Further tags

  1. Κατάσταση έντονου ψυχικού τραλαλά που προκαλείται από απρόβλεπτες, συνήθως δυσμενείς, συγκυρίες. Εκ του αρχαίου ταράσσω.

  2. Παραδοσιακό πανωφόρι, εξάρτημα της στολής του φουστανελά.

  1. Οι Βρετανοί ως λαός μπορεί να παθαίνουν ταράκουλο στην σκέψη ότι το εθνικό τους φαγητό θα γίνει το ντονέρ αν μπει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή ένωση. (από blog)

  2. Ο γιος του Αντώνη, του επιπλοποιού, ξυπνά μέσα στα άγρια χαράματα για να φορέσει τη φουστανέλα και ύστερα το «ταράκουλο», ύφασμα με το οποίο τυλίγει το στήθος του. Όταν απλώνουν το ταράκουλο, παρατηρώ με έκπληξη ότι το μήκος του είναι περίπου τέσσερα μέτρα. (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το ταράκουλο καμμιά φορά είναι ευχάριστο (από Vrastaman, 19/09/08)ΚΑι φοράει ταράκουλο, και παθαίνει ταράκουλο με την φλάτσα της γκιόσσας! (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ σωστό, πολύ καλής ποιότητας, λα κρεμ ντε λα κρεμ. Επίσης, ωραία κατάσταση.

- Πώς το βλέπεις το γκομενάκι;
- Αφρός... σού 'κατσε δικέ μου, για ξεχειμώνιασμα ό,τι πρέπει...

(από nick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει πέσει τρελό χώσιμο στην δουλειά / σχολείο / ζωή μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Εν ολίγοις, μας πήδησαν στην εργασία!

- Κλείνουμε αποτελέσματα τριμήνου και έχει πέσει πολύ γαμήσι στο γραφείο...

Θέλω να πάω στην Ίφκινθο! (από Vrastaman, 11/09/08)

βλ. και σχετικό λήμμα έχει πιξελιάσει το μουνί μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση εξαιρετικά κακής διάθεσης λόγω βαρεμάρας, ή κακής παρέας.

Άσε ρε φίλε, βγήκα με ένα ταγάρι και με πήγε σε φεστιβάλ Αγγελόπουλου. Η κάμερα εστίαζε για δύο ώρες σε ένα βράχο... εκείνη την είχε καταβρεί, και εγώ βαρούσα ενέσεις!

Πιάσε την σύριγγα τσιμπητέ! (από Vrastaman, 11/09/08)σε τέτοια κατάσταση ήταν το παιδί... (από jesus, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.

Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.

Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!

Σόκ και δέος (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική έκφραση για κάθε βλακεία, παπαριά, ή μαλακία που εμφανίζεται μπροστά μας, καθιστώντας τον βίο μας πιο αβίωτο. Χρησιμοποιείται τόσο για αντικείμενα / μαραφέτια όσο και για ιδέες / καταστάσεις και ανθρώπους.

Γλωσσολογικά συγγενεύει με τις λέξεις πούτσα και τσουτσούνα.

«Εεεεε αφού τα ολυμπιακά έργα ολοκληρώθηκαν εντυπωσιακά, τρομοκρατικό χτύπημα δεν φαίνεται να συμβαίνει και ούτε θα συμβεί, τώρα οι καραγκιόζηδες ασχολούνται με τον Κεντέρη. Έχουνε καταντήσει γελοίοι. Ολόκληρος Ζακ Ρογκ και ασχολείται με τσούτσες. Ουφφ.» (Από forum, 2004)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δουλειά που γίνεται διεκπεραιωτικά, στα γρήγορα, πρόχειρα, εκμεταλλευτικά και χωρίς ενοχές για όλα αυτά...

Πολύ ξεπέτα το report φίλε, φαίνεται, ξεπέτα έχει κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified