Λαϊκό γνωμικό που δηλώνει φθόνο για κάτι που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να αποκτήσουμε, οπότε η ευχή έχει τελείως ουτοπικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται σε περίπτωση, όπου μια σύγκριση με κάτι ανώτερο από εμάς και το σχετικό ευχολόγιο έχει απολύτως θεωρητική υφή τύπου νά 'χαμε να λέγαμε και κούτες να φουμέρναμε και κανένα πρακτικό αντίκρισμα, καθώς η «φύση» των πραγμάτωνε δεν αλλάζει.

Αποκομμένη από το παραδοσιακό αυτό πλαίσιο, η φράση μπορεί να ειπωθεί και εντελώς κυριολεκτικά στην θέα ενός ωραίου ασπρουδερού κώλου.

Πάσα (Δ.Π.): Χαλικούτης.

  1. Άσπρο κώλο που χει η νύφη, να χαμε και εμείς οι γύφτοι...
    Είναι πολύ εύκολο να σνομπάρω τον ανηψιό του sv2 και να πω 1 μύριο άκυρα πράγματα για να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι σε καλύτερη θέση από αυτόν (ότι η ζωή είναι μίζερη εκεί, ότι στην Ελλάδα και μόνο που πίνεις νερό της ΕΥΔΑΠ είσαι ευτυχισμένος, ότι εκεί έχει αγελάδες και όχι κατσίκια, ότι κάνει κρύο, ότι βρωμάνε τυρίλα οι άνθρωποι κλπ) αλλά φυσικά κάτι τέτοιο είναι το λιγότερο γραφικό. (Εδώ).

  2. Άσπρο κώλο που'χει η νύφη να'χαμε κι εμείς οι γύφτοι!
    Εγώ πάντως γουστάρω Τομ, της ευθείας ή της χαρωπής οδού παραμένει ωραίος άντρας! Κι έχει και μια προστυχιά που με αρέσει στον άνθρωπο και κυρίως στον άντρα. Και ομολογώ επίσης ότι άλλη αδυναμία μου είναι ο Marc Jacobs - είμαι σοβαρά γιατρέ μου, ετεροφυλοφιλικιά γυναίκα; (Με κυριολεκτική σημασία εδώ).

  3. Μετά το τέλος της παρουσίασης του νέου τάλιρου, ο Μάριο Ντράγκι έδωσε την σκυτάλη στον Ντέιβιντ Μπέκαμ ο οποίος παρουσίασε τη νέα κολεξιόν εσωρούχων με τίτλο «Άσπρο κώλο σαν τη νύφη να 'χαμε κι εμείς οι γύφτοι». (Εδώ).

(από σφυρίζων, 23/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται γλαφυρά και νοσταλγικά στο ένδοξο παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Παρόμοια γνωστή έκφραση από τον εθνικό μας ποιητή :«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Αναφέρεται επίσης και για να χαρακτηρίσει πράξεις μειωμένου γοήτρου ή κύρους συγκρινόμενες με προηγούμενες καταστάσεις.

- Τον είδες τον καινούργιο προϊστάμενο;
- Άσε τον είδα, εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνάδει με όσα επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ. Προφ επειδή οι γύφτοι δεν δίνουν δυάρα για λεπτές συμπεριφορές όπως η καθαριότητα, οι καλοί τρόποι, η τάξη, κλπ. Όλος ο χρόνος κλασική γυφτιά, πχ, είναι οι ανασκαφές με το τσαπόνυχο μπροστά σε κόσμο.

Γυφτιά όμως μπορεί να είναι και μια κακόγουστη ή υπερχλιδάτη παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ως γνωστόν οι γύφτοι που κάναν καλά λεφτά δουλεύοντας σκληρά ή απλά κλέβοντας (πράμα για το οποίο είναι περήφανοι -και μάλιστα στη Ρουμανία, αν θυμάμαι καλά από ντοκ. του BBC, υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, μέσα στη μέση μιας συνοικίας δισεκατομμυριούχων ρομ που έχτισαν κιτσοπάλατα εκεί όπου ήταν οι τρώγλες τους), οι αθίγγανοι λοιπόν που έκαναν καλά λεφτά, έχουν εμμονή στην επίδειξη πλούτου, χωρίς όμως να έχουν αυτό που λέμε «γούστο» (αν και έχει γούστο πάντως και αυτό, κατ' εμέ).

Συν.: σαβούρα-βίβρ, αρχοντοβλαχιά.
Αντ.: ζαμπουνιά.

Ωσεκτουτού υπάρχει και ο χαρακτηρισμός γύφτος.

  1. (Πρωινό σε μπουφέ ξενοδοχείου. Ανοίγει το βαζάκι με την μαρμελάδα, το βάζει σαν ποτήρι στο στόμα, πίνει την μαρμελάδα)
    - Ρε μαλάκα, κόφ' τις γυφτιές επιτέλους, σε βλέπει όλος ο κόσμος!

  2. βλ. εδώ και εδω και εδω και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.

  1. Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).

  2. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).

  3. -Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).

  4. Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).

  5. Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified