Further tags

Το καρναβάλι είναι η εορταστική περίοδος της αποκριάς (λατινικά carnem levare= εξαφανίζω το κρέας) που παραπέμπει σε κατάσταση διασκέδασης χωρίς τελειωμό.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται, για να περιγράψει άνθρωπο γελοίο, που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτά που λέει, τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή ακόμη και τον τρόπο που ντύνεται.

Επίσης περιγράφει και καταστάσεις που είναι για γέλια λέγοντας ότι είναι για τα καρναβάλια.

Την είδες πώς ήρθε η Βούλα για καφέ; Σκέτο καρναβάλι! Αμ εκείνος ο κότσος πάνω στο κεφάλι της τι σου έλεγε! Πρέπει να τραβήξει την προσοχή και στο τέλος καταντάει για τα καρναβάλια!

Ωραία μωρέ τα καρναβάλια... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστή και κλασσική έκφραση, που μας λέει το αυτονόητο:

O καθένας μας μπορεί να αναλάβει έναν μόνο συγκεκριμένο ρόλο, όχι πολλαπλούς. Ο παπάς δεν μπορεί να είναι γεωργός, ούτε ο γεωργός να γίνει παπάς.

  1. Απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Βήμα:

«Αξιότιμοι κύριοι καθηγητές, ο σοφός λαός μας λέει ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. Τιμούμε την εκπαιδευτική σας προσφορά, αποδοκιμάζουμε τις επιχειρηματικές σας βλέψεις. Η δουλειά σας δεν είναι να εκπονείτε μελέτες. Αρκετά πια!».

  1. Απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας Ελευθεροτυπία:

Τη λαϊκή ρήση «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» επιστρατεύει ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος για να στείλει το μήνυμα ότι όποιος ασχολείται με τα ΜΜΕ, να ξεχάσει παράθυρα και πόρτες σε κρατικές προμήθειες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο μεγαλωμένος με φροντίδα και περιποιήσεις.

Ετυμολογία: Από το αρχαίο «καναχή», που σημαίνει «ήχος μετάλλων και μουσικών οργάνων», που προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kan, σημαίνουσα «ηχώ, τραγουδώ», όθεν το λατινικό «cano», «canticum» (τραγουδώ, τραγούδι), το γαλλικό «chanter» (τραγουδώ), το αγγλικό «hen» (κότα που κακαρίζει), το γερμανικό «Hahn» (καμία σχέση με τον Khan whatsoever). Οπότε ο «κανακάρης» είναι ετυμολογικώς ο μεγαλωμένος με τραγούδια, αν και άμεσα προέρχεται από το ομόρριζο «κανάκι», που σημαίνει «χάδι, καλόπιασμα».

Ο κανακάρης είναι χαρακτηριστικός τύπος Έλλεεινα, που μένει στο σπίτι των γονιών ως τα τριάντα, μόνο για να αλλάξει μετά το χρυσό κλουβί των γονιών του με το οδοντωτό κλουβί κάποιας Ελλεεινίδας. Αν η γυναίκα του δεν πετυχαίνει το παστίτσιο, θα περνάει κι απ' το πατρικό του για να φάει ένα φαΐ της προκοπής.

Έναν κανακάρη τον είχαν και του έκαναν όλα τα χατίρια. Αλλά από όταν τους τον τύλιξε η Λίλιαν, δεν μπορούν να συνέλθουν απ' το σοκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «e-bay», ο γκέι που «δημοπρατείται» από το Διαδίκτυο.

Μας πέτυχε ένας e-gay στο ιντερνέτι και την έπεφτε σ' όλους μας, ποιος θα πρωτοτσιμπήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω φραπέ.

-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. γουστάρω τρελά
  2. κουράζομαι όσο δεν πάει
  3. πεινάω πολύ
  1. - Γουστάρεις μπαρότσαρκα απόψε;
    - Αφού με ξέρεις, ψοφάω για τέτοια!

  2. - Με ψόφησε το Λίλιαν χθες...
    - Ουάου!
    - Τι ουάου ρε μαλάκα, όλη μέρα βίδωνα κουρτινόξυλα στο καινούργιο της διαμέρισμα...

  3. - Ρε συ Μαρίκα, πάλι έρχομαι από τη δουλειά ψόφιος στην πείνα και μου λες ότι θα φάμε σαλατούλα ή γιαουρτάκι γιατί πρέπει να κόψουμε το βραδινό; Έλεος!

The Beatles - Why don\'t we do it in the road (από allivegp, 11/12/11)braiiiiiinssssssssss!!!!!! (από jesus, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που η κούτρα του είναι σαν τρούλος, ο φαλακρός.
Η φράση «του Κουτρούλη ο γάμος» (από την ομώνυμη κωμωδία του Α. Ρ. Ραγκαβή, 1845) σημαίνει αναστάτωση, φασαρία, σαματάς.

Έγινε χτες στο μπαρ του Κουτρούλη ο γάμος! Ήθελαν να μπουν μέσα με το ζόρι κάτι μπακουραίοι και τους την έπεσε ο φουσκωτός και έγινε μπάχαλο η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που δηλώνει την ποιότητα και την πυκνότητα ενός σώματος, αντικειμένου ή υλικού.

  1. Το γραφείο είναι από μασίφ ξύλο.

  2. Οι βέργες είναι μασίφ, δεν είναι κούφιες.

  3. Ρε μαλάκα! Τι γκόμενα είναι αυτή; Πολύ μασίφ πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified