Further tags

Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.

-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...

Moon Unit Zappa στο "hit" Valley Girl (από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.

-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.

Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.

- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:

  1. κινητού τηλεφώνου (εκτός του μιλητού, με SMS/MMS)
  2. ηλεκτρονικού υπολογιστή (instant messengers/IRC/e-mail κτλ)

- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγια έκφραση που αποδίδει το θάρρος, τη γενναιότητα, την παλικαριά, την ανδρεία, τ' αρχίδια, τα κότσια.

Το έχει ο Νίκος Παλαιοκώστας και ο Χαλκ Χόγκαν.

- Προχώρα ρε παππού μη σου σπάσω το κεφάλι!

- Αγαπητέ μου κανίβαλε, στοιχηματίζω πως δεν έχετε το ορχικό σθένος να πραγματοποιήσετε την απειλή σας, αλλά ακόμα κι αν το είχατε...

- «ΚΑΠΑΟΥ!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαγικός τρόπος που οι άντρες αποκοιμιούνται πάραυτα μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης.

- Ένας από τους λόγους που τον χώρισε ήταν επειδή ανελλιπώς σεξυπνούσε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτερα γνωστό ως: «πνίγω το κουνέλι».

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη».
Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πάει το γράμμα».

Φράσεις με ίδια σημασία:

  • τη γυρνάει τη μπετονιέρα
  • τη μαδάει τη μαργαρίτα
  • τη ματσακονιάζει τη βάρκα
  • τη σουρώνει την ψαρόσουπα
  • τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
  • την ανοίγει την πίσω πόρτα
  • την καταπίνει την κοινωνία
  • την κουνάει την αχλαδιά
  • την κουνάει την καμπάνα
  • την κρατάει την τιάρα
  • την κυνηγάει την πέρδικα
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
  • την τινάζει την βερικοκιά
  • τις μαζέυει τις ελιές
  • το γρασάρει το ρουλεμάν
  • το γυαλίζει το φυνιστρίνι
  • το δαγκώνει το αντίδωρο
  • το ευλογάει το γένι
  • το ζυμώνει το μπιφτέκι
  • το καβουρδίζει το φυστίκι
  • το κανελώνει το ριζόγαλο
  • το καταπίνει το κουκούτσι
  • το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
  • το μαζεύει το λάστιχο
  • το μαζεύει το σαπούνι
  • το μαστιγώνει το δελφίνι
  • το μελώνει το παστέλι
  • το πάει το γράμμα
  • το πιπιλίζει το καλαμάκι
  • το ρουφάει το γλειφιτζούρι
  • το ρουφάει το κανελόνι
  • το σαλιώνει το πασαλάκι
  • το σηκώνει το ράσο
  • το σηκώνει το σακάκι
  • το στρώνει το σεντόνι
  • το σφίγγει το μπουλόνι
  • το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
  • το τρίβει το πιπέρι
  • το φυσάει το αχνιστό
  • το ψέλνει το ευαγγέλιο
  • το ψήνει το τσουρέκι
  • τον απλώνει τον τραχανά
  • τον βάζει το σύρτη
  • τον παίρνει
  • τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
  • τον στρίβει τον ντολμά
  • τον τσουρουφλίζει τον αστακό
  • τον φτύνει τον ταραμά
  • την καίω τη βάτα
  • την σιδερώνω τη γραβάτα

Σαφής ορισμός.

Βλ. και παίρνω τον πούλο και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισχώρηση του πέους στο λαρύγγι της γκόμενας (ή του γκόμενου για τις απανταχού λουγκρητίες). Συνώνυμο της βαθυλαρυγγωτής πίπας.

Σε αντίθεση με την πίπα, όταν λέω κάνω λαρυγγοσκόπηση εννοώ ότι έχω τον ενεργητικό ρόλο (δηλαδή μου τον ρουφάνε).

Άσε φίλε, η Στέλλα τρελό μωρό... Της έκανα και μια λαρυγγοσκόπηση προχτές, τα είδα όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει απαξίωση. Την χρησιμοποιούμε για κάτι το οποίο θεωρούμε ανόητο, τιποτένιο, ευτελές, ανυπόστατο, μαλακία, ψέμα, κτλ.

Από τη λέξη πίπα.
Μόνο στον πληθυντικό.

Συνώνυμα: πούτσες, πούτσες μπλε, μαλακίες, αρχίδια, κλπ.

Το ερώτημα είναι: θεωρούμε πράγματι την πίπα κάτι το ασήμαντο; Κι αν ναι, προς τι τότε τόση λύσσα για δαύτην; Αν όχι, γιατί παρομοιάζουμε κάτι το ασήμαντο με την πίπα; Είναι μήπως σύμφωνο με την λογική τού ότι η πίπα είναι μέρος (ταπεινό;) της ιεροτελεστίας του σεξ, και κατά ορισμένους δεν θεωρείται καν κέρατο, καθότι δεν αποτελεί ολοκληρωμένη πράξη;

Το ίδιο ερώτημα σε παραλλαγή, πρέπει να τεθεί και για τα συνώνυμα της λέξης...

...και άρχισε να μου λέει κάτι πίπες!... ότι εκεί που κολυμπούσε υπήρχαν και καρχαρίες αλλά αυτόν δεν τον πείραζαν, ίσα-ίσα μπορούσε και να τους χαϊδέψει άμα ήθελε, ότι η γκόμενά του είναι η δίδυμη αδελφή της Ναόμι, ότι εργάζεται για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών, όλο τέτοια.
-Έλα ρε, και φαινόταν σοβαρός άνθρωπος...
-Κααλά, πίπες....

εδώ οι καλές πίπεζ! (από BuBis, 11/11/09)do you like μαμαζέλ the pipa? (από BuBis, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified