Κλασική (τείνει να γίνει), καταληκτική ατάκα σλανγκοεπιχειρήματος. Σε λένε δε σε λένε Νίκο, όταν έχεις ψιλοστραβώσει με κάτι που κάποιος έχει γράψει πιο πάνω, γράφεις τη αντίθετη γνώμη σου, κολλάς αυτή την υπογραφή, και καθάρισες. Το «φιλικά» αποτελεί ένα πρόσχημα, γιατί ουσιαστικά σημαίνει «σε έχω χεσμένο» ή «μας τα σκότισες τα 'ρκίδια».

Σε αντίθεση με το Λίλιαν, που όλοι το έχουν πάρει (άνδρες γυναίκες), τον Ρένο που δεν κατάφερε να μείνει στην εταιρεία, τον Πέρη που είναι πολύ τρέντυ, ο Νίκος είναι η πιο μέϊνστριμ περσόνα που γεννήθηκε στα σχόλια των σλάνγκων. Και αυτό, γιατί ο Νίκος είναι ο αγανακτισμένος σλάνγκος, λίγο πριν εκραγεί από το δίκιο που τον πνίγει. Και όλοι έχουν βρεθεί στη θέση του, εδωνάμέσα (sic) που μπλέξαμε.

Ψυχογράφημα:

Ο Νίκος

  • έχει ηλικία μεταξύ 20 και 45
  • είναι μικροαστός
  • γιορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου
  • παλεύει για τον επιούσιο
  • τρώγεται (αλλά όχι πάντα) με τα ρούχα του
  • αντέχει τον διάλογο
  • περνάει πολλή ώρα στο σλανγκρ
  • ήθελε να φτιάξει έναν κόσμο πιο δίκαιο όταν ήταν παιδί
  • ακόμα ονειρεύεται ότι μπορεί να τον φτιάξει
  • τρώει πολλά ξηροκάρπια, με τα γνωστά αποτελέσματα.

    Να σημειωθεί ότι η χρήση της ατάκας από σλανγκομούνες την καθιστά αυτομάτως αδόκιμη και καταβαραθρώνει τον σλανγκαρχίδη που θα τολμούσε να πει ότι είναι απολύτως δόκιμη και ότι τη χρησιμοποιούν μόνο όσοι έχουν βαφτιστεί με το συγκεκριμένο όνομα (οι οποίοι δεν είναι και λίγοι).

πάρ' το βάλτο (από πρόχειρο): mariahomorfh

Φιλικά
Νίκος

Ενδεικτικά από το σλανγκρρρρρρ :

  1. στα σχόλια του λήμματος «να σ' το ζωγραφίσω»
    την έκφραση χρησιμοποιούν οι ακόλουθοι χρήστες :
    jesus, gatzman, electron, ironick

  2. στα σχόλια του λήμματος «ο πλέον ειδήμων»
    την έκφραση χρησιμοποιούν οι ακόλουθοι χρήστες :
    patsis, vrastaman, mariahomorfh, newbornlife

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Γενάρη. Μόλις είχα γυρίσει από την δουλειά (παιδικό πάρτι, είμαι κλόουν για όσους το αγνοούν). Κουρασμένος, φτιάχνω έναν καπουτσίνο φρέντο με ολίγη, και κάθομαι στον υπολογιστή, και ανοίγω το σλανγκ. Πατάω το λjινκ «πρόσφατα» και βλέπω το λήμμα «λάιτσμαν». Το διαβάζω, διαβάζω και καμιά δεκαριά άλλα που έχασα, όντας στο πάρτι. Κλείνω τον υπολογιστή και πάω να ξεκουράσω το πανέμορφο και γεμάτο γραμμώσεις κορμί μου.

Μετά από δύο τρεις μέρες ύπνου (έχει και τα καλά του το επάγγελμα), ξυπνάω το πρωί. Τραβάω μια ρουφηξιά από τον προχθεσινό φρέντο, βάζω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, και χουφτώνοντας την πλούσια γενειάδα μου (ποιος είσαι ρε μεγάλε; ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία;), ανοίγω το σλανγκρρρ. Τσουπ, καινούριος ορισμός: «λάισμαν». «Μα τους χίλιους ταράνδους!!!!» αναφωνώ έκπληκτος. Προχθές ένας άλλος σλανγκιστής είχε ορίσει το λήμμα «λάιτσμαν». Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Πρέπει να τελειώσει εδώ αυτή η κατάσταση με την μεταφορά ξένων όρων στο σλανγκ και την κατά βούληση ορθογραφία των φίλτατων συσλανγκιστών.

Έντρομος, σηκώνομαι από την καρέκλα και βολτάρω στο σπίτι, φωνασκώντας, «όχι άλλοι λάινσμαν» Το φαινόμενο λάινσμαν πρέπει να λήξει εδώ, γιατί κινδυνεύει η αξιοπιστία του σάιτ.

Βέβαια, κατά την διάρκεια του παραληρήματος, κάποιος μοντ συγχώνευσε τους δύο παρεμφερείς ορισμούς σε έναν. Λεπτομέρειες... Το κακό είχε ήδη γίνει!

THE LINESMAN PHENOMENON:

Αντίστοιχο φαινόμενο στα ελληνικά (μάλλον θα το ονομάσω το «φαινόμενο μπούτσα»):

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό από την εποχή του Κουτσαβάκη.

Ο υιός της παλάμης είναι προϊόν της παλάμης και ουχί συνουσίας.

Μια έκφραση στολίδι, με ρίζες στη δημοτική γλώσσα.

Μήτσος: - Ρε Σπίνο, ρε Σπίνο έλα εδώ
Σπίνος: - Τι συμβαίνει;
Μήτσος: - Με άγγιξε ο καμικάζι;
Σπίνος: - Έτσι αντελήβην
Μήτσος: - Έχεις δίκιο... γιατί αυτό αντελήβην ομοίως. Με άγγιξε ο υιός της παλάμης; Φτου!
Σπίνος: - Ιεροσυλία, αδελφάκι... τουτέστιν πάει να πει ότι η σημερινή νεολαία μας έχει γραμμένους στα παλιά της καρμπυλατέρ...
(Μήτσος ο Ρεζίλης, 1980)

αμαν! (από MXΣ, 07/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι μας γνωρίζουμε και έχουμε χρησιμοποιήσει την φράση: τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ελάχιστοι όμως έχουν αντιληφθεί την ξεκάθαρη ειρωνεία που εμπεριέχει αυτή η φράση και η οποία γίνεται ξεκάθαρη με συντακτική ανάλυση που ακολουθεί:

Ποια παραλείπονται; Tα ευκόλως εννοούμενα!

Οπότε ενώ καλούμε των συνομιλητή μας να παραλείψει τα ευκόλως εννοούμενα, εμείς δεν τα παραλείπουμε κάνοντας αναφορά σε αυτά, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια ξεκάθαρη αντίθεση μεταξύ των λόγων και των έργων μας.

- Μόνο με τον Ψωμιάδη θα πάει μπροστά η παράταξη.
- Τα... παραλείπονται ρε! Άμα βάλει και στις απόκριες την στολή της κολομπίνας 60% θα πάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «σπεκάστε, ψηφίστε», χωρίς το «τελειώσατε» είναι το ίδιον του σλανγκακλή (κατά τα θεριακλής, μερακλής), που είναι εθισμένος με την σλανγκ, και σε ένα καλό λήμμα, αφού πρώτα αποδώσει, ως ώφειλε, σπέκια και αστερίες, θα ξαναγυρίσει στον τόπο του εγκ-λήμματος ξανά και ξανά, ώστε με σωκρατική μαιευτική μέθοδο να γεννήσει μέσα από τον διάλογο κι άλλα λήμματα.

Το πλήρες «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» κατά το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» του γνωστού διαφημιστικού καθαριστικών ειδών, αναφέρεται συνήθως στις παρακάτω περιπτώσεις, (η λίστα δεν είναι εξαντλητική):

  1. Για άρρητα λήμματα (κατά το «άρρητα ρήματα») όπου ό,τι σχόλιο και να πεις, θα το χαλάσεις. Οπότε μένεις άναυδος, at a loss for words, και κάνεις την τριπλέτα σεμνά και ταπεινά. Χαρακτηριστική περίπτωση τα εξωκόσμια λήμματα - λόγια του Κυρίου ημών Ιησού, που «ουκ εισί εκ του κόσμου τούτου», και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως Γραφή, που την προσκυνάς χωρίς να σχολιάζεις. Αλλά και τα λήμματα του απόκρυφου Ιησού DT. Επίσης, λέγεται για λήμματα που θυμίζουν χρησμούς της Πυθίας: Συναισθάνεσαι την σοφία τους, αλλά δεν μπορείς να την προσπελάσεις νοητικά, οπότε ρίχνεις ένα σπεκ, λέγοντας «μιλάς με γρίφους, γέροντα» και αποσύρεσαι για να κάνεις ενδοσκόπηση τι έφταιξε και δεν αποδείχθηκες έτοιμος να καταλάβεις το λήμμα. Χαρακτηριστική περίπτωση το λήμμα: χαμούρεμα.

  2. Για το ταχυσλανγκικόν του πράγματος κατά το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε»: Σλάνγκος πάει στην δουλειά του το πρωί. Επειδή, όμως, είναι εθισμένος, στα διαλείμματα, μαζί με (ή χωρίς) το τσιγάρο κάνει μια γρήγορη τσάρκα στο slang.gr, πριν συνεχίσει την δουλειά του. Σε περιπτώσεις μεγαλύτερου εθισμού λέει στον ρουμάνο ότι ετοιμάζει το πρότζεκτ, ενώ στην πραγματικότητα σπεκάζει στο σάιτ μας. Επειδή όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ρουμάνου, δεν είναι δυνατόν να κάνεις μαιευτική λημμάτων, το ταχύ «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» είναι η πικρή καθημερινότητα του Σλάνγκου. Το βράδι πάλι, γυρνά σπίτι, και η γυναίκα (ή άντρας για τις Αρχιμήδειες) έχουν απαιτήσεις, όπως σεξ, χάδια, τρυφερότητα, ενώ ο Σλάνγκος το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να τελειώσει το λήμμα του, που το έχει βάλει στο Πρόχειρο, επειδή δεν μπορούσε να το τελειώσει στην δουλειά. Οπότε μέχρι να αποφασίσει να χωρίσει για να αφιερωθεί στην σλανγκ (ή σλανγκ ή οικογένεια), το «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε» είναι η πικρή καθημερινότητα του Σλάνγκου και το βράδυ.

  3. Το σπεκουλαδόρικο «σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε»: Ο σπεκουλαδόρος έχει αντιληφθεί ότι τα λήμματά του απευθύνονται σε ορισμένο target group μεταξύ των σλανγκιστών, οπότε όταν ένας από αυτούς τους σλανγκιστές ανεβάσει λήμμα, ακόμη κι αν είναι λύμα, ο σπεκουλαδόρος θα το περάσει ένα γρήγορο σπεκ και δεκάστερο, για να εμπεδώσει σχέσεις αμοιβαίας πελατείας με τον συγκεκριμένο συσλανγκιστή. Βεβαίως, δεν θα επεκταθεί παραπάνω απ' το ψιλό σπεκ, ενώ θα κρατάει και την μύτη του να μην τον πάρει η μπόχα του λύματος, που σπέκασε μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει (διά μακροπρόθεσμου do ut des) την αδηφάγα αστρολαγνεία του.

  4. Ακόμη χειρότερα: Το «σπεκάστε, ψηφίστε» του σπαστήρα. Ο σπαστήρ γράφει μια σειρά λήμματα με ένα όνομα, μετά αποσυνδέεται και επανασυνδέεται με άλλο όνομα και ID, και κάνει ένα γρήγορο πέρασμα με δεκάστερα στα λήμματα αυτού του (α)ιδ(ο)ίου. Ο απόλυτος θρασυ-σπαστήρ δεν θα παραλείψει να δώσει και σπέκια ο ίδιος στον εαυτό του με άλλο όνομα, για να επαληθευθεί το υπό GATZMAN ρηθέν: «Σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε». Το παραπάνω είναι παράδειγμα προς αποφυγή για τους νεοκλήδες, ελπίζω να μην βάζω ιδέες...

Όταν ο acg σου έχει 137 παραλλαγές του την τρίζει την όπισθεν, ή όταν υπάρχουν έξι διαφορετικοί ορισμοί της κλασομπανιέρας, τι άλλο μπορείς να κάνεις, από ένα σπεκάστε, ψηφίστε, τελειώσατε.

Μαιευτική λημμάτων (από Hank, 05/02/09)Μπαγαποντοδότης συλληφθείς από τους ιστομάστορες. (από Hank, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σλάνγκος Δράκος» είναι ένα προτεινόμενο, διόλου εύηχο, συλλογικό προσωνύμιο για τους λημματοδότες του παρόντος site οι οποίοι τείνουν κατά την παράθεση των παραδειγμάτων να γράφουν μικρά μονόπρακτα και άλλα σεναριοειδή αφηγήματα, βγάζοντας από μέσα τους το μικρό Νίκο Φώσκωλο που όλοι κρύβουμε. Το όνομα αποτελεί φόρο τιμής στον θρυλικό χαρακτήρα της «Λάμψης», του πολυκύμαντου και παντελώς ασήμαντου σαπουνιού που επί 14 χρόνια (τελείωσε το 2005) καθήλωνε τις τηλεθεάτριες - και τους τηλεθεατές, ας μη γελιόμαστε .

Μολονότι χαρακτήρας και όχι σεναριογράφος, ο Γιάγκος Δράκος (που παιζόταν από τον Χρήστο Πολίτη) κρίθηκε από τον γράφοντα κατάλληλος για το συγκεκριμένο λεκτικό παιγνίδι λόγω α) του πρόσφορου του μικρού του ονόματος β) του επωνύμού του αλλά κυρίως λόγω του ότι γ) στα λήμματά τους οι Σλάνγκοι Δράκοι κατά κανόνα τοποθετούν εαυτόν πρωταγωνιστή, είναι τόσο συγγραφείς όσο και ήρωες, καθιστώντας τα περισσότερα από τα σενάρια αυτοβιογραφικά. Φανταστείτε δηλαδή τον Γιάγκο Δράκο να έχει και το ελεύθερο της συγγραφής. Καθώς τα λήμματα του Slang.gr έχουν πλέον φτάσει να είναι υπερδιπλάσια σε αριθμό από τα επεισόδια της Λάμψης, σε Βίρνα Δράκου αναδεικνύεται η θυελλώδης και ομιχλώδης Λίλιαν (αναζήτησε το σχετικό λήμμα).
Το θηλυκό φυσικά του Slangou Δράκου είναι η γλωσσόφιλη (= ασχολούμενη με γλωσσικά ζητήματα) σεναριογκόμενα.

(από φανταστικά προσωπικά μηνύματα μέσω του site)

εξερχόμενο: Να σε ρωτήσω κάτι ρε XrhsthsXYZ, η φράση «άντε γαμήσου ρε παπάρα» ακούγεται ρεαλιστική; Θα μπορούσε να ειπωθεί ως έχει; Είναι από διάλογο σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου για το λήμμα οδοντόγιατρος... Αν έχεις χρόνο πες μου την άποψη σου...

εισερχόμενο: Δε χρειάζεται να είναι κανείς και Σλάγκος Δράκος για να κρίνει ότι... ναι, είναι γαμάτο... έγραψε!

O Slangos και η τρελλή παρέα του (από Vrastaman, 19/11/08)(από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουκ εν το πολλώ το ευ, που θα έλεγαν και οι αρχαίοι. Αναφέρεται σε περιεκτικούς ζουμερούς και τουδεπόϊντ ορισμούς. Βέβαια προϋπόθεση είναι αφενός η ύπαρξη μιας σλανγκιάς ολκής, και αφεδύο ενός πηγαίου σλανγκοταλέντου. Η λακωνική καταγωγή δεν είναι απαραίτητη, αλλά γονιδιακά βοηθάει, και μπορεί να εκληφθεί ως προσόν.

Το σλανγκολακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (όχι πάντα βέβαια). Χωρίς καμία αιχμή για τους Σλάνγκους Δράκους. Απλά είναι θέμα γούστου, και ιστορικής συγκυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η βάλανος του πέους (πουτσοκέφαλο). Ως επιθετικός προσδιορισμός, ή αυτοαναφορικό, σημαίνει αυτόν που σκέφτεται με το κάτω κεφάλι, που έχει το μυαλό του στο μουνί, ή στο γαμήσι γενικότερα.

Συνήθως το πουτσοκέφαλο άτομο λειτουργεί παρορμητικά και, ως προς αυτό, ο όρος πουτσοκέφαλος παρουσιάζει συγγενή συμπεριφορά με το παρεμφερές «θερμοκέφαλος». Εννοείται ότι απαντά πάντα σε αρσενικό γένος, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται υποτιμητικά, π.χ. «ασ' τον μωρέ, αυτός είναι πουτσοκέφαλος».

  1. Καλά, ρε πουτσοκέφαλος είσαι; Μόνο το μουνί έχεις στο μυαλό σου!

  2. Πήγαμε προχθές στον «Καλιγούλα» και ο Γιώργος τα 'μπλεξε με μια στριπτιτζού που του πούλησε αγάπες. Πουτσοκέφαλος είναι, ο μαλάκας...

  3. -Ο Νίκος τα 'ριξε στην καινούρια γκόμενα του Αλέκου. -Ρε τον πουτσοκέφαλο! θα μας χαλάσει την παρέα, ο μαλάκας.

Πουτσοκέφαλος (από panos1962, 05/11/09)Καπέλο Πουτσοκέφαλο (από panos1962, 05/11/09)Μπιλ Κλίντον (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού «what's your poison» που στην ουσία ρωτά «με τι φτιάχνεσαι;», «με τι την βρίσκεις;», «ποιο το κόλλημά σου;».

Αν κι αναφέρεται κυρίως σε ξίδια, ουσίες και βίτσια, έχει φτάσει να κυκλοφορεί από και καλά αλάνια μπάρμεν, ίσως, γιατρούς και νταβατζήδες με πολλά κονέ, μέχρι το πληκτρολόγιο κάθε βιαστικής ντεμέκ άνετης και περπατημένης νετο-γιαλόμας, όταν βολιδοσκοπεί τα όποια γούστα του εκάστοτε συζητητή.

To γνωστό αναντάμ παπαντάμ απ' τον Titus Lucretius Carus: Ut quod ali cibus est aliis fuat acre venenum πως «ό,τι αποτελεί τροφή για κάποιον, αποτελεί πικρό δηλητήριο για κάποιον άλλον», μοιάζει να ανάγεται από μια υπερανεκτική κοινωνία, σχεδόν χαριτωμένα και τελείως απενοχοποιητικά, σε αήθη κατανάλωση (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο) οποιουδήποτε προϊόντος ή υπηρεσίας (όλα εμπορεύματα προς πώληση, για να κινηθεί με το νταλαβέρι η Αγορά).

Υπονοείται προφανέστατα, πως καθένας έχει τουλάχιστον από ένα, που στην τελική τον χαρακτηρίζει μονοδιάστατα, τουλάχιστον σ' όποιον ρωτά.

1.
-Η μόνη απορία πλέον είναι ποιο είναι το δηλητήριο σου πρωί - πρωί. Ουίσκι; Βότκα; Ρούμι; Τσίπουρο; Ποιο; -Όλα ρε, σε σφηνάκι.

2.
Λοιπόν, ποιο είναι το δηλητήριό σου απόψε; Τι είναι αυτό που σε βοηθά να κρύψεις αυτό που τα μάτια σου προσπαθούν να προδώσουν; Τι είναι αυτό που σου δίνει ενέργεια να χορεύεις όλο το βράδυ, αυτό που σε κάνει να δείχνεις όμορφη, ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα; Τι έχει κάνει όλα τα μάτια να καρφωθούν πάνω σου; Είναι μήπως αυτό που βρίσκεται μέσα στο ποτήρι σου, που έχει γεμίσει κι αδειάσει ήδη τρεις φορές; Είναι η μουσική που έχει πλέον γίνει ένα με τους παλμούς της καρδιά σου, τα φώτα που έχουν κάνει τα πάντα γύρω σου να εξαφανιστούν κι αισθάνεσαι σα να έχεις μεταφερθεί ολομόναχη σ' έναν πύρινο πλανήτη;

(όλα απ' το δίχτυ)

Δες και δηλητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified