έτζασε), ή από κάποιους επίδοξους εραστές της (που τους πρόσφερε χυλόπιτα).
Οι υπάλληλοι βαράνε μαλακία στους κουλούς (τουτέστιν δεν κάνουν τίποτα) και το 'χουν ρίξει σε κοινωνική κριτική. Σε κάποια φάση γίνεται κουβέντα για τη μαλακία κάποιου, που σημειωτέον δεν είναι ο μοναδικός μαλάκας της παρέας. Ξαφνικά... εμφανίζεται ένα άτομο (Γιάννης) και φτάνει ακριβώς, στο εξής σημείο της κουβέντας.
Βασίλης:
- Βρήκε ο μαλάκας φθηνό απορρυπαντικό στα Λίντλ κι αγόρασε 170 κιλά!
Γιάννης:
- Χα! Ποιος ήταν ο μαλάκας υπηρεσίας βρε παιδιά; Έχουμε πολλούς, που να πάρει.
- Καλά ρε μεγάλε... Να κάνει τη μαλακία κανένας άσχετος να πω εντάξει. Αλλά εσύ που 'σαι γκουρού σ' αυτά, να πας να πιστέψεις τις μαλακίες αυτού του μπιριμπριτζή πωλητή και να αγοράσεις αυτή τη.... μπαγκατέλα; Τίποτα. Τίποτα. Ήσουν ο μαλάκας υπηρεσίας κι η υπηρεσία σου μόλις τελείωσε. Ας μην το κρύψωμεν άλλωστε.
- Αισθάνομαι μαλάκας υπηρεσίας όταν με την ψήφο μου συμβάλλω στο να έρθουν στην κυβέρνηση οι αποτυχημένοι του παρελθόντος.
- Μην απογοητεύεσαι. Είμαστε απόγονοι των Αφελίμ φίλε. Με δυο λόγια:
Μαλάκες είμαστε, μαλακίες κάνουμε, μαλάκες βγάζουμε. Λογικό δεν είναι;
- Μαλάκες οι απόγονοι των Ε;
- E... Αυτή σου τη μαλακία πάλι που την πας; Mα άευροςάνθρωπος, να πηγαίνεις να χρεώνεσαι, για να αγοράζεις τα βιβλία του εθνικού συνωμοσιολόγου;
- Τώρα, η παλιοπουτάνα, έχει μαλάκα υπηρεσίας τον Τέρη.
- Για την πρώην σου, που σε έτζασε, λες, ε;
Got a better definition? Add it!