Further tags

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Είναι από τις εκφράσεις που την λένε οι άντρες συνήθως μεταξύ τους και μάλιστα κάπως επιδεικτικά. Συνώνυμο: βγάζω γκόμενα.

(α) -Σου είπα να έρθεις μαζί μας χτες στο club αλλά δεν ήθελες! Εμείς χτυπήσαμε γκομενάκια και συ καθόσουν στο σπίτι! Καλά να πάθεις!

(β) -Έλα ρε το βράδυ, θα είναι καλά, θα χτυπήσουμε και γκομενάκια. -Άσε ρε Γιώργο, αφού όλο έτσι λέμε και ποτέ δεν γίνεται τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να γνωρίζεις, να την πέφτεις, να γίνεται κάτι με μια γυναίκα. Βλέπε: χτυπάω γκόμενα.

- Κοίτα να δεις ρε τι γίνεται στον κόσμο! Είχαμε βγει όλη η παρέα και τελικά ποιος έβγαλε γκόμενα; Ο ασχημομούρης ο Νίκος! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ.

- Ο Πέτρος πού είναι; Άργησε.
- Ε δεν τον ξέρεις; Θα σπρώχνει καμιά γκόμενα πάλι.

Nymphomaniac (από Khan, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Έχω να κάνω σεξ... δεν θυμάμαι απο πότε... Άρα πρέπει να μηδενίσω το κοντέρ, το μετρητή του αγάμητου /-ης που μετράει μέρες απραξίας γεμάτες νεύρα.

- Μηδένισες επιτέλους ρε ψηλέ; Δε σε άντεχα άλλο, τα έβλεπες όλα λίρα εκατό.

(από xalikoutis, 18/10/08)(από salina, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτούζα με τη συμμετοχή 3 ατόμων μόνο, εξού και η ρίζα τρι-. Το -ολέ πιθανώς από την πανηγυρική κραυγή «όλε!», εκφράζοντας τη χαρά του παρτουζάκια για τη συμμετοχή του σε αυτή. Αλάνικη έκφραση.

- Ρε Θόδωρα σε ζηλεύω! Τί 'ναι αυτά πάλι;! Έκανες τριολέ με Σόνια και Λαμπρινή; Ζαγοραίος!!
- Τι να κάνουμε αγορίνα μου! Δεν είμαστε όλοι σας Μπραντ Πιτ!

Βλέπε και φάση πολυφασική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληρώνω κάποιον για σεξ. Χρησιμοποιείται και υβριστικά ή κοροϊδευτικά.

Τι 'ταν ετούτ' η ξεβράκωτη που μας έφερε ψες ο γιος σου σπίτι μωρή; Απο πού την ψώνισε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη συγκέντρωση γυναικών σε κάποιο χώρο.

Άσε πήγα στην καφετέρια της Φιλοσοφικής το πρωί - σκέτη μουνοθύελλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλάω, μπαλαμουτιάζω.

- Ο Νίκος φάσωσε τη Βάσω στο πάρτι!!
- Πλάκα κάνεις...
- Όχι ρε, ο Νικολάκης... Μας τίμησε όλους... Νιώθω περήφανος...

και γαμάω. Βλ. και φάσωμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified