Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.
- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι μας ξενερώνει.
- Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...
- Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.
-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.
-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.
Βλ. και επικίλα.
Got a better definition? Add it!
Κάτι το οποίο έχει καταντήσει τόσο συνηθισμένο, που έχει ή κοντεύει να εξευτελιστεί, το κλισέ. Συνήθως στο ρηματικό τύπο γίνομαι σούπα.
(από διαδικτυακό φόρουμ)
Υπάρχουν τουλάχιστον άλλα 2 thread με το ίδιο ακριβώς κείμενο (που έχει γίνει σούπα πλέον).
(Περί «Κωνσταντίνου και Ελένης» ο λόγος:)
Αίσχος δε την αντέχω άλλο αυτή τη σειρά έχει γίνει σούπα 2-3 χρόνια παίζει ασταμάτητα 40-50 επεισόδια. (από διαδικτυακό φόρουμ)
(από διαδικτυακό φόρουμ)
[...] δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξενέρωμα την στιγμή που παίζεις και έχεις μπει στο παιχνίδι (βράδυ με μουσική υπόκρουση στο τέρμα με τα ακουστικά εννοώ) να βλέπεις την Lara να χάνει το ένα της πόδι μέσα στον τοίχο ή όταν πατάς το num 0, να βλέπεις στιγμιαία μέσα στο κεφάλι της, και όλα αυτά εν έτει 2003 όπου το 3d έχει γίνει σούπα...
(από διαδικτυακό φόρουμ, για τη Μερσεντές Ε200)
Το συγκεκριμένο αμάξι κατά την γνώμη μου, εκτός απ' το ότι έχει γίνει σούπα, έχει και μια απίστευτη έλλειψη χαρακτήρα. Εξωτερικά είναι ένα ωραίο(;) σύνολο που δεν έχει τίποτα ξεχωριστό, τίποτα που θα σε κάνει να σταθείς να το χαζέψεις λίγο.
Got a better definition? Add it!
Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Got a better definition? Add it!
Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.
Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;
Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!
Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!
δεν χρειάζεται.....
Got a better definition? Add it!
Aυτός που προκαλεί άραγμα.
Πω, πω σε αυτόν τον αραγματικό καναπέ θα μπορούσε να αράζει άνετα ένας αραγματίας σκύλος!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.
Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.
- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.
Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).
Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).
Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.
Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified