Further tags

Σύζυγος / γκόμενα σλανγκιστή, η οποία ως νέα Λυσιστράτη καταστρώνει σχέδια με άλλες ομοιοπαθείς για να ξεκολλήσουν οι άνδρες / γκόμενοι τους απ' τα πισιά τους. Η «Λυσιστράτη» «(δια-)λύει τον στρατό», η «Λυσισλάνγκη» «(δια-)λύει την σλανγκ», ή έτσι θα ήθελε... Θα τα καταφέρουν, ή το δέλεαρ του σλανγκ ξεπερνά την γενετησία ορμή; Ιδού η απορία!

Ένα όπλο τους η σεξουαλική απεργία, όπως και στην κωμωδία του Αριστοφάνη. «Make love, not slang», το σύνθημά τους, αλλά καθώς η σλανγκ είναι η sublimatio/ εξιδανίκευση του σεξ, το έργο που περιμένει τις Λυσισλάνγκες είναι δύσκολο! Το μόνο που τους μένει είναι να κρατήσουν «μπούτια ερμητικά κλειστά» μέχρι οι Σλάνγκοι άντρες τους να βάλουν μυαλό.

Άλλο όπλο είναι το γνωστό Γκραν Γκρινιόλ: -Πάλι ανεβάζεις λήμμα; -Πάλι ψάχνεις για μήδια; -Δεν πιστεύω να υπάρχουν και τίποτα γκόμενες σ' αυτό το σάιτ που ξημεροβραδιάζεσαι! Στο τελευταίο η απάντηση βεβαίως είναι: «Όχι, μα η σλανγκ είναι μόνο για αγοράκια, αγάπη μου! Είναι μια καθαρά αντρική υπόθεση, σαν το κυνήγι, το ψάρεμα, το ποδόσφαιρο κτλ», χεχε. Η γκρίνια δεν πιάνει.

Άλλο που επιχειρεί η Λυσισλάνγκη για να καταλύσει το σάιτ που μονοπωλεί το ενδιαφέρον του άντρα της είναι να μπει με πλαστή ταυτότητα και να προσπαθήσει να τα κάνει όλα μπάχαλο με μπαγαποντοδοσίες, φιτιλιές κτλ. Ευτυχώς, ούτε αυτό μπορεί να είναι αποτελεσματικό, ύστερα από τις νέες ρυθμίσεις του ρουμάνου.

Ως τελευταίο όπλο, μπορεί να επιστρατεύσει και τα παιδιά, αν υπάρχουν. «Καλά εμένα, δεν με λυπάσαι! Αυτά τα κακόμοιρα δεν τα λυπάσαι; Τι σου φταίνε να μην έχουν ψωμί να φάνε, επειδή εσύ προτιμάς να λημματοδοτείς αντί να δουλεύεις;». Όμως ούτε αυτό δεν συγκινεί τον Σλάνγκο. Μπορεί να έρθει ως ενίσχυση και η πεθερά: «Ανεπρόκοπε, παλιολημματατζή!» με τον πλάστη της κουζίνας. Και πάλι, χωρίς αποτέλεσμα.

Η μόνη λύση είναι να αφεθεί η ίδια η Λυσισλάνγκη στην μαγεία της σλανγκ. Να αυξήσει τον σλανγκικό της πλούτο, ώστε να μην έχει πια σλανγκιπενία. Ας πούμε στο σεξ να ξέρει πέντε- έξι μπινελίκια παρά πάνω, που θα τα έχει διαβάσει στο σάιτ. Να μην γελάει μόνο με ένα λολ, αλλά και μ' ένα Μ.Α.Ο, ένα Roflcopter, ένα LMFAO ρε παιδί! Μόνο έτσι θα μπορέσει να κερδίσει τον Σλάνγκο άνδρα της και να σώσει τον γάμο / σχέση της!

Ασίστ: Vrastaman.

Εν μέσω οργίου σχολίων και αλλαξολημματιών:
-Ωχ, ωχ, παίδες σας αφήνω τώρα, γιατί πλάκωσε η Λυσισλάνγκη με την μάνα της και τις βλέπω να έχουν άγριες διαθέσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται οι λεξικογράφοι του slang.gr, το ετερογενές δηλαδή συνονθύλευμα των καθαρμάτων εκείνων που έχτισαν λημματάκι-λημματάκι το πληρέστερο και εναλλακτικότερο ηλεκτρονικό λεξικό του σύγχρονου Ελληνισμού.

— Περικλή, πού εξαφανίστηκες αγόρι μου; Από το 1976 και κάθε 17 Νοέμβρη ήσουν κάθε χρόνο επικεφαλής στη πορεία του κόμματός μας προς την Αμερικανική Πρεσβεία!
— Συμπάθα με συντρόφισσα, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω καταρρεύσει ολοσχερώς. Το ταράκουλο με την Λίλλιαν με έκανε να αμφισβητήσω τα πάντα. Κλονίστηκε η και πίστη μου στην επανάσταση. Στην αρχή στράφηκα στον Γιανναρά και επισκέφτηκα το Άγιο Όρος. Οι γέροντες όμως μου έκαναν την σούφρα XL και έφυγα κακήν κακώς. Αναζήτησα την αλήθεια στον Γιαλόμ, και αποφάσισα να επουλώσω τα ψυχικά τε και πρωκτικά μου τραύματα στρεφόμενος επιτέλους σε κάτι δημιουργικό. Έγινα λημματοδότης στο slang.gr.
— Κουράγιο σύντροφε, και να προσέχεις τους μπαγαποντοδότες.

Γίνε και ΣΥ εθελοντης λημματοδοτης (από Vrastaman, 19/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουκ εν το πολλώ το ευ, που θα έλεγαν και οι αρχαίοι. Αναφέρεται σε περιεκτικούς ζουμερούς και τουδεπόϊντ ορισμούς. Βέβαια προϋπόθεση είναι αφενός η ύπαρξη μιας σλανγκιάς ολκής, και αφεδύο ενός πηγαίου σλανγκοταλέντου. Η λακωνική καταγωγή δεν είναι απαραίτητη, αλλά γονιδιακά βοηθάει, και μπορεί να εκληφθεί ως προσόν.

Το σλανγκολακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (όχι πάντα βέβαια). Χωρίς καμία αιχμή για τους Σλάνγκους Δράκους. Απλά είναι θέμα γούστου, και ιστορικής συγκυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατήρησε ο Vrastaman, πιμί είναι τόσο η υπερκιτσάτη διαφημιστική μασκότ των πάλαι ποτέ διαλαμψάντων υπερπριζουνίκ Μαρινόπουλος, όσο και τα personnal messages. Αυτοαναφορικώς, λοιπόν, ως μαρινόπουλος χαρακτηρίζεται είτε σκωπτικά-χλευαστικά, είτε και με την καλή έννοια, αυτός που επιδίδεται καθ' υπερβολήν στα πιμί, λ.χ. λύνοντας διαφορές μέσω πιμί σε one to one basis, αντί για την πανδιαφάνεια των σχολίωνε (ευσύνοπτον κατά Αριστοτέλην και Foucault), ενθαρρύνοντας δίκην σλανγκοπατέρα τους σλανγκορούκι, αναπτύσσοντας διαδικτυακές φιλίες, φλερτ, ή και αντιπαλότητες στην σκοτεινή ιδιωτεία των πιμί, και όχι στον καταυγασμένο με φως δημόσιο χώρο του σλανγκοδήμου.

Trivia: Η γνωστή ανεκδοτική εϊτίλα ήταν:
— Ποιο είναι το μικρό όνομα του Μαρινόπουλου;
— ...;
— Υπερπριζουνίκ.

Επίσης, ο Μαρινόπουλος είχε απαθανατιστεί στον χαρρυκλυννικό δίσκο «Μαλακά» με τις εθνικές επευφημίες: «Υπέρ εστιών και βωμών, υπέρ πατρίδος και θεών, υπερπριζουνίκ Μαρινόπουλος».

Από τίτλο της Φραπέ Slangossip που τελικά κόπηκε:

Αποκαλύπτουμε:
Ποιοι είναι οι πιμιτζήδες και ποιοι οι μαρινόπουλοι.

Ρετροκίτς. (από Khan, 20/08/09)Στο 1.10 περίπου η ατάκα (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μπαγαπόντη τρολεατζή, που συχνάζει στις φοράδες και τα κουβεντοδωμάτια και συστήνεται ως Αναΐς, ενώ στο τέλος αποδεικνύεται Παναής. Το χειρότερο είναι να σου κλείσει και ραντεβού από κοντά.

Ασίστ: Vrastaman.

Μια παρεξήγηση της Ironick έγινε αφορμή ο Τάκης Βρωμοστομίδης να θεωρηθεί Βρωμοκουβέντα/ Βρωμόστομη στο θηλυκό, αλλά ύστερα από έναν συμβιβασμό στο ουδέτερο «Ντέρτι»/ «Βρωμόλογο» βγήκε τελικά απ' την ντουλάπα ως e-Παναής.

Από το Παναής. (από Hank, 23/02/09)αφιερονετε εξερετικα (από ο αυτοκτονημενος, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τον πατερναλιστή.

Η πατερνάλα πάντα αντλεί την λεβεντιά / κυριαρχία της εξωγενώς, συχνά προβάλλοντας για άλλοθι την παλαιότητα ή κάποιο επινοημένο πολιτικό ή μεταφυσικό τοτέμ. Εγκάθετη ή αυτόχριστη, θέλει να αποφασίζει πριν από σένα για σένα, ακόμη κι αν εσύ διαφωνείς. Γιατί, τσσς, είσαι ένα αφελές παιδί, ανώριμο να διακρίνει το σωστό από το λάθος.

Παίζει και ως πατερνάλας.

Το παράδειγμα σκοπίμως δεν περιέχει το λήμμαν, μπας και ψαρέψω καμία στα σχόλια :Ρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόσχολος που δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να καταχωρίζει λήμματα αργκό, να γράφει σεντόνια στα σχόλια, είτε σλανγκαρχιδιές, είτε λεπτότατες αποχρώσεις σλανγκιών, είτε ντιριντάχτα, οργώνει το γούγλε για μήδια, το παίζει μαρινόπουλος, εις βάρος άλλων δραστηριοτήτων του.

Πού είναι οι παλιές καλές εποχές που ο Βράστα ήταν αργκόσχολος; Τώρα τον ψάχνουμε με το σταγονόμετρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η βάλανος του πέους (πουτσοκέφαλο). Ως επιθετικός προσδιορισμός, ή αυτοαναφορικό, σημαίνει αυτόν που σκέφτεται με το κάτω κεφάλι, που έχει το μυαλό του στο μουνί, ή στο γαμήσι γενικότερα.

Συνήθως το πουτσοκέφαλο άτομο λειτουργεί παρορμητικά και, ως προς αυτό, ο όρος πουτσοκέφαλος παρουσιάζει συγγενή συμπεριφορά με το παρεμφερές «θερμοκέφαλος». Εννοείται ότι απαντά πάντα σε αρσενικό γένος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται υποτιμητικά, π.χ. «ασ' τον μωρέ, αυτός είναι πουτσοκέφαλος».

  1. Καλά, ρε πουτσοκέφαλος είσαι; Μόνο το μουνί έχεις στο μυαλό σου!

  2. Πήγαμε προχθές στον «Καλιγούλα» και ο Γιώργος τα 'μπλεξε με μια στριπτιτζού που του πούλησε αγάπες. Πουτσοκέφαλος είναι, ο μαλάκας...

  3. -Ο Νίκος τα 'ριξε στην καινούρια γκόμενα του Αλέκου. -Ρε τον πουτσοκέφαλο! θα μας χαλάσει την παρέα, ο μαλάκας.

Πουτσοκέφαλος (από panos1962, 05/11/09)Καπέλο Πουτσοκέφαλο (από panos1962, 05/11/09)Μπιλ Κλίντον (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, είναι ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών σωμάτων του πέους του με αίμα. Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκληθεί από οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα (π.χ. τσόντα στο video ή τηλεφώνημα σε 090), από φαντασιακές ερωτικές παραστάσεις (σκέψου τώρα, να σου γδύνεται λέει η Μόνικα Μπελούτσι!), αλλά και από απλή προστριβή του πέους (ακούσια ή συνηθέστερα… εκούσια).

Μεταφορικά τώρα, καυλωμένος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.). Είναι επίσης εκείνος που επιθυμεί κάτι ΠΟΛΥ και ΑΜΕΣΑ (όπως και ο κυριολεκτικά καυλωμένος επιθυμεί να ΓΑΜΗΣΕΙ και μάλιστα… ΤΩΡΑ).

  1. - Δες μου λες, ρε, ποιο αρχίδι ήπιε τον καφέ μου; Πες μου ρε μαλάκα! Εσύ τον ήπιες ρε παλιοπούστη; Πες μου ρε ξεκωλιάρη μη σ’ αρχίσω στις γρήγορες!
    - Καλά ρε μαλακαντρέα, πως κάνεις έτσι ρε πούστη μου; Καυλωμένος για καυγά ήρθες πάλι;

  2. - Ρε Λευτέρη, το είδες το καινούργιο το ΚΤΜ;
    - Το είδα. Γαμάτο είναι, ε;
    - Είναι και γαμώ. Κάθε βράδυ το βλέπω στον ύπνο μου…
    - Κατάλαβα, είσαι καυλωμένος τώρα να πας να το πάρεις, έ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.

Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).

  1. Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!

  2. Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!

Kant Dracula - yes, but is he μουνόπληκος??? (από Vrastaman, 03/04/09)(από allivegp, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified