Further tags

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνδρομο που διακατέχει τον επανειλημμένως πρωταθλητή.

Προκαλείται από την άρση υπερβολικά πολλών κουπών. Συμβαίνει σε ατομικό επίπεδο (βλ. Φραγκίσκος Αλβέρτης και Δημήτρης Διαμαντίδης), αλλά και συλλογικό (βλ. μπασκετικός Παναθηναϊκός και... Γ.Σ.Ε. Ελασσόνας).

Συμπτώματα σε ατομικό επίπεδο:

  • Ανανέωση συμβολαίου με περισσότερες απολαβές
  • Περισσότερα γκομενάκια και 2ο cayenne
  • Γιγαντοαφίσα στο εκάστοτε φιλικά προσκείμενο περιοδικό

Συμπτώματα σε συλλογικό επίπεδο:

  • Περισσότεροι πελάτες (διαρκείας, φανέλες κτλ)
  • Ακριβότερο συμβόλαιο με την ΕΡΤ την ερχόμενη σεζόν

Υπερκούπωση!!! Τα σάρωσαν όλα οι άνδρες του Γ.Σ.Ε. Ελασσόνας αφού κατέκτησαν και τον τίτλο του Υπερπρωταθλητή Θεσσαλίας!!! Πρέπει να τους πιάστηκε η μέση…από τις κούπες!

(η παραδειγματάρα από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκεμπελοσκάμπιλο» ή «σκαμπιλοσκέμπελο», λέξεις σύνθετες εκ των σκαμπίλι + σκεμπές. Είναι το χαστούκι με τον σκεμπέ. Ένα είδος χτυπήματος που μόνο οι ευτραφείς άνθρωποι μπορούν να δώσουν. Λέγεται συνήθως ειρωνικά για τους παχύσαρκους.

Καλύτερα να φύγουμε από εδώ μη μας αστράψει ο χοντρός κανένα σκεμπελοσκάμπιλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές, στη Φλώρινα. Με το λήμμα χαρακτηρίζονται γενικά καταστάσεις που προκαλούν ευχάριστα συναισθήματα, γέλιο. Κάποτε το λήμμα συναντάται και στη φράση «ντάγκαρ' μάγκαρ'» που σημαίνει ατημέλητα, χάλια, χωρίς οργάνωση.

  1. - Πώς περάσατε στο χορό;
    - Φοβερά! Κάναμε ντάγκαρα.

  2. - Είδατε τον αγώνα ρε;
    - Άσε, τι να δούμε; Ντάγκαρ' μάγκαρ ήτανε το γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχοσωματική κατάσταση της γυναίκας όταν βρίσκεται στις μέρες της περιόδου.

- Μου τα πρήξε η διευθύντρια σήμερα για το project.
- Άσε και εμένα μία από τα ίδια. Όλη την εβδομάδα θα τρώμε στα μούτρα τις μουνοσιχτιριές της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία κατά την οποία οποιοδήποτε έμβιο ον μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με κουνέλι. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σταδιακή λεύκανση και το μαλάκωμα των τριχών, η μεγέθυνση των δύο άνω μπροστινών δοντιών (κοπτήρες) και η έντονη διάθεση για πήδημα. Κουνελοποίηση παρατηρείται μετά από έντονο στρες, αλκοολικό σοκ και υπερβολική κόπωση των ματιών μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.

- Ο Βαγγέλης χθες μου έκλεψε τα καρότα και προσπάθησε να πηδήξει από πάνω μου. - Κουνελοποίηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάω σχετικά ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά με έντονα «σφυριχτό» το Σίγμα.

Είναι από τα χαρακτηριστικά της ομιλίας των ανθρώπων στα οποία μπορεί κάποιος αρχικά να μη δώσει ιδιαίτερη σημασία, μπορεί και να μην το προσέξει καν. Από τη στιγμή όμως που θα το προσέξει ή θα του το επισημάνει κάποιος άλλος, δε μπορεί να το ξε-προσέξει, και κάθε φορά που ο ψισφυρίζων ανοίγει το στόμα του και λέει οποιαδήποτε λέξη που περιέχει σίγμα, ο μυημένος πλέον ακροατής παρατηρεί το «σου» που ακούγεται σαν σφύριγμα, και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του το διασκεδάζει ή ενοχλείται. Δεν είναι σφύριγμα ποιμένων, δεν είναι ψεύδισμα κραγμένης, είναι ο ψίσφυρος.

Λίγο-πολύ όλοι όσοι έχουν την ικανότητα της ομιλίας ψισφυρίζουν. Σε μερικά άτομα βέβαια το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο και μπορεί να αποτελέσει διαρκή τροφή για εποικοδομητική κοροϊδία από την παρέα ή και τους περαστικούς. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ψισφυρίζοντες, έχοντας αποδεχτεί την ιδιαιτερότητά τους, ανάγουν τον ψίσφυρο σε ένα όχημα έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία (βλ. παράδειγμα).

«Για τιΣΣΣφφφ παλιέΣΣΣφφ αγάπεΣΣΣφφ μη μιλάΣΣΣφφ»
- Φίλιππος Πλιάτσικας, Επιτυχημένος Ψισφυρίζων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά τους αγγλόφωνους «white lie». Το ψέμα που δε θέλει να πληγώσει τον συνάνθρωπο. Το λέμε για να αποφύγουμε μία ενοχλητική γνωριμία, έναν πέφτουλα βρε αδερφέ.

- Πήρα χαμπάρι δύο μάτια να με καρφώνουν. Διψασμένη! Είπαμε να βρεθούμε την άλλη μέρα αλλά της είπα ημιψέματα για να μην μπλέξω με το ψυχοπαθές!
(ανώνυμο θύμα)

(από manitsa, 11/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified