Further tags

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ύβρις, ακολουθούμενη από επίδειξη του ανδρικού μορίου, που προσκαλεί σε πεολειχία.

Αναφέρεται στην γνωστή έκφραση όχι μόνο προσωποποίησης, αλλά και αγιοποίησης (!) της τσαπούς (βλ. «του Αγίου Πούτσου ανήμερα» = ποτέ/πάρα πολύ αργά σε χρονικό ορίζοντα), ως δήθεν υπαρκτή ημέρα του εορτολογίου, κατά την οποίαν καλούνται οι πιστοί να προσκυνήσουν (και να φιλήσουν) γονυκλινείς την εικόνα του τιμωμένου αγίου. Αν θέλουν μπορούν και να σταυροκοπιούνται.

Χρησιμοποιείται και ως εριστικό, υποτιμητικό και εκδικητικό σκώμμα μετά από πλήρη και οριστική επικράτηση εις βάρος του αντιπάλου, δηλαδή: πάρ' τα μωρή άρρωστη, πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα, πάρ' τ' αρχίδια μου κ.ο.κ.

(Μπάλα) :
-Πιάσ' το Μήτσοοοοο ! Ωχ...
-Γκόοοοοοολ ! Του Αγίου Πούτσου σήμερα αγόρι μου, έλα να προσκυνήσεις, έλα !

Προσκυνητής του Καθολικού St. Peon (από Vrastaman, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «άει στο διάoλο» + «διάλογο». Να μην συγχέεται με την αστική τάξη, άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει.

Είδος διάλογου που σχεδόν από την αρχή του εμπεριέχει την ανταλλαγή βρισιών, μπινελικιών, σωματικών εκκενώσεων, θεολογικών αναφορών, ξένων γλωσσών, κλπ.

Συνήθως δε, σύμφωνα με την πανάρχαια δημοκρατική μας παιδεία λέγονται το ένα σε απάντηση του άλλου άρα όντως μπορεί κανείς να τον πει διάλογο, after all…

Τέτοιου είδους διάλογοι συνηθίζονται σε καφενεία μεταξύ παππούδων για τα πολιτικά, την πρέφα ή το τάβλι, σε γήπεδα μεταξύ οπαδών, σε συνεδριάσεις δημοτικών συμβουλίων, σε φοιτητικές συνελεύσεις, μεταξύ οδηγών για το παρκάρισμα ή για προσπέραση αλλά και σε διάφορες άλλες κοινωνικές σχέσεις (έχω δει συνεδριάσεις μεταξύ προέδρων ΚΑΠΗ που εξελίσσονται πουτάνα όλα…).

Η κατάληξη ενός αστοδιαλόγου είναι άγνωστη αλλά μπορεί να ξεκινήσει από κρασάκι σε ταβέρνα με τραγουδάκια μέχρι ταβερνόξυλο.

Απέκδυση ευθυνών (Δισκλεμέρι): φυσικά η έμπνευση προέρχεται από τούτο δω το βλόγιον! Φενκς στον Βρασίδα και τον Τζόνη, το χρησιμοποιώ ήδη και είμαι σίγουρος ότι το κάνουν πολλοί άλλοι!

Γραμματέας : Άρχεται η συνεδρίαση! Κύριε πρόεδρε, ξεκινήστε…
Πρόεδρος : Καταρχάς να πω ότι οι μισοί εδώ μέσα είστε μεγάλες κουφάλες… Ποιος ξερνάει στον Τύπο όλα αυτά τα μαϊμουτζιλίκια, γαμώ την πανακόλα!
Αρχηγός αντιπολίτευσης : Άντε και γαμήσου ρε πούστη άνδρα! Παλιό-σκουληκαντέρα, μήπως θέλεις να σου κάνουμε και καμιά πίπα;, ναουμ ; Tα θέλει ο κώλος σου βλέπω, μην βγάλω στην φόρα τις ντεμεκιές σου!
Γραμματέας : Κύριε συνάδελφε, πως μιλάτε έτσι στον πρόεδρο!
Έτερος Σύμβουλος : Άντε χάσου μωρή πεταλουδίτσα της νύχτας και συ!
Γραμματέας : Τι πετάγεσαι εσύ ρε πίτσκο! Σε έχω γραμμένο ρε στα τέτοια μου, σώγαμπρε!
Έτερος Σύμβουλος : Μπά, σου φύτρωσε, ορθιοκατούρω ; Ομόρφυνες βλέπω…
Σύμβουλος Χουντάλας : Γάμησες μας ρε αρκούδα, κάτσε κάτω και συ μωρή Κερατώ, άντε γιατί χιτλεριάζομαι
Αριστερός : Nαι σιγά μην πάθεις καμιά αγκύλωση στο δεξί, μωρή ναζιάρα
Σύμβουλος Χουντάλας : Nαι μίλησε και ο κουκουές, yes master, παλιό σταλίνα!
Εναλλακτικός light : άντε ρε μαδαφάκας, τελειώνετε, στην Ίφκινθο τώρα θα έχει μουνόβραση!
Αριστερός : Άντε ρε φυματικό ραδίκι, άμα δε σ’ αρέσει, ντύνεσαι και φεύγεις!
Γραμματέας : Αυτά λοιπόν για σήμερα κύριοι, η επόμενη συνεδρίαση σε 3 μήνες. Θα ακολουθήσει δεξίωση στο εξοχικό κέντρο τα 5 Φ. Ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας…


Καφετζής από την Πόλη : Τι ρεμπέτ ασκέρ αυτοί οι μισκίνηδες, για τον χουρδά είναι, για! Είπαν τα μπινελίκια τους, μάζεψαν τα τσαμασίρια τους αλλά με αφήσαν τόνγκα… Την άλλη φορά να πιούνε Κυφωνίδη, γαμώ το χαΐρι τους…

ασταδιάλα ρε! (από BuBis, 08/07/09)ασταδιάλα ρε! (από BuBis, 08/07/09)

Δες και μάνογουορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ξενυχτάει υπέρ του δέοντος. Βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης, αλλά παρ'όλα αυτά δεν πέφτει το πουλάκι μας να κοιμηθεί είτε επειδή του αρέσει να ξενυχτά είτε επειδή έχει εξεταστική. Ναι, είναι αλήθεια πως όταν έχει κάποιος εξεταστική, βρικολακιάζει διαβάζοντας.

Αν ο βρικόλακας είναι κοπέλα, έχει αυτούς τους, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σέξυ μαύρους κύκλους και από την αϋπνία αλλά και από τα έντονο μαύρο μολύβι που έχει ξεβάψει προς τα κάτω.

Αν πάλι είναι άντρας, τότε έχουμε κομματάκι προβληματέισον διότι παραπέμπει σε αγόρι που ξενύχτησε πάλι βλέποντας τσόντες ή που παίρνει την δόση του κρυφά. Δεν αποκλείεται να διάβαζε όλο το βράδυ βέβαια.

Η κατάσταση του βρικόλακα είναι λεπτή διότι αντιδρά με έξτρα ευαισθησία. Επίσης μπορεί να ξενυχτά βράδια ολόκληρα σπίτι του και όταν έρθει η ώρα να βγει με καμιά παρέα να ξενυχτήσει, κάνει την πάπια και κάθεται σπίτι του μιζεριάζοντας ή και ξενυχτώντας πάλι. Κατά το δεύτερο παράδειγμα συνήθως εισβάλλει κάποιος γονέας ή κάποια γιαγιούλα (ανάλογα με την σπιτικοδιάταξη) και παριστάνει η ίδια τον βρικόλακα. Είναι λίγο σπούκι, όσο να πεις, να μπαίνει ο άλλος να δει αν κοιμάσαι, ειδικά αν εσύ νομίζεις οτι βρικολακιάζεις ολομόναχος-ολομόναχη.

Tips για να βρικολακιάσεις: desperados (μπύρα είναι ρεε ξυπνήστε:) ), κάποιο κεράκι να νιώσεις σαν τους αρχαίους λιγάκι, ανοιχτά παράθυρα για να ακούς από πάνω αυτούς που το κάνουν ή από κάτω την υστερική που μαλώνει με τον άντρα της, σημειώσεις πεταμένες από 'δω κι από κει και είσαι έτοιμη-ος. Καλό βρικολάκιασμα λοιπόν!

- Θα 'ρθεις σήμερα στο κλαμπάκι; Άντε, όλο μέσα κάθεσαι!
- Μπα, δεν έχω κοιμηθεί καθόλου σήμερα...
- Κατάλαβα, ξενέρωτη, πάλι θα βρικολακιάσεις!

- Μαμά μην μου τα πρήζεις. Δε νυστάζω...
- Θα βρικολακιάσεις παιδί μου, ούτε πέντε ώρες δεν κοιμάσαι.

(από amelie, 28/06/09)(από BuBis, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έννοια: ο ψωληφόρος, δηλαδή απλά ο άντρας, σε περιστάσεις όπου και μόνο η παρουσία του είναι δυσάρεστη, π.χ. όταν μαζεύονται πάρα πολλοί (και γίνεται αρχιδόκαμπος) ενώ ελπίζαμε να έχει περισσότερες γκόμενες, ή όταν προκύπτει ότι συνοδεύει μια γκόμενα που την είχαμε για ασυνόδευτη. Λέξη που λέγεται κυρίως από σερνικά παιδιά.

(Το κατατάσσω στους χαρακτηρισμούς καταστάσεων και όχι προσώπων, γιατί το ίδιο πρόσωπο είναι ή δεν είναι ψωλέρ αναλόγως των συνθηκών.)

Παρατήρηση: δε θα υποστήριζα την προφορά -eur που προτείνει ο Χότζας. Η αυθεντική λέξη, στη γλώσσα του Μολιέρου, είναι psolaire, εκ του ύστερου λατινικού psolarius.

1.
- Μαλάκα, είσαι άτυχος! Τώρα που κατέβηκες για κατούρημα, βγήκε από το απέναντι μαγαζί η σερβιτόρα που γουστάρεις. Σχόλαγε, την είδαμε και με τα κανονικά της ρούχα πρώτη φορά.

- Και; Προς τα πού πήγε;

- Άσ' το! Προς το αυτοκίνητο του ψωλέρ της.

2.
- Λέμε να μαζευτούμε απόψε στου Χασάν με Μήτσο και Γιάννη, είσαι;

- Άσε ρε μαλάκα! Τι α πα α κάνουμε πέντε ψωλέρ σ' ένα σπίτι;

(από johnblack, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπυροκλάνι ονομάζεται η κατάσταση στην οποία περιέρχονται τα έμπυρα άτομα μετά από ακατάπαυστη και αλόγιστη κατανάλωση άφθονης μπύρας.

Άμεσες συνέπειες για το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι είναι: ακατάπαυστο ρέψιμο, συχνοουρία και η ακρόαση ασμάτων του Βασίlη Τερλέγκα (παραγγελιά, όρθια μένουν τα κλαριά, όπως θα παίρνω τις στροφές κ.α.)

Μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες είναι το κτίσιμο μπυροκοιλιακών.

Προηγουμένως τα έμπυρα άτομα έχουν φροντίσει να για την μπυρασφάλεια τους δηλαδή τη διαθεσιμότητα και επάρκεια μπύρας (σύμφωνα με τον χρήστη Gatzman) στο ψυγείο τους.

Το μπυροκλάνι ουδεμία σχέση έχει με το πυροκλάνι αν και είναι εξαιρετικά πιθανό το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι να προβεί και σε πυροκλάνι προς τέρψη των συνδαιτυμόνων του.

Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι μαζικοί αγώνες τον έμπυρων ατόμων για την κατοχύρωση του δικαιώματος της μπυρασφάλειας ζωής, της σύναψης δηλαδή συμφωνίας με τις μεγάλες μπυροβιομηχανίες για την ένταξη τους σε εκπωτικά προγράμματα και την συνεχή τροφοδοσία των ψυγείων τους από ειδικά συνεργεία ώστε να μπορούν να βρίσκονται μονίμως σε κατάσταση μπυροκλάνι.

Πάγιο αίτημα επίσης αποτελεί η δημιουργία γραμμής μπυροκλάνι-SOS ώστε να παρέχετε στα έμπυρα άτομα που δεν φρόντισαν για την επαρκή μπυρασφάλεια τους άμεσα ποσότητα μπύρας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες που είναι όλα τα περίπτερα κλειστά.

-Σάββα τα αρχίδια μου τράβα..

-Τι είπες ρε καθίκι;

-Ασ' τον μην τον παρεξηγείς, βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται συνήθως αργά το βράδυ, όταν σε πρήζει η γκόμενα.

Έχει διφορούμενο νόημα: ως κοι-μήσου υπονοεί και γα-μήσου (και αντιστρόφως).

- Είσαι ένας άχρηστος. Δεν σε αντέχω άλλο.
- Καλά, μήσου τώρα και τα λέμε αύριο.

(από allivegp, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουμουνιάζομαι λοιπόν, εκ του ΣΜΝ (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα) ή αλλιώς αφροδίσια κι όχι αφροδισιακά (γελάμε τώρα). Όταν κάποιος σουμουνιάζεται, δεν ξέρει από πού του έχει έρθει. Καλεί τον γιατρό πανικόβλητος και τις περισσότερες φορές αναθεματίζει και καταριέται την τύχη του που είπε κι αυτός ο καημένος μια φορά να γαμήσει...! Σουμουνιάζεται με την αφή, την επαφή ή την μαλακία κατόπιν επαφής. Το άτομο το οποίο προσβάλλεται ή είναι γκαντεμόσκυλο ή πάει νύχτα με την άλλη ή κεράτωσε την κοπέλα του κι η τύχη τον εκδικείται.

- Άσ' τα ρε μαλάκα...

- Τι, δεν πέρασες καλά;

- Ναι ρε μαλάκα, αλλά μια φορά είπα να γαμήσω και σουμουνιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μία κατάσταση έχει φιξαριστεί και όλα είναι έτοιμα. Κυρίως αναφερόμενοι σε γκομενοδουλειά ή βρομοδουλειά. Επίσης και για ένα νέτο αν είναι καλό είμαστε τζετ σετ.

-Βρήκαμε και σημειώσεις για το μάθημα, είμαστε jet set.

Δες και τζετ, τζετέ, τζετάουα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published