Further tags

Χαρακτηρίζει τον διπλό ρόλο δασκάλου-καθηγητή, ο οποίος παράλληλα με το επάγγελμά του κάνει ταυτόχρονα και μεταπτυχιακές σπουδές.

Παράγεται από το Αγγλικό bi-teach και την κατάληξη -ual > biteachual.

Τελείωσες το μεταπτυχιακό, ή είσαι ακόμη biteachual;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παίζουν τα κουλ άτομα δίνοντας έμφαση στο χύμα αραλίκι και στο ύφος «που να σου εξηγώ τώρα, είμαι αλλού».

... όπως τα super τυπάκια, τα χωμένα σε φάσεις
που το παίζουν αού, και καλά ξέρεις τώρα
ό,τι να 'ναι...

Από το τραγούδι «ο γαμάτος» των Kill the Cat.

Kill The Cat - Ο Γαμάτος (από PUNKELISD, 26/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

lvliazo, leveliazo, levelιάζω.

Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικά παιχνίδια κατά αποκλειστικότητα. Σημαίνει η γρήγορη απόκτηση level που θα σε πωρώσει ακόμα περισσότερο με το παιχνίδι, με αποτέλεσμα την απώλεια χρημάτων και την πρόσληψη βάρους, μια που όλη η ημέρα θα καταναλώνεται στον υπολογιστή, που καταναλώνει ρεύμα και εσείς με τη σειρά σας θα καταναλώνετε συνέχεια φαγητό μια που θα κουράζεστε από της αλλεπάλληλες μάχες με τέρατα ή άλλους παίκτες.

Κοίτα τον να δεις! Λεβελιάζει όσο γρήγορα τρώει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αποκατάστα, μια κατάσταση που δεν είναι καλή.

Χάλια το πάρτυ, αποκατάστα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.

-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη αντίστοιχη με το έλεος. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εκφράσουμε αγανάκτηση.

- Θα έρθεις να δούμε καμιά ταινία; Λέω να δούμε τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη.
- Πετρέλεος ρε! 25 χρονών γομάρια τέτοια θα βλέπουμε;

Βλ. και πολυέλεος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένος όρος για την γνωστή τακτική του mosh pit που γίνεται στις μπροστινές σειρές κατά τη διάρκεια συναυλιών metal, punk, hardcore και τα λοιπά.

Περιλαμβάνει άνοιγμα χώρου μπροστά στη σκηνή και μετά ξύλο με αγκωνιές κυρίως.

- Μαλάκα, βγαίνουνε στη σκηνή οι Slayer!
- Πάμε, πάμε μπροστά για κολυμπηθρόξυλο! Ζμπρώξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρασμα με αυτοκίνητο από στροφή με μεγάλη ταχύτητα, με αποτέλεσμα πλαγιολίσθηση. Αλλιώς λέγεται και «με τις πόρτες».

Τον είδες; Μπήκε στη στροφή φέτα! (ή φέτες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.

- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.

Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified