Πηγαίνω κάπου με τα πόδια.
- Θα πάρουμε το αμάξι να πάμε στην Άννα.
- Εγώ λέω να πάμε με το νύχι, κοντά είναι.
Πηγαίνω κάπου με τα πόδια.
- Θα πάρουμε το αμάξι να πάμε στην Άννα.
- Εγώ λέω να πάμε με το νύχι, κοντά είναι.
Βλ. και πεζό δύο.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνική έκφραση συνώνυμη με το καααλά, χαιρετίσματα, χαιρέτα μας τον πλάτανο, κλπ
- Πάμε αύριο μπαρότσαρκα;
- Δεν μπορώ, θα πάω σε μια ομιλία για την παγκόσμια συμφιλίωση.
- Καλά κρασιά! Την έχεις ακούσει άσχημα τελευταία, νομίζω. Δεν πας να βρεις κανα γκόμενο να σε γαμήσει νά 'ρθεις στα ίσα σου;
- Δεν καταλαβαίνες τίποτα απ' αυτά εσύ. Τι κάθομαι και σ' τα λέω...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς
Got a better definition? Add it!
Το μπες-βγες σε πολλά μπαράκια μέσα στην ίδια νύχτα, ή απλώς το πέρασμα έξω από αυτά.
Έχω πεθυμήσει μια μπαρότσαρκα. Είναι χρόνια που δεν το έχω κάνει.
Σε άλλες γλώσσες: pub-crawl (βρετανικά), bar-hopping (αμερικάνικα), Kneipenbummel, Kneipentour (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Είναι μια λέξη που προσδιορίζει την μεγάλη ποσότητα φαγητού.
Πήγαμε εχτές στην Πεντέλη για σουβλάκια και ο Τάκης έφαγε τον αγλέουρα.
Got a better definition? Add it!
Μαστουρώνω και είμαι σε εγρήγορση.
- Ξενερώσαμε χτες με τον Σάκη, όλοι ήμασταν ντάγκλα και αυτός είχε μαστουρμπιάσει και μας τα ζάλισε...
Got a better definition? Add it!
Κανονικές συνθήκες.
(προφορά: κάπα σίγμα)
Υπό Κ.Σ. η Μαίρη σήμερα έχει άδεια και θα βρεθούμε από το μεσημεράκι.
Got a better definition? Add it!
Το αραλίκι, το χουζούρι, η τεμπελιά.
Λέξη τουρκικής προελεύσεως (rahat), που με τη σειρά της είναι δανεισμένη απο τα αραβικά.
- Πως περάσατε Θεσσαλονίκη;
- Χαλαρά ρε, φραπεδιά, ραχάτι και γκομενίτσες όχι πολλά πολλά!
Got a better definition? Add it!
Η πράξη ενός κάφρου, πράξη ανάδειξης μαγκιάς ή σταρχιδισμού.
Φίλε ήταν μεγάλο καφριλίκι να ρευτείς μέσα στην τάξη!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.
Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.
Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo
- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!
Got a better definition? Add it!