Further tags

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα samples (σαμπλς) που χρησιμοποιούνται στο χιπ-χοπ (και τα υπο-είδη του, π.χ. η low bap) και στην ηλεκτρονική μουσική (και τα υπο-είδη της).

Πω ρε φίλε, αυτή η ντραμεντμπεϊσιά είναι τίγκα στο γαμάτο σαμπλίδι!!!

Βλέπε και σάμπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πουλάς μαγκιά και να προσπαθείς να το παίξεις ζόρικος, άγριος και σκληρός, μασώντας τσίχλα ταυτόχρονα.

Η τσιχλομαγκιά χαρακτηρίζει κυρίως ορισμένες κατηγορίες γκόμενας (μπουρναζογκόμενες, λάικες κλπ), καθώς και από τακουνόμαγκες, τρέντουλες και λοιπούς θηλυπρεπείς.

- Ρε συ, έχει αγριέψει ο τυπάκος, θα έχουμε φασαρίες.
- Σιγά τα αίματα ρε με τον τσιχλόμαγκα, θα γράψει υστερία κανα δίλεπτο και μετά θα πάει στην τουαλέτα να κλάψει απ' τα νεύρα του.

(από Khan, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ των πόντος + έρανος.

Ή κατά το φαινόμενο της κράσης «ποντούρανος» (αλλά δεν έχω το πολυτονικό παραμύθι να βάλω κορωνίδα).
Θνησιγενής έννοια, αφού έχει προ πολλού εξαγγελθεί αρμοδίως ότι η βαθμολογία πρόκειται να καταργηθεί.

Ο έρανος βαθμολογικών πόντων εκ μέρους του σλανγκεπωνύμου πλήθους των χρηστών του σάιτοστ, υπέρ τυχόν αναξιοπαθούντος λημματοδότου, όταν υφίστανται βάσιμες υποψίες οτι κατωποντοδοτήθη υπο τινός μουλωχτού βαθμοφθόρου.

Αν ο λημματοδότης τυγχάνει φίλα προσκείμενος στην ποντερανική επιτροπή, τότε μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί το περαιτέρω σύνθετο «μπαγαποντέρανος», όταν η πριμοδότηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο της αποκατάστασής του.

Το φαινόμενο έχει συνήθως ως εξής:

1) Ο λημματογράφος καταχωρίζει το κειμενάκι.
2) Η βαθμολογία του ορισμού – λήμματος κινείται σε φυσιολογικά και αναμενόμενα επίπεδα (αναλόγως π.χ. της φαιάς ουσίας που έχει δαπανήσει ο λημματοδότης, της πρωτοτυπίας του λήμματος, της πληροτητας του ορισμού κ.α.).
3) Εξ αίφνης, σκάνε κάνα-δυο κουλούρια απ’ το πουθενά (στα μουλωχτά με άνευ λόγο και αιτία) κι η βαθμολογία του λήμματος – ορισμού πιάνει πάτο.
4) Ο δύστυχος λημματοδότης ή διαμαρτύρεται κοσμίως ή αρχινάει την ποντοκλάψα (αν είναι λημμασμένος βαθμοθήρας) ή τις κατάρες (αν είναι τζαναμπέτης όπως ο υποφαινόμενος).
5) Εμφανίζεται τις, ρομαντικός ποντοσυνήγορος (αυτόκλητος, οσάκις ο λημματοδότης προτίμησε να σιωπήσει), ο οποίος επιτίθεται με πύρινους λόγους στους ανεμόμυλους που μειοδότησαν.
6) Ακολουθεί συζήτηση περί του «ποιοί και γιατί σκοτώσανε το Τζό» (τί θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ;) κλπ.
7) Η σλανγκική κοινότης συγκινείται και αποθιστά το βαθμολογικό έλλειμμα με γενναιόδωρες προσφορές άστρων.

Parole αυτά, πολλές φορές ο ποντέρανος κρίνεται επιβεβλημένος, δεδομένου οτι αν ο ποντοκαζαντζίδης καταντά συχνά φαιδρή φιγούρα, ο ποντικός (που ροκανίζει πόντους στα μουγκά) είναι σίγουρα και πάντοτε ένα αηδές υποκείμενο.

  1. 12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα Ελλάδος 14.38
    Μόλις με επισκέφθηκε ο φίλος μου και έβαλε 0 σε ορισμό και λήμμα. Για τον ορισμό, δεν πειράζει. Η εξήγηση ανήκει στην σφαίρα της ψυχοπαθολογίας. Αλλά το 0 στο λήμμα, πραγματικά είναι κρίμα. Δεν την έβγαλα εγώ τη φράση και, συνεπώς, ούτε καν με τη δική σου «λογική» έχει νόημα να την τιμωρείς. Και απορώ γνησίως τι δουλειά έχει σε αυτό το σάιτ κάποιος που εμφανώς μισεί τόσο πολύ τη γλώσσα. Μάστα και φύγε.

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Καρασπέκ σου εφεντίμ!
    Τίγκα στην χρησιμότατη πληροφορία (5Χ2).
    Ο κατωποντοδότης (εδώ και στην Ασπροβάλτα) να μη δεί χαρά στα σκέλια του...

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Πολύ καλός! γιατί μωρέ τέτοιο θάψιμοοοο;

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Λοιπόν, τώρα θα κάνω εν μέρει γαργάρα κάποιες πάγιες θέσεις μου και θα ξεκινήσω κουβέντα για την βαθμολόγηση του συγκεκριμένου ορισμού.
    Έχουμε τρία δαγκωτα (δηλωμένα στα σχόλια) πεντάρια και παίζει και ένα τέταρτο. Άρα δύο άνθρωποι ψήφισαν σχετικά αυστηρά (ή ένας πολύ αυστηρά). Γιατί ρε παιδιά;

(Σχόλια απο ’δώ)

Ούτε εμείς που τοὔχουμε το παραμύθι τη βάζουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απεδόθη στη γνώστη αλυσίδα ταχυφαγείων, κατα την περίοδο 2001-2002 δηλ. κατά την μετάβαση της χώρας από την δραχμή στο ευρώ, λόγω της πολιτικής που ακολούθησε να αλλάξει τους τιμοκαταλόγους της μόνο προσθέτοντας την υποδιαστολή μετά το πρώτο ψηφίο, προς αποφυγή δύσκολων μετασχηματισμών προφανώς...

-Καλά ρε μαλάκες πώς είναι δυνατόν το ίδιο σάντουιτς με της παναγιάς τα ράμματα που έπαιρνα 380 φράγκα τώρα να κάνει 3,80 ευρώπουλα;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις δύσκολες νύχτες της υπερέντασης, όπου 2-3 και πλέον ταυτόχρονες σκέψεις και άλλα λαμόγια της ανησυχίας εισβάλλουν από και προς το υποσυνείδητο του καθυπνιζομένου, υπάρχει (άκουσον άκουσον!) προσφιλέστατη συνήθεια η καταμέτρησις των φύλλων του ρολού του κώλου, προκειμένου για την νευρομυική χαλάρωση και την επακόλουθη υπνηλία.

Συνώνυμα: νανούρισμα, νύσταγμα.

Σας την παραθέτω λοιπόν, όπως μου την παρουσίασε η αξιολογότατη και λατρεμένη ηθοποιός, κα Θέμις Μπ., στον ακόλουθο διάλογο (που είχαμε κάνει κάποτε)!

- Τι έγινε Θέμις; Τι κόκκινα μάτια είναι αυτά; - Άσε, Stevie Ray, έχω αϋπνίες και μετράω κωλόχαρτα μπας και κοιμηθώ λιγάκι... - Τα «d...» τα δοκίμασες; - Ναι! 50 φύλλα παραπάνω! Την έχω πέσει για πλάκα με την πάρτη τους! - Ατέλειωτη ευχαρίστηση!

Εδώ μπλέκουν λίγο οι προτιμήσεις... πχ. τι θα αξίωνε κανείς στη ζωή του περισσότερο; Καλό ύπνο ή καλό χέσιμο; Σας το αφήνω για εσωτερική κατανάλωση...

Βλ. και προβατάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:

Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι

Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «ντεκαφεϊνέ». Εκφράζει με αστείο τρόπο τον ξενέρωτο, τον βαρετό, αυτόν που φέρει ως αποτέλεσμα το αντίθετο της κάβλας.

- Πώς περάσατε στο τραπέζι;
- Ντε καβλεϊνέ, πολύ κυριλάδικο, βαρεθήκαμε τελείως με τους μεγάλους... Και δεν είχα και κάρτα να στείλω μήνυμα σε κανέναν να περνάει η ώρα...

βλ. και ντεκαυλέ, ντεκαβλέ, αντισέξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλογοκώλο αποκαλούμε κάποιον που όταν χέζει έχει την αίσθηση ότι ο κώλος του βγάζει φώτιες και ότι θα κάψει οτιδήποτε βρίσκεται στο μπάνιο.

Ο εν λόγω χέστης υποφέρει, πονάει και το σκούπισμα τσούζει. Πολλοί μετά από τέτοιο χέσιμο φοβήθηκαν να ξανά χέσουν

- Πάμε για καφέ ρε συ;
- Τι καφέ βρε μαλάκα έχω γίνει φλογοκώλος με τα καυτερά που έφαγα, υποφέρω…

(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified