Further tags

Η προκλητικά ντυμένη.

Πού πας μωρή ξεκούδουνη με τα βυζιά απ' έξω;

(από nick, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα Μικυμάου για το δάκρυ, κλάψιμο. Συνώνυμο: κλαψ.
Μεγεθυντικό: λυγμ.
Πρβλ. σλουρπ!, μούμπλε μούμπλε, γκλουπ, σμπαρακουάκ.

Σλανγκικώς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το σνιφάρισμα κοκαΐνης και τις μυτιές.

Πέρι: Ο Πιερ έφυγε για το Αμπιτζάν και με άφησε μόνο! Σνιφ! Κλαψ! Λυγμ!

(από Cunning Linguist, 17/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα των Μικυμάου για το κλάμα. Η χρονική σειρά είναι:

1) κλαψ (κλάμα).

2) λυγμ (αναφιλητά).

3) μπουχού- μπουχουχού (αναμένει τον καβουροσλανγκόσαυρό του).

4) σνιφ (ρούφηγμα από δάκρυα και μύξες).

Πρβλ. την καλοβυρνιά: κλαψ σάντουιτς.

Μίνι Μάους: Ο Μίκυ δεν θέλει να με παντρευτεί! Εβδομήντα χρόνια είμαστε αρρβωνιασμένοι! Πόσο ακόμα να περιμένω! Δεν μ' αγαπάει! Κλαψ! Λυγμ! Μπουχουχού! Σνιφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αγαθά τα αποκτάς με κόπο (κόποις), τα πτυχία όμως με φωτοτυπίες (copies)...

- Παρέδωσα την εργασία για την χρηματοοικονομική.
- Κιόλας;
- Τα πτυχία copies κτώνται αγόρι μου...!

(από nick, 02/04/09)Οι 6 στους 9. (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλύπτω (καρφώνω) κάποιον δημοσίως και αναπάντεχα. Τον εκθέτω, τον βάζω με το ζόρι μπροστά στην κατάσταση, επειδή έτσι κρίνω ότι πρέπει να γίνει.

- Α τον μαλάκα!
- Τι σού 'κανε πάλι;
- Πήγε κι είπε στη μάνα του ότι λέω σε όλους πως είναι άρρωστη και μαλακισμένη και πως χώνεται στη ζωή μας συνέχεια.
- Καλά ρε συ, και ήταν ανάγκη να σε ξεμπροστιάσει έτσι;

(από vikar, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά από το τελικό στάδιο της εγκυμοσύνης, για οποιαδήποτε κατάσταση είναι αιφνίδια και προκαλεί έκπληξη, αναστάτωση και χάσιμο ελέγχου.

Το λέμε και για άντρες για μεγαλύτερη σλανγκική αίσθηση.

Συνέβαλε στην καθιέρωση της έκφρασης ο Χάρρυ Κλυνν.

Πες ρε παιδάκι μου ότι ξαφνικά χάνεις τον μπούσουλα, σου σπάσανε τα νερά, τι να κάνουμε! (Από Χάρρυ Κλυνν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται σε ένα μελλοντικό και, υπό Κ.Σ., μάλλον βέβαιο γεγονός, το οποίο όμως μπορεί να αναβληθεί ανάλογα με την συμπεριφορά του ομιλητή ή του συνομιλητή του επ' αόριστον. Λέγεται και ως απειλή.

Κλασική καραβανίστικη απειλή σε φαντάρους.

  1. - Έλα λίγη ζωηράδα η ίλη! Πιάστε το φύλλινγκ!
    - Δεν προλαβαίνουμε κυρ ίλαρχε! Στα λελέ μας είμαστε!
    - Ψηλέ πρόσεξε τι λες γιατί η απόλυση είναι κινητή εορτή. Ντάξει;
    - Μάστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή κίνητρο, γιατί μου καρφώθηκε, γιατί μου καύλωσε.

Ατάκα από την γνωστή τηλεφωνική φάρσα «Τέλος».

- Τώρα δηλαδή εσένα σου καρφώθηκε να βάψεις τον τοίχο μαύρο; Καλά χαζός είσαι;
- Ναι ρε! Μου καρφώθηκε!
- Γιατί;
- Έτσι, πάνω στην τρέλα μου! Εσύ τι ζόρι τραβάς; Δικός σου είναι ο τοίχος; Κεχαγιά στ' αρχίδια μου σ' έβαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εντοπίζω μέσα σε πλήθος, είτε άτομο, είτε αντικείμενο, είτε λανθάνουσα κατάσταση.

  2. Βγάζω τελεσίδικα συμπέρασμα για το ποιόν ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

  3. [Μαζί με το 2] Απομονώνω κοινωνικά κάποιο άτομο για κάποιο λόγο, κυρίως ηθικό, ή ψευτοηθικό.

1α.
Μάτι ρουφιάνου έχεις μωρ' αδερφάκι μου... Πού την στάμπαρες την παρέα μόλις μπήκαμε στο μαγαζί; Εδώ μέσα γίνεται της πουτάνας!

1β.
- Το στάμπαρα το πρόβλημα, είχε φύγει μια φτερωτή απ' το βεντιλατέρ και χτυπούσε στο ψυγείο. 320 ευρώ σύνολο θα σου βγει.
- Πόσα;! Δε μιλάς όμορφα μάστορα!
- Τι να σου κάνω; Πόρσε μου ήθελες! Στο αμάξι σου αν θες να ξέρεις το «Μπαμπά μην τρέχεις» έχει 150 ευρώ! [(c) το τελευταίο: «Κωνσταντίνου κι Ελένης - έλεος;]
- Την τύχη μου...

  1. Στο »Βιετνάμ« θα πάμε ρε; Είσαι τρελός; Αυτό είναι σταμπαρισμένο πουστράδικο!

  2. Μέσα σε δυο μέρες τον σταμπάρανε όλοι στη μονάδα τι κωλόβυσμα και χαφιές ήταν, κανείς δεν του μιλούσε. Στο τέλος έφτασαν να του κάνουν έφοδο και να μην του λένε τα συνθηματικά, για σπάσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάχαλο, ρημαδιό, ξεσάλωμα μέχρι να μας μαζέψουν, μπουρδέλο φάση.

Συνήθως στην έκφραση τα κάνω πουτάνα όλα.

Μάλλον φανταρίστικη ατάκα.

  1. Μπαίνω μες το σπίτι και τι να δω: είχα ξεχάσει πόρτες-παράθυρα ανοιχτά στη μπόρα και γίνανε πουτάνα όλα. Χαρτιά σκορπισμένα, φύλλα απ' έξω, νερά παντού, χταπόδια...

  2. - Κύριε Διοικητά δείξτε λίγη επιείκια, απολύονται τα παιδιά σήμερα γι' αυτό τα κάνανε χθες πουτάνα όλα μες το θάλαμο...
    - Σκασμός ανάγωγε! Και πάρτε 100 μέρες φυλακή να μοιραστείτε όσοι δεν απολύεστε! Εδώ είναι στρατός δεν είναι καραπουτσαριό!
    [Απολυόμενος από το βάθος, ακόμα σουρωμένος:]
    - Λέμε τώρα...

(από xalikoutis, 05/02/14)(από xalikoutis, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified