Further tags

(Ναυτικό): Αγγαρεία, συχνάκις κακοβούλως διανεμηθείσα για πήξιμο. Χρησιμοποιείται ενεργητικώς ως: χώνω/ρίχνω μπαλάκι και παθητικώς ως: τρώω μπαλάκι.

Παράγωγα: Μπαλακοχώστης, μπαλακοφάγος, τρελό μπαλάκι, τενίστας, Γουίμπλεντον (υπηρεσία όπου βρίθουν τα μπαλάκια) κτλ.

Συνώνυμα: Χώσιμο, χώστης, χοσέ κουέρβο, χοσάδας, πήξιμο, πηξ λα μουν (και δυο χορεύουν), τρέξιμο, τρέξιμο στα 100 γκίγκα-πήξελ, τσουνάμι (έφαγα), κ.τ.λ.

Να μην συγχέεται με το «μ' έχουν κάνει μπαλάκι» (του Δημοσίου), από το οποίο μάλλον προέρχεται το ανωτέρω λήμμα, διότι αναφέρεται σε διοικούμενο που τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα, λόγω (δήθεν) αναρμοδιότητος, παρά για σκόπιμο πήξιμο.

-Άσε, πήγα σα μαλάκας στη Β.Ε.Ν. (Βάση Ελικοπτέρων Ναυτικού) κι έχω φάει τρελλό μπαλάκι φίλος ! 3-1 με παίζει ...
-Εμ, αφού μου ονειρευόσουνα οτι θα' παιζες καθημερινή εξόδου, για να κάνεις τα μπανάκια σου στο Σχινιά. Στα' χα πεί εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς ο αξιωματικός κάνει έφοδο στο φυλάκιο (κοιτάτε κορίτσια τη τραβάμε και δεν ξυρίζεστε και κάθε μέρα) βλέπει τον φαντάρο να τον έχει πάρει (αμάν πια, τον ύπνο) και του σφυράει και το μαναράκι ξυπνά τρομαγμένο και η αξιοματηκάρα του ρίχνει 10 ήμερο στην ψειρού.

Καραβανέζικη σλανγκιά.

Θα σου σφυρίξω μια δεκαήμερο ρε μικρέ ψάρακα και θα με θυμάσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αισθάνεται ο πρώιμα ξεψαρωμένος νεοσύλλεκτος φαντάρος, κατά την γνώμη των λεουροειδών.

Νέος! Αισθάνεσαι παλιός αγόρι μου; Καλάαααα. Θα βρέξει το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σειρά κοκκινοσκουφιστικών οραμάτων των βιαστικών ή νεοσυλλέκτων φαντάρων. Αξίζει να δούμε μερικά:

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω φωνές = 100 και σήμερα (αναλόγως) είναι πολλές;

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω Πέγκυ Ζήνα = μήπως απολύομαι τον άλλο μήνα;

- Περπατώ στο δάσος και βλέπω φίδια. Απολύομαι; Αρχίδια...

- Περπατώ στο δάσος κι ακούω κρούτσου - κρούτσου = μήπως απολύομαι του Αγίου Πούτσου;

και το κορυφαίο (με εκτροπή απο το μέτρο): - Περπατώ στο δάσος κι ακούω Άννα Βίσση. Βλέπω το φίλο μου το Γιώργο και του λέω, ρε Γιωργάρα, μας έχουνε ΓΑΜΗΣΕΙ!

Περπατώ στο δάσος και πίνω Fanta, πουτάνα Λήμνο αντίο για πάντα! (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειρωνική/χιουμοριστική φράση συνώνυμη του «Όλα βαίνουν καλώς» ή «Όλα Καλά». Το χιουμοριστικό οφείλεται στο ομοιοκατάληκτον. Η ειρωνεία από την άλλη, έγκειται στο αυστηρά μιλιταριστικό/απολυταρχικό πνεύμα της φράσης και μάλιστα από δυο πηγές:

  1. Το Τευτονικόν της φράσης που φέρνει στο νου βηματισμό χήνας, άψογη προσσσσ’χή! και αναφορά του Obersturmfuhrer στον SS Λοχαγό Karl-Heinz Frachten von Zipper.

  2. Τη χρήση της λέξης Kommissar. Ως επίσημος τίτλος στην Ρωσία (комисса́р), μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο (πολιτικός) Κομισάριος ήταν υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος, ισόβαθμος του Διοικητή σε στρατιωτικούς σχηματισμούς με αντικείμενο τον έλεγχο του στρατού από το Κόμμα (ένα είναι το κόμμα!). Καμία διαταγή του Διοικητή δεν δινόταν αν δεν είχε προηγηθεί έλεγχος και έγκριση από τον Κομισάριο. Όπως είναι αντιληπτό, ο Κομισάριος ήταν ο φόβος και ο τρόμος παρέα με την KGB και το στρατιωτικό της αδελφάκι, την GRU.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η κανονική χρήση της γίνεται για να δηλώσει αναγνώριση του αδιαμφισβήτητου κύρους του παραλήπτη και τον (σχετικό) φόβο προς την εξουσία του, πλην όμως στην περίπτωση μας, «with a twist» που λένε και οι Αγγλοσαξώνοι.

Η χρήση της φράσης λοιπόν εντοπίζεται κυρίως στα εξής:

Κοινωνικά
Με ανάλογη διάθεση ως απάντηση σε αίτημα/ερώτηση φίλου:

Χιουμοριστικά
- Τι έγινε ρε φίλε, ξεμπέρδεψες με τις εξετάσεις;
- (με ευχαρίστηση): Alles klar Herr Kommissar!

Ειρωνικά
- Πήρες ρε μαλάκα κανά παγωτό; Λιώσαμε απ’ τη ζέστη.
- Alles klar Herr Kommissar. Με βανίλια Μαδαγασκάρης και στους -2 βαθμούς κελσίου για το αφεντικό…

Προς έτερον ήμισυ
- Μωρό μου, τάϊσες τον σκύλο; έβαλες πλυντήριο; πλήρωσες τη ΔΕΗ; κανόνισες το φροντιστήριο του μικρού;
- Alles klar Herr Kommissar. Όλες οι δουλειές καπούτ.

Επαγγελματικά
Αν γνωρίζονται καλά και υπάρχει καλή/φιλική σχέση, ο υφιστάμενος το χρησιμοποιεί ως απάντηση σε περιπτώσεις όπου ερωτάται από προϊστάμενο για την εξέλιξη κάποιας ενέργειας ή έργου:
- Γιώργο τι έγινε με την παραγγελία του Μητσάρα;
- Alles klar Herr Kommissar. Ολοκληρώθηκε και έφυγε σήμερα το πρωί.

Αν οι σχέσεις δεν είναι καλές, η φράση χρησιμοποιείται στο κρυφό ως μπινελίκι:
- Δημητρίου ακόμα να τελειώσεις τις διορθώσεις;
- Είναι 1500 σελίδες κ. Διευθυντά και μου το δώσατε πριν 30 λεπτά…
- Δεν έχει σημασία παιδί μου. Ως στέλεχος πρέπει να είσαι αποδοτικός και ταχύς.
- (sotto vocce): Alles klar Herr Kommissar, κλαπαρχίδι. Εγώ φταίω που σταμάτησα την Γραψαρχιδίνη
- Τι είπες παιδί μου;
- Τίποτα, τίποτα…

Προς την Εξουσία
Συνήθως στο χαμηλόφωνο, εκτός αν θέλεις να προκαλέσεις την μήνιν του βλαχαδερού με την εξουσία. Στην περίπτωση των στρουμφακίων είναι βέβαια οξύμωρο καθώς η φράση στην Γερμανική είναι σχεδόν κυριολεκτική («Μάλιστα ή όλα καλά κύριε Αστυνόμε») και δηλώνει ευγένεια και συμμόρφωση προς τας εντολάς:
- Άδεια, δίπλουμα, ασφάλεια (στου χαντάκ)…
- Alles klar Herr Kommissar…
- Ποιόν είπις Κλαρ ρε χουλιγκάνε; Ακολούθα με στου τμήμα για να μαθ’ς να βρίζεις…

Για την ίδια χρήση υπάρχει και το: Γιαβόλ μαιν Κομαντάντ στο Δημόσιο Πρόχειρο (σλανγκασίστ)

Έμμεση σλανγκασίστ: ironick (βλ. σχόλια εδώ).

Εξ’ ολοκλήρου χρήση της φράσης στο χιτ του 1982 “Der Kommissar” (το μήδιον είναι θαύμα αισθητικής 80s) του μακαρίτη Falco.

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή. Δεν κυριολεκτεί. Δεν έχει σταθερή σημασία. Ανάλογα με την κατάσταση και τα συμφραζόμενα μπορεί να δηλώνει επιθετικότητα ή αγανάκτηση ή στέρηση ή κορεσμό ψυχής ή νοσταλγία. Ή, ό,τι άλλο θέλεις να βγάλεις από μέσα σου - ειδικά αν είσαι φαντάρος ή μετανάστης ή, γενικώς, κοντεύεις να πλαντάξεις.

Η αρχική χρήση της φράσης ήταν στο στρατό. Με την μορφή Αχ Μαρία, τα μπούτια σου την ξεκινούσε ο βαθμοφόρος, δίκην παραγγέλματος, και ακολουθούσαν οι φαντάροι για να κρατούν ρυθμό στο βήμα: ταν τατάτα τατά τα ταν ...

Την φράση, με αυτή τη μορφή, κατέγραψε ο Νικόλας Άσιμος στο τραγούδι «Καλέ Στρατιώτη», στο στέκι που είχε μετά τη Μεταπολίτευση του '74 στον Λευκό Πύργο στη Σαλονίκη (βλ. Παρ.1 και μήδι 1).

Πιο γνωστή είναι η φράση στην μορφή τα μπούτια σου Μαρία, όπως την είπε ο Τζίμης Πανούσης στο τραγούδι «Κάγκελα Παντού» στα μέσα της δεκαετίας του '80 (βλ. Παρ.2 και μήδι 2).

Γιατί Μαρία; Και γιατί τα μπούτια της;

Μαρία, εικάζω, γιατί είναι μάλλον το πιο συνηθισμένο γυναικείο όνομα στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να είναι εξ ίσου εύκολα - και είναι - το κορίτσι της διπλανής πόρτας με το οποίο ο Έλληνας αρσενικός ονειρεύεται ν' ανοίξει σπίτι αλλά και η καραπουτανάρα που γουστάρει να την ξεσκίσει μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Ιδανικά, βέβαια, η γυναίκα που κάνει και τα δύο - κάτι που ούτε η Αφροξυλάνθη (με την παραδοσιακή έννοια), ούτε η Λίλιαν μπορούν να συνδυάσουν. Το δε οικείο του ονόματος Μαρία κάνει και το όλο πράγμα πιο προσιτό.

Σε ό,τι αφορά τα μπούτια, σημειώνω απλώς ότι στα Ελληνικά η λέξη αυτή έχει πολύ εντονότερη σεξουαλική φόρτιση απ' ό,τι έχουν εξίσου κοινές λέξεις για τους μηρούς σε άλλες γλώσσες - π.χ. thighs στα αγγλικά, cuisses στα γαλλικά - βλ. και μπουτάρες, άνοιξε τα μπούτια της, ανοιχτομπούτω, πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα, στα μπούτια τα γιαούρτια.

  1. Τι λεν ουρέ στους φαντάρους για να ισθάνουντι αφεντικά κάπ' αλλού;
    Το ρυθμό, το ρυθμό, τον θυμάστι το ρυθμό ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... Αχ Μαρία, τα μπούτια σου ... (Νικόλας Άσιμος, Καλέ Στρατιώτη)

  2. Τα μπούτια σου Μαρία / σκοπιά Κ.Ψ.Μ. αγγαρεία
    Δεκαπέντε χιλιάδες και μία / στραβάδια απολύομαι
    τριαντά τρία χρονάκια θητεία / στραβάδια απολύομαι
    (Τζίμης Πανούσης, Κάγκελα Παντού)

Περίπου στο 1\'30" (από poniroskylo, 21/06/09)Επίσης στο 1\'30" (από poniroskylo, 21/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του φανταρικού μικρόκοσμου παλαιότερων εποχών, όταν η θητεία ήταν μεγαλύτερη του ενός έτους. Σήμαινε πως περνάω εκείνο το χρονικό σημείο κατά το οποίο μου απομένει λιγότερο από ένας χρόνος θητείας, ούτως ώστε η κάθε μέρα που περνά να βιώνεται ως η τελευταία φορά που θα ζήσω την ίδια ημερομηνία όντας φαντάρος. Για παράδειγμα, σε μια δεκαοκτάμηνη θητεία, μετά τους έξι πρώτους μήνες άρχιζες να σκέφτεσαι: είναι η τελευταία φορά που θα ζήσω την ενάτη Αυγούστου, την εικοστή Μαρτίου, την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα κ.ο.κ. μέσα.

Είναι κάπως ενδιαφέρον το ότι ο στρατιώτης προσπαθεί με χίλια ζόρια να «σμπρώξει» τον χρόνο ή να τον περάσει χωρίς να νιώσει (πρβλ. την έκφραση «κοιμήσου: υπηρετείς λιγότερο»). Κάθε μέρα που περνά είναι ένα βάρος που φεύγει από πάνω του, το δε σβήσιμό της στο ημερολόγιο είναι μια μικρή γιορτή. Η αναλυόμενη έκφραση επομένως λέγεται πανηγυρικά. Όταν όμως βγει έξω, στον χρωματιστό κόσμο, η έκφραση μπορεί να πάρει έναν σπαρακτικό χαρακτήρα, διότι ο χρόνος ενίοτε γλιστρά και φεύγει εκεί που δεν το θέλουμε, σαν το νερό στα χέρια ενός παιδιού.

Η έκφραση σήμερα έχει μια μικρή αξία για τους δόκιμους, οι οποίοι υπηρετούν πέντε μήνες παραπάνω από τους στρατιώτες, ήτοι δεκαεπτά συνολικά (και οσονούπω 9+5=14 μήνες συνολικά).

Μεταφορικά, λέγεται καμιά φορά όταν αρχίζουμε να βλέπουμε φως στο τούνελ της κατάστασης που βιώνουμε. Ξέρουμε δηλαδή πως το τέλος δεν αργεί και απλά κάνουμε υπομονή ή, αν πρόκειται για κάτι ευχάριστο, φροντίζουμε να το απολαύσουμε όσο διαρκεί.

  1. – Πόση είναι η θητεία τώρα λεβέντη;
    – Δώδεκα μήνες θείο, γιατί;
    Τελέρε... Εμείς για να πούμε το «μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει», κάναμε σχεδόν ένα χρόνο μέσα.
    – Να μαντέψω ότι έχεις φάει και φυλακή για αγυάλιστη ασπίδα;
    Φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό...

  2. – Τώρα που σε στέλνουν στο νέο πόστο τι θα κάνεις;
    – Τίποτα. Είμαι στο μιλητό με δύο εταιρείες, η μία μάλιστα με παρακαλάει. Και με λιγότερα λεφτά εγώ θα φύγω, στό 'χω πει.
    – Επομένως δεν αγχώνεσαι ε;
    – Όχι ρε, για μαλάκες ψάχνουν; Με κούρασαν πια. Αλλά όπου νά 'ναι λήξις. Μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει, φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαβλική ορολογία για το «τέλος», «τελειώσαμε». Σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά μας για οριστική παύση των ενεργειών ή συζητήσεων, χωρίς πολλές κουβέντες ή αντιρρήσεις.

  1. - Σου είπα χωρίζουμε! Λήξις!

  2. - Αυτός μου άρεσε και αυτόν θα πάρω. Λήξις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω χαριστικά, γαμάω για την ψυχή της μανούλας μου, κάνω σεξουαλική εξυπηρέτηση, κάνω ψυχικό γαμήσι.

Υπέρ πατρίδος γαμάμε κατά κανόνα τα προσφιλή μας μπάζα, για τα οποία τόσα και τόσα συνώνυμα θα βρείτε στην λατρεμένη μας ιστιοσελίδα.

Η λογική του ψυχικού γαμησιού είναι ίδια με εκείνη της θητείας: κανείς δε θέλει να πάει, αλλά τελικά (σχεδόν) όλοι πάνε σαν τα αρνιά, και λεν κι ένα τραγούδι (για την ακρίβεια πολλά τραγούδια). Κι η δικαιολογία στο τσεπάκι: «ε, να ρε φίλε, τι να κάνω, για την πατρίδα πήγα, που έχουμε τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι μας και απειλεί» και άλλες παρόμοιες στρατοκαυλικές κουράδες. Διότι αποτελεί κοινό μυστικό πως ο μέσος Έλληνας είναι στρατόκαυλος, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, άλλος κατά βάθος κι άλλος κατά πλάτος. Δε πα να βρίζει κάθε μέρα πατόκορφα το κωλοκράτος, τους κωλόμπατσους, τους κωλόδρομους, την εφορία, τα διόδια, τους πολιτικούς, το γαμοσύστημα, την Κωλλάδα την ίδια (όπως λέει ο Χατζηστεφάνου); Και τι να λεει; Μια φορά στρατό θα πάει, δεν παίζει. Γιατί χωρίς στρατό δε γίνεσαι άντρας, καρατσεκαρισμένο. Και την κοινωνική κατακραυγή και την ταμπέλα του γιωτόπουλου που την πας; (Στην Κύπρο - όπου βέβαια τα θέματα διαφέρουν κάπως - υπάρχει το έθιμο να πετούν αυγά στο σπίτι όποιου πούλησε τρελίτσα για να μην πάει στρατό). Καλοί κι οι μετροσέξουλες, αλλά στον ευλογημένο τόπο μας η μπρουταλιτέ εκτιμάται ακόμη ιδιαιτέρως (γι' αυτό κι όλες οι γκόμενες γαμιούνται με αλβανά).

Όπως λοιπόν ο κλασικός Έλληνας είναι στρατοκαύλης, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι και σαβουρογαμιάς. Με τον ίδιο τρόπο που δέχεται να χαρίσει 12 μηνάκια απ' τη ζωή του (κι ίσως και την ίδια του τη ζωή) στη Μαμά Πατρίδα, έτσι κάνει εκπτώσεις και στην καθαρά προσωπική του ζωή, αποδεχόμενος το γεγονός πως το ωραίο το μουνί είναι άπιαστο πουλί, και χώνοντάς τον σ' όποια τρύπα λάχει: «μια φορά μας γέννησε η μάνα μας, δεύτερη δε μας ξαναγεννάει».

Είναι γεγονός πως όλοι σχεδόν, έχουμε κάποτες ρίξει κάποια τεμάχια σε φώκιες, υπέρ πατρίδος. Είναι φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά μας, και μπορούμε να δικαιολογηθούμε εκστομίζοντας την εν λόγω φράση. Όταν όμως η σαβουρογαμίαση γίνεται συστηματάκι, τότε τα περί πατρίδος, ψυχικών και εξυπηρετήσεων, είναι πολύ απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.

Και πρέπει εμείς να 'χουμε πρόβλημα με αυτό; No way. «Το άσχημο είναι ωραίο» λεει κάπου ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της Ασχήμιας, ενώ «η ομορφιά είναι μια κόλαση». Πολλοί ανάμεσά μας φτιάχνονται πιο πολύ με τις άσχημες, ισχυριζόμενοι πως αυτές κάνουν το καλύτερο γαμήσι (κι ίσως δεν έχουν άδικο). Το θέμα έγκειται στην υποκρισία τους. Σ' αρέσουν οι φέτες Δωδώνης παλικάρι; Με γεια σου με χαρά σου, μόνο μη μας το παίζεις ότι δε σ' άρεσε κιόλας και το 'κανες χαριστικά. Μη μας το παίζεις και θύμα, για όνομα.

- Πως τη βλέπεις τη Ρένα; Της τον ακούμπαγες άμα λάχει; Εμένα πάντως μου κωλοτρίβεται τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω.

- Εμένα με ξέρεις φίλε, δεν αφήνω ευκαιρίες χαμένες, μια φορά μας έκανε η μανούλα μας. Για σένα δεν ξέρω, που μας το παίζεις ντίβα, εκλεκτικός κι έτσι.

- Έχει ωραίο κορμάκι, δε λεω, αλλά αυτή η μύτη της βρε παιδάκι μου, ότι πρέπει για να καρφώνει μπιφτέκια και να σκοτώνει κατσαρίδες στις γωνίες. Ίσως της ρίξω ένα υπέρ πατρίδος στο φινάλε..

- Να σου πω πασά μου, εσύ τη μύτη θα γαμάς ή τον πάτο; Ξεκόλλα με τη μαλακία που σε δέρνει, ρίχτο λίγο έξω. Αλλά έτσι είναι, ο μαλάκας ο Θεός πάει και δίνει την εμφάνιση και τα φράγκα σ' όποιον δεν τα εκτιμά, στα φλώρια και τους μη μου άπτου. Κι εμάς που είμαστε μάχιμοι και δε κωλώνουμε πουθενά, μας έχει στην απόξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified