Further tags

Έτσι αποκαλούνται περιφραστικά τα ευμεγέθη στήθη, το πλούσιο μπούστο μιας γυναίκας.

- Μια χαρά την έχω καταβρεί με τη Λάουρα. Από φαιά ουσία γκάο-μπίο μεν, αλλά από κορμί, σφυρίζει. Άσε δε το ΧΧL στήθος της που δε βρίσκει σουτιέν στο νούμερο της. Πλούσια τα ελέη του θεού σου λέω, που να ψάχνω γι' άλλες...

Got a better definition? Add it!

Published

Τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούμε όταν κάτι δεν μας πάει καλά και τα κέφια μας είναι πεσμένα, αλλά ταυτόχρονα δε θέλουμε να μπούμε στη διαδικασία να το αναλύσουμε στο συνομιλητή μας.

Πού 'σαι ρε μεγάλε κι έχεις να φανείς έναν αιώνα; Τί κάνεις;
— Μια χαρά χαράδρα.
— Άσε, κατάλαβα.

Συνώνυμο: μια χαρά και δυο τρομάρες. Βλ. και γεια χαράδρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούμε όταν συναντούμε κάποιον που έχουμε να δούμε για καιρό, έχουμε χάσει τα ίχνη του και με αυτή ρωτάμε να μάθουμε πού βρίσκεται.

Συνώνυμο: Πού γαμάς / γαμείς;

- Βρε, κα(υ)λώς το Διονύση, που είναι έτοιμος να χύσει! Πού χάθηκες ρε μεγάλε, πού χύνεις τώρα;
- Σαλονίκη - Μουδανιά και όλες τις ενδιάμεσες στάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια ερωμένη (-ος για τους κολομπαράδες) είναι εντός των δυνατοτήτων μας και δεν θα ήμασταν αιθερογάμονες αν ισχυριζόμασταν ότι οσονούπω επίκειται πήδουλος. Και πιο κυριολεκτικά, για το βεληνεκές των φλοκίων μας κατά τις διασπερματεύσεις. Και απόσταση ψωλής.

Πηγή: Ιησούς.

  1. Το Λίλιαν είναι εκτός της ακτίνας ψωλής μου, αλλά την Καυλάουρα ναι, την έχω σε απόσταση ψωλής!

  2. - Καλά ρε απεόφοβε, πάλι την τύφλωσες την κοπέλα;
    - Τι να κάνω, αφού ήταν και τα μάτια της σε ακτίνα ψωλής.

(από Vrastaman, 12/06/09)..multiple targets within range... (από Jonas, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταχρηστικός μάγκικος πληθυντικός του Μπουένος Άυρες (Άυρα κανονικά, αλλά πιστεύω ότι στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται να γραφεί Άιρα) και του Κάιρο. Όπως λέμε Παρίσια, Λόντρες, Βερολίνα, κλπ.

Στην συγκεκριμένη έκφραση, οι πόλεις αυτές έχουν επιλεγεί συμβολικά. Το Μπουένος Άυρες για τον ερωτισμό του, το δε Κάιρο για το εξωτικόν και το μπαχαλώδες του πράγματος. Επίσης επειδή και οι δύο πόλεις έχουν πολλά εκατομμύρια κατοίκους.

  1. - Δεμελές, σου φαίνεται να αδερφίζει ο Χαράλαμπος;
    - Χεχε, καλά ρε μεγάλε, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις... Ρε συ το άτομο είναι ξεφωνημένη! Ο κώλος του έχει πάρει Άιρα και Κάιρα!

  2. - Πώς ήταν το πάρτυ;
    - Μαλάκα μου, κόμπλαρα τελείως... Πήγα με την Κικίτσα εκεί, νομίζοντας ότι θα είναι ένα συνηθισμένο παρτάκι, και γινόταν το έλα να δεις, Άιρα και Κάιρα σου λέω! Μέχρι που της λέει κάποιος: μωρό μου «πάρ'τον μου λίγο και συ...», γάμησέ τα, την πήρα και φύγαμε, δεν πήγαινα μόνος καλύτερα;

Got a better definition? Add it!

Published

Η απαλή συνουσία, το γαμησάκι. Χρησιμοποιείται για να πείσουμε την άπειρη παρτενέρ μας ότι δεν θα είναι κάτι επώδυνο, ώστε ν΄αποσπάσουμε τη συγκατάθεση της.

  1. Έλα βρε Λουκία, μη μου το κόβεις πάνω στο γλυκό. Ένα τόσο δα φιφάκι θα σου ρίξω, και να δεις που θα σ΄αρέσει.

2 (Ημισκούμπρια, Το Σεξ)
Τοτότε δε ξέραμε τίποτα γύγυγυρω γύρω από το sex Τι είν' αυτό ρωτάγαμε και τίποτα τρία επί δύο κάνουν εξ
Έτσι κι εγώ ρώτησα ένα φίλο μου πιο μπασμένο και προφίλ και ανφάς
Τι είναι το φιφάκι φιλαράκι μου τι σημαίνει κάτσε να τον φάς
Το φιφάκι το φιφάκι μάνα μου το λιλάκι που λένε και χλιχλί Ντουρου ντουρου φακι φακι μάνα μου δύση και δύση και ανατολή
Κατάλαβες; Κατάλαβα.
Μωρ' τι κατάλαβες; Κατάαλαβα

Το φιφάκι που λένε και φλιφλί (από Hank, 12/06/09)φιφάκι (από allivegp, 13/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατογκαβλική ορολογία για το «τέλος», «τελειώσαμε». Σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά μας για οριστική παύση των ενεργειών ή συζητήσεων, χωρίς πολλές κουβέντες ή αντιρρήσεις.

  1. - Σου είπα χωρίζουμε! Λήξις!

  2. - Αυτός μου άρεσε και αυτόν θα πάρω. Λήξις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που δεικνύει τη μη συνεννόηση μεταξύ δυο ατόμων και, όταν έχουμε χάσει τη μπάλα (που είναι τώρα;;) και προσπαθούμε να καταλάβουμε τί τρέχει, το λέμε στον εαυτό μας.

Καλά ρε παιδί μου, τι τρέχει εδώ, διορθώνω τον ορισμό μου και τον αποθηκεύω, αλλά το ρόλοι μου λέει 17.10 και η ιστοσελίδα λέει 14.10... Καλά, σε ποια χώρα λειτουργεί η ιστοσελίδα; Πάει, έχω χάσει την μπάλα και είμαι σε λάθος σελίδα, ας το δημοσιεύσω καλύτερα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ικανοποιώ την επιθυμία μου για τσιγάρο (ή και άλλες ουσίες), μετά από στέρηση. Από την τούρκικη λέξη χαρμάνι (harman), που σημαίνει «μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού».

Η αίσθηση ικανοποίησης και χαλάρωσης του στερημένου χαρμανιασμένου έπειτα από ένα τσιγάρο οδήγησε στη μεταφορική χρήση του ρήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ξέσπασμα και την ανακούφιση κάποιου έπειτα από μακροχρόνια στέρηση ενός οποιουδήποτε πράγματος.

Μεταφορικά, είναι συνώνυμο των: έρχομαι στα ίσα μου, ξεθυμαίνω, ηρεμώ, ξεσπάω.

  1. Είχα την ανάγκη να ξεχαρμανιάζω και να γράφω την αποψή μου, μιας και κανείς εκδότης-καναλάρχης-νταβατζής των ΜΜΕ, δεν μπορεί ν' αντέξει την ελευθερία της άποψης. (από νετ)

  2. Άσε, είχα τρεις μήνες να πηδήξω. Ευτυχώς που ήρθε το Μαράκι και ξεχαρμάνιασα λιγάκι.

  3. Τρελό πήξιμο στη δουλειά. Ευτυχώς που θα φύγω ένα τριήμερο να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.

Αντώνυμο: Τώρα κλαίνε όλα τα αλάνια, που θα μείνουνε χαρμάνια! (από Hank, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπλεντ ιν (blend in) στα Αγγλέζικα, που σημαίνει αφομοίωση μέσα σε ένα σύνολο πραγμάτων, ανθρώπων, εξαφάνιση μέσα σε ένα περιβάλλον λόγω προσαρμογής.

Τόσο μπλενταρισμένος, που δεν τον ξεχωρίζεις από τους άλλους (για ανθρώπους), ή δεν ξεχωρίζει από τα άλλα πράγματα (περί αντικειμένου).

Ενώ όταν ήρθε ήταν διαφορετικό με ορατή διαφορά, αλλά μπλενταρίστηκε με το περιβάλλον του, εξ ου και το μπλέντερ που τοποθετούμε διάφορα υλικά και με τις λεπίδες του τα κάνει όλα ένα.

Απαιτητό από μαυρογιάννη.

1 Oι μετανάστες που καταφέρνουν να μπλενταριστούν με τους γκάγκαρους Αθηναίους, περνούν καλύτερα από τους γκετοποιημένους.

2 Ο χαμαιλέων μπλεντάρεται άνετα με το περιβάλλον του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified