Επίθετο που χρησιμοποιείται σε όλα τα γένη, για να προσδώσει στο άτομο, αντικείμενο, ενέργεια ή κατάσταση, το άρωμα που αποπνέει το θέμα της λέξης πουταν-.
Ο  Hank το εισήγαγε ως ουσιαστικό, για "τον πούτανο που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...", δηλ. Πουτανικός, όπως Τιτανικός.  
Ήδη στο σάη εμφανίζεται σε σχόλια όπως,
πουτανική κριτική |γκομενοφάση
ενδο-πουτανική αλληλεγγύη |τρελό γαμήσι
«Κάλλιον λιμπιν-τιάρα πουτανική παρά fuckιόλιον οθωμανικόν» |φακιόλα
- 
  - αντε ντε...όλοι οι πουριτανοί εδω μαζεύτηκαν.. :Ρ
 - οι πουτανικοι ενοεις... (εδώ)
- 
  - Η κόρη μας τελείωσε φέτος την ανωτάτη πουτανική.
 - Και που βρίσκεται τώρα το καλό μου;
 - Κάνει την πρωκτική της.
- ρε σημερα στην παραλια ολοι ειχαν τυφλωθει απο το πουτανικο γυαλισμα μου. (εδώ)
- 
  -Γιατί ξηγιέσαι έτσι ρε?
 -Δε μπορώ να σου πω, ειναι πουτανικό μυστικό. (εδώ)  
αλλά και πουτάνικο
- Πουτάνικο κουνούπι, στο λαιμό να σου κάτσει! (εδώ)






