Further tags

Όταν πεθάνει κάποιος και τον έχεις άχτι να τον γαμάς και στην κηδεία του.

Όταν πεθάνει κάποιος και τον έχεις άχτι να τον γαμάς και στην κηδεία του.

"Θα φτύσω στους τάφους σας", ο τίτλος βιβλίου του Boris Vian. (από Hank, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «ευνουχίζω» στην κυριολεξία, δηλαδή «κόβω» ας πούμε το το τρίτο το μακρύτερο και μετά μένουνε τα άλλα δύο, οι δύο όρχεις, σε μια κάπως φανταστική εικόνα. Χρησιμοποιείται ως απειλή σε οποιαδήποτε περίσταση.

«Μου έκανε τα τρία δύο» σημαίνει «μου τον έσπασε», με έπρηξε!

– Τώρα στο ντέρμπι θα σας σκίσουμε!
– Θα σας κάνουμε τα τρία δύο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη παλιόπουστα. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταφορικά. Στην κυριολεξία είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

  1. - Μεγάλη γαμιολόπουστα ο Κωστάκης... είδες τι μού 'κανε; Μου είπε ψέματα ότι δεν τα έχει με την Αλίκη ώστε να τσιμπήσω και να της την πέσω και τώρα κάνει ότι δε μου μιλάει. Δεν είχε τ' αρχίδια να μου πει κατά πρόσωπο να ξεκόψω μαζί του...

  2. - Χα, έμαθα ότι ο Νάκης το τυλίγει το ντολμαδάκι...
    - Καλά τώρα, είναι χρόνια γνωστό ότι είναι Η γαμιολόπουστα... Ολκής, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πραγματική σημασία της λέξης αναφέρεται σε πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, κάτι σαν την γνωστή καρακάξα.

Υβριστικά περιγράφει την άσχημη και κακιά γυναίκα που αντιπαθούμε. Ίσως ηχητικά παραπέμπει και στην καριόλα, αλλά ετυμολογικά δεν έχει ουδεμία σχέση.

- Αν δεν μού δώσεις διατροφή, θα τη διεκδικήσω στα δικαστήρια. Σε μισώ, αλήτη!
- Φύγε από 'δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.

Βλ. και: μελεμενιά, καρακαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δηλητηριώδες φίδι, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κακού, πονηρού και επικίνδυνου ανθρώπου, που στοχεύει να βλάψει τους γύρω του.

- Ανεβαίνω Θεσσαλονίκη το Σαββατοκύριακο.
- Θα μείνεις στο θεία σου;
- Τι λες ρε, αστειεύεσαι; Δε θέλω ούτε να τη βλέπω την οχιά, σε κακό θα μου βγει. Μακριά κι αγαπημένοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που σημαίνει ό,τι ακριβώς λέει. Είτε άσπρα είναι τα μούρα, είτε μαύρα, μια βρισιά της αξίζει!

- Για να δούμε, χρυσό κόσμημα θα μου πάρεις, ή πλατίνα;
- Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοχαμούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρόθος από τη δυτική και την ανατολική Κρήτη αντίστοιχα.

- Τά 'μαθες; Οι Βησιγρόθοι και οι Οστρογρόθοι δικηγόροι έχουνε βάλει μεγάλο καυγά για το Εφετείο Κρήτης.
- Πιάσ' τον ένα, χτύπα τ' αλλουνού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική απάντηση σε λούγκρο-απειλές κάποιου, κατά το θα μου κλάσεις τα αρχίδια.

Προέρχεται από το εμετικά κατσιμηχέσω τραγούδι «Για να σε εκδικηθώ». Πολλοί πατριώτες απορούν πώς ο αδιαμφισβητήτου ανδρισμού Δημήτρης Μητροπάνος παρασύρθηκε να ερμηνεύσει ένα τόσο νιανιά τραγούδι που μάλλον πους τις θα διενοήθη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι «τις βάφει τις κουρτίνες» είναι και συνώνυμο του το σφίγγει το μπουλόνι.

- Άτιμη Λίλιαν, έδωσα τα πάντα για σένανε και μόλις γύρισα την πλάτη μου με πούλησες για τον Ανδρέα! Θα σου... θα σου... ΘΑ ΣΟΥ...
- Θα μου σκίσεις τα πόστερ, θα μου βάψεις τις κουρτίνες παλιο-λουγκρητία!

Η πηγή του κακού:
Για να σε εκδικηθώ
πετάω ενθύμια και δώρα
κι εσύ όπως και εγώ
θρύψαλα και σκουπίδια τώρα
τις ζωγραφιές σου σκίζω
τα πόστερ που αγαπούσες
και βάφω τις κουρτίνες
στο χρώμα που μισούσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός βλάκας. Συνδυάζεται με τη λέξη «σουβλάκι», για να αναδειχθεί η ελληνικότητα της βλακείας που κάνει.

Με αγγλική προφορά χρησιμοποιείται και η λέξη «souvlakεία», ειδικά όταν θέλουμε να το πούμε και να μην μας καταλάβουν.

-Ρε σουβλάκα, σταμάτα να μας ταΐζεις souvlakείες όλη μέρα! Βούλωνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι στην μόδα η ιταλική βρισιά vaffanculo (va a fare in culo), δηλαδή «άι ξεκωλιάσου», επειδή κάνει καλή ομοιοκαταληξία με τον «πούλο».

- Άι βα φανκούλο ρε, για να σ' το πω και στα γαλλικά! Και πού 'σαι; Άμα λάχει πάρε και τον πούλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified