Further tags

Χαρακτηρισμός που περιγράφει το περιορισμένης ευθύνης άτομο, εκείνον που περπατάει και κουτουλάει τοίχο. Δεν είναι ενοχλητικός και σπασαρχίδης,, απλά η βλακεία του έχει φτάσει στο μεδούλι, οπότε παρομοιάζεται με μπετόβεργα αφού σε τέτοιο επίπεδο είναι και το iq του.

Εναλλακτικά θα ακούσετε να τον παρομοιάζουν με τούβλο ή πυρότουβλο, με στόκο, γκασμά και τσιμεντόλιθο.

- Πόσο καθυστερημένος παίζει να είναι ο Τάκης; - Ανίατη περίπτωση ρε, μπετόβεργα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από αρχαιοτάτων χρόνων, γενεαί Ελλαδιστανών γλειψιματιώνε τελειοποίησαν την ευγενή πρακτική του γλείφτινγκ (ή, μπρουταλιστί, κωλογλjείφτινγκ).

Όταν οι Έλληνες έγραφαν «Ἐρωτηθείς τις (ο Αντισθένης), εἰ χαλεπώτερόν ἐστιν εἰς κόρακας ἢ εἰς κόλακας πεσεῖν· 'Εἰς κόλακας', ἔφη· 'οἱ γὰρ κόρακες τὰ τῶν τεθνεώτων σώματα διαφθείρουσιν, οἱ δὲ κόλακες τὰς τῶν ζώντων ψυχάς'», οι αγαθοψώληδες πρόγονοι του Γκαίτε επεδίδοντο στην αυτοκοπροφαγία.

Πέον να σημειωθεί ότι το λήμμαν περιγράφει και την προσφιλή πρακτική του προφορικού έρωτα. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για λολοπαίγνιο εκ του γλείφτης και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -ινγκ.

Ακολουθεί μουσικό διάλειμμα:

♪♫Αααα, ααα γλειφτετέλι αμάν αμάν γιάλελελι...♪♫

♪♫If you like γλειφο κωλάδαs
τσανακογλjείφτ in the rain...
♪♫

Συνεχίζουμε την κανονική καταρροή του προγράμματός μας.

Όπως σχολίασε συναγωνιστής κάβουρας, το λήμμαν χρησιμοποιείται και ως σαχλολοπαίγνιο για το λίφτινγκ ή ρυτιδεκτομία επί το αρχαιοκαυλέστερον. Ίσως με το υπονοούμενο ότι το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα θυμίζει βοϊδογλειψιά.

Σ.σ. προς τα σλανγκαρχίδια τση παρέας: κατά την ανάρτηση του λήμματος αυτούνου, 90% των γουγλοχτυπημάτων έδιναν την μορφή γλύφτινγκ. Είμεθα έθνος ανορθογραφιστών.

Πάσα από το ΔουΠού και συμβολή στον ορισμό: Κχάνος.

- Στην πλειοψηφία σας, οι περισσότεροι είστε κομματικοί χαφιέδες. Εξαιρούνται μερικοί από τους ελεύθερους επαγγελματίες . Οι υπόλοιποι κρατοδίαιτοι κάνουν καριέρα μόνο στο γλύφτινγκ

- Για σοβαρευτείτε λεώ εγώ! Είπαμε καλό το γλύφτινγκ, τα ρουσφέτια και τα προσωπικά συμφέροντα αλλά όλοι στην ίδια χώρα ζούμε και όλοι μαζί θα βουλιάξουμε!!!

- Αν είσαι εχέμυθη, ώριμη και ματσό και θέλεις να χαλαρώσεις και να ξεφύγεις λίγο από το στρες της καθημερινότητας, τότε έχω αυτό που θέλεις κάνω μασάζ σιάτσου, φίστινγκ, γλείφτινγκ, σιγκαπούριαν στον δικό σας χώρο ή στον δικό μου ευπρεπή και πολιτισμένο χώρο. τιμή συζητήσιμη

- ΝΑΙ...ΣΟΥ ΦΑΊΝΕΤΑΙ, ΑΣΠΡΙΣΑΝ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΚΑΝΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΙΦΤΙΝΓΚ, ΑΣΤΑ ΑΥΤΑ...ΓΑΜΠΡΟ ΒΡΗΚΕΣ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους Αχαιούς, ως υπερθετικό του μαλαπέρδας. Διότι, στην Μιναρούπολη, όπου ''Το Μινάρειν εστίν φιλοσοφείν'' ο μαλαπέρδας (> μαλαπέρδα, ιταλογενής απόδοση του ανδρικού μορίου) αποκτά επιπροσθέτως και την ιδιότητα του μαλάκα.

Για απάντα ρε μαλακαπέρδα σε αυτά που λέω! Όταν δεν έχουμε επιχειρήματα βρίζουμε;

Ρε Μήτσε, πίασε την mala perdah κι έλα να σοβατίσουμε! (από MXΣ, 27/11/12)Δείτε και το βίδεο για πιό πολλές info επί του καναπέως... (από MXΣ, 27/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για πολύ κοντές κοπέλες.

Τα αρχικά σημαίνουν: παίρνει πίπα όρθια.

- Πε κοίτα αυτό το μωρό! - Τι λες ρε, αυτό είναι Π.Π.Ο.

"Ο Σκότι Πίπεν με την στρατηγικού αναστήματος καλή του", κλόπι πέιστ από Βράσταμαν. (από Khan, 25/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (μτφ.) ο εγκάρδιος φίλος, καρντάσης.
  2. (μτφ.) ο μπαγαπόντης
  3. υπερθετικός του πούστης, ο τέρμα αδερφή/ πισωγλέντης / γκέι.
  1. - Πού είσαι ρε πούσταρε; Χρόνια και ζαμάνια!
  2. - Πού είναι τα κλειδιά ρε; - Τα άφησα στο τραπεζάκι του χολ. - Πούσταρος είσαι!
  3. Τι πούσταρος είναι αυτός ρε; Τοίχο-τοίχο μην μας πετύχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός αφορισμός αναβαθμισμένος όμως πλέον σε hardened edition, για να μας υπενθυμίζει ότι στη ζωή καμιά κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη ώστε να μη μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερη.

- Από το βλέμμα σου καταλαβαίνω τι έγινε με την αύξηση που πήγες να ζητήσεις από το αφεντικό.
- Α τον μαλάκα, σκατά να φάει και νερό να μη πιει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά επιθετική γείωση που χρησιμοποιείται σε «διάλογο», για να δηλώσουμε ότι ο συνομιλητής είπε κάτι άκυρο, ή για να προσπαθήσουμε να τελειώσουμε ένα βρις-οφ. Ορισμένες φορές λέγεται και στο πρώτο πρόσωπο «δε φτύνουμε τα μπούτια μας να κάνουμε τσουλήθρα;» σε στυλ απελπισίας- απορίας για το παράλογο της κατάντιας μας τ. «δε γαμιόμαστε λέω γω»- «δε μου τραβάς τα βυζιά να κατεβάσω γάλα» κ.τ.ό.

Το σεξουαλικό υπονοούμενο της έκφρασης είναι, νομίζω, προφανές, ακόμη κι αν διασκεδάζεται με την χαριτωμενίστικη αναφορά στο παιδικό παιχνίδι της τσουλήθρας που προσφέρει ένα τιραμισουρεαλιστικό ζενεσεκουά υπογραμμίζοντας και το παράλογο της κατάστασης, ενώ καίριο για την βρισιά είναι ότι ζητάμε από τον υβριζόμενο να συναινέσει στον εξευτελισμό του με το να φτύσει ο ίδιος τα μπούτια του. Ε αφού θα γαμηθεί που θα γαμηθεί, τουλάχιστον να γίνει με έναν τελετουργικό και αστείο τρόπο που να αναδεικνύει την ατοπία του όλου σκηνικού.

  1. - Αλλά η μεγαλύτερη πλάκα είναι ότι τα ψευτικουλτουριάρικα κοκκινοφασιστάκια που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους πάντα μπαίνουν με ύφος χιλλίων καρδιναλίων να μας διαφωτίσουν« για τα »αγαθά« του κουμουνισμού και τους »ανιδιοτελείς« πρωτεργάτες του... - τι λες μωρη μαλακισμενη;ξερεις ποιος ειμαι και ξερεις αν εχω δουλεψε μια μερα ή οχι;αι φτυστα τα μπουτια σου μωρη να κανουμε τσουληθρα που θα μιλησεις. (Εδώ).

  2. - Γιατι δεν πουλαμε νησια ή ακρογυαλιές;
    - Εγώ λέω να αρχίσουμε να »εξάγουμε« βαγόνια με κόσμο,να αραιώνουμε κι όλας. Κάθε βαγόνι θα συνοδεύεται και απο μια λίστα.
    Αφού φτάσαμε να συζητάμε για πώληση Ελληνικών εδαφών, δέν θα νομίζω οτι θα πειράξει κανέναν και η εξαγωγή ντόπιου »κρέατος«.
    Ρε δε φτύνουμε τα μπούτια μας να κάνουμε τσουλήθρα; (Εδώ).

  3. - Ο gay Ολλανδός ΥΠΟΙΚ που αγαπάει όλες τις φυλές εκτός από τους Έλληνες & ο (αερο)συνοδός του.
    - Βρε παλιόπ@@στα, φτύσε τα μπούτια σου να κάνουμε τσουλήθρα... (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικό και περιφρονητικό (πλην ξύλινο) μπινελίκι σε βάρος πολιτικών αρχηγίσκων και πάσης φύσεως αυταρχικών καραγκιόζηδων που πέρδονται υψηλότερα του πρωκτού τους.

Εκ του ονόματος του αδίστακτου υπουργού προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, η κωμική εμφάνιση-μικιμάου του οποίου απείχε παρασλάγγας από το (παπ)Άρειο πρότυπο που πρέσβευε. Δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω σε παγκόσμια πρώτη και την παραλλαγή γκεϊμπελίσκος (ο ναζιάρης αρχηγίσκος).

Σ.ς.: γκεμπελσίσκος, για τα σλανγκαρχίδια τση παρέας.

- Φαιδρός Γκεμπελίσκος... Διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για το ΠΑΣΟΚ...
(εδώ)

- Ξαναχτύπησε ο Παναγούλης: Κεδίκογλου είσαι «γκεμπελίσκος»
(εκεί)

- Ο πάσχων γκεμπελίσκος Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας του Ελλαδιστάν.
(παραπέρα)

- Ο γκεμπελίσκος o κίτρινος ,γγ του ΠΑΣΟΚ Καρχιμακης συνεχίζει ακάθεκτος
(παραδίπλα)

Ορίτζιναλ γκεμπελίσκος (από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.

- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.

Βλ. και ρουφιανόσπιτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified