Further tags

Είναι ο άντρας που διπλαρώνει γυναίκες, τις περιτριγυρίζει σε κάθε ευκαιρία, γίνεται εξόφθαλμα ενοχλητικός και φορτικός και δεν ξεκολλά απ' αυτές και ποτέ δεν καταφέρνει να κάνει σεξ μαζί τους. Η λέξη αποτελείται απο το ποτέ και το γαμήσι-- αυτός που ποτέ δεν γαμεί.
Ο ποτεγαμήσης έχει παραπλήσια έννοια με τον καληνυχτάκια.

- Κοίτα ρε τον Δημήτρη, πάλι στο μπούρ-μπούρ την έπιασε την Ελένη... Πάλι με το πουλί στο χέρι θα μείνει...!
- Άσε με ρε αυτόν τον βλάκα τον ποτεγαμήση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς να το καταλαβάινει, λες στον άλλο ότι είναι για το πέος / πούτσο.

Ο «Αχιλλέας» βγαίνει από το ονοματεπώνυμο ενός παλιού πρόεδρου του πανιωνίου, τον Αχιλλέα Μπέο... Οπότε... Αχιλλέας Μπέος > Πέος > Πούτσος

- Ρε συ, τι λάθος έκανες πάλι... Είσαι για τον Αχιλλέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός μεγάλου μεγέθους (καθότι τα βουλγαρικα θυμιατήρια είναι τεράστια σε μέγεθος). Αναφέρεται συνήθως σε κώλους.

- Άμα έρθω εκεί θα σου κάνω τον κώλο βουλγάρικο θυμιατήρι, ρε τρόμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.

Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...

%

Βλ. και Τσαμπικία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που το πρωί δουλεύει στα χωράφια (τσάπα) και το βράδυ σε νυχτερινά κέντρα, σκυλάδικα (τσούλα).

Κενό

Επίσης αυτή που δεν συμμαζεύει το σπίτι της. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπούλης, το χοντρό βουτυρόπαιδο που το παίζει δραστήριος.

- Χα χα! Δες τον βαβουροπατάτα που έβαλε και για το δεκαπενταμελές. Τ' αρχίδια του θα πάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified