Further tags

Υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος».

Δήλωνε αρχικά άνθρωπο που προσέχει πολύ την εμφάνιση του και τους τρόπους του, αργότερα απέκτησε τη σημασία του θηλυπρεπή.

Λαϊκό άσμα του Χιώτη:

Να μου λείπουν
οι ντιντήδες οι μοντέρνοι,
θέλω άντρα
ν' αγαπάει και να δέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός μαλακοκαύλης. Τουτέστιν ο ανήρ του οποίου το μόριο πριν την συνουσία δεν λέει να αποκτήσει την απαιτούμενη (αναγκαία και ικανή) στύση, παρά τις προσπάθειες του παρτενέρ του.

- Τι έγινε εχτές με τον Μπάμπη;;;
- Άσε με μωρέ με τον μαλακόπουτσα!... Τόση ώρα του τον έπαιζα, και σαν τσιχλόφουσκα ήταν το πουλί του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γεννηθείς από πόρνη.

Μεταφορικά: Αυτός που δεν φέρεται σωστά, τσάτσος, πούστης, γαμημένος, βρισιά.

Α το πουτανογέννημα! Μου φάσωσετην κοπέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μαρινάκης. Η απόλυτη προσωποποίηση (ποιος Κόκκαλης, ποιος Κοσκωτάς, αυτοί ήσαντε κύριοι) των υπανθρώπων που προσκολλώνται στον νικητή για να ξεχνάνε το ότι οι ίδιοι είναι ναυάγια της ζωής.

- Ότι κερδίσαμε καθαρά το είδανε όλοι όσοι ήταν παρών!

(Ευάγγελος Πόλντο Mαριδάκης)

Ο ορισμός αυτός απηχεί αποκλειστικά τις απόψεις του λημματοδότη του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την πράξη παρασκευής μπιφτεκιών, συγκεκριμένα από το τελευταίο στάδιο όπου, με το ένα μας χέρι, κάνουμε κυκλικές κινήσεις στον κιμά και τελικώς του δίνουμε μερικά σκαμπιλάκια για να πατικωθεί λίγο. Ο παραλληλισμός είναι προφανής και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά για άσχημες λεσβίες.

Γέμισε το μαγαζί μπιφτεκούδες, πάμε να πάρουμε τον πούλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και ο ξυπόλυτος, λίγο ακόμη πιο απαξιωτικά, δηλαδή ο φτωχός, κάποιος που τον παρομοιάζουμε με άνθρωπο που δεν έχει να φορέσει παπούτσια.

Πάσα: Γκάτζμαν.

- Καλά, είναι δυνατόν η Μαρία, μια ασκούμενη δικηγόρος με έτοιμο το δικηγορικό γραφείο του πατέρα της να αρραβωνιαστεί αυτόν τον ξυπολιά που βγάζει δεν βγάζει 700 Ευρώ τον μήνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αποδοκιμασίας στο πρόσωπο κάποιου.
Αυτός που καταδικάζουμε σε δημόσια διαπόμπευση, μπορεί να είναι κατά περίπτωση:

- Έναν μαλάκα δες, ρε! Την έβγαλε έξω και κατουράει στο γκαζόν.

- Ένα μπούστη δες, ρε! Πήγε και πάρκαρε πάνω στη ράμπα!

Έναν γάιδαρο δες, ρε. (από Galadriel, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις προς τον Μαλάκα, ο οποίος τυγχάνει και καραφλός. Είναι που είναι μαλάκας δηλαδή, είναι και σαν ξυρισμένο μουνί (κι ας αρέσει αυτό).

- Τι είπε τώρα το καραφλόμουνο;

Got a better definition? Add it!

Published

Μαλάκας, καριόλης.

Προέρχεται από τη φράση «Γαμώ το σπίτι σου/του».

- Σε έκοψε στο μάθημα ο Αργυρόπουλος τελικά;
- Ναι ο γαμόσπιτος!

(από Τσακ εις την μέσην, 03/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified