Further tags

Πηγαίνω κάπου με τα πόδια.

- Θα πάρουμε το αμάξι να πάμε στην Άννα.
- Εγώ λέω να πάμε με το νύχι, κοντά είναι.

Βλ. και πεζό δύο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ

- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...

Το κρασάκι του Τσου (από Galadriel, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.

Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.

Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια λέξη που προσδιορίζει την μεγάλη ποσότητα φαγητού.

Πήγαμε εχτές στην Πεντέλη για σουβλάκια και ο Τάκης έφαγε τον αγλέουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστουρώνω και είμαι σε εγρήγορση.

- Ξενερώσαμε χτες με τον Σάκη, όλοι ήμασταν ντάγκλα και αυτός είχε μαστουρμπιάσει και μας τα ζάλισε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικές συνθήκες.

(προφορά: κάπα σίγμα)

Υπό Κ.Σ. η Μαίρη σήμερα έχει άδεια και θα βρεθούμε από το μεσημεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το αραλίκι, το χουζούρι, η τεμπελιά.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως (rahat), που με τη σειρά της είναι δανεισμένη απο τα αραβικά.

- Πως περάσατε Θεσσαλονίκη;
- Χαλαρά ρε, φραπεδιά, ραχάτι και γκομενίτσες όχι πολλά πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πράξη ενός κάφρου, πράξη ανάδειξης μαγκιάς ή σταρχιδισμού.

Φίλε ήταν μεγάλο καφριλίκι να ρευτείς μέσα στην τάξη!

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.

Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.

Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo

- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων χύσι (σπέρμα) και μάπα (πρόσωπο). Σημαίνει την εκσπερμάτωση στο πρόσωπο.

Μου έκανε στοματικό η δική μου χτές και δεν ήθελε να τελειώσω στο στόμα της, τι να κάνω και γω, την άρχισα στα χυσομαπίδια και την έκανα χάλια!

Έργο της Linnea Strid. (από Khan, 14/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified