Κακοτυχία, δυσάρεστη έκπληξη, κακή έκβαση.
Λέγεται και κλύσμα με τζατζίκι.
-Καλά, φάγαμε ένα κλύσμα χθές, μεγάλη ταλαιπωρία! Είχανε κλείσει οι δρόμοι και κάναμε τρεις ώρες για δέκα χιλιόμετρα!
Κακοτυχία, δυσάρεστη έκπληξη, κακή έκβαση.
Λέγεται και κλύσμα με τζατζίκι.
-Καλά, φάγαμε ένα κλύσμα χθές, μεγάλη ταλαιπωρία! Είχανε κλείσει οι δρόμοι και κάναμε τρεις ώρες για δέκα χιλιόμετρα!
Got a better definition? Add it!
Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.
Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανίζω, μπανιστηροκάμερα, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Βλέπω.
- Μόλις με είδε ότι τον μπάνισα από μακρυά, το έβαλε στα πόδια!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετέχει στα εργαστήρια, έκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Αλλοίωση αποτελεσμάτων στατιστικής, σφυγμομέτρησης ή εκλογών.
-Δεν μου βγαίνουν τα νούμερα όπως τα περίμενα.
-Κάνε μπαλαμούτι!
Got a better definition? Add it!
Η νύστα μετά το μεσημεριανό γεύμα.
Δεν θα φάω το μεσημέρι, γιατί έχω πολύ δουλειά και δεν θέλω να με πιάσει χλάπα!
%
Σύγκρινε με ντάγκλα.
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι (μεταφορικά).
Από το φιστίκωμα (εκ του αγγλικού: fist fucking).
-Φάγαμε έξι γκολ. Πω-πω! Τι φυστίκι ήταν αυτό!
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.
Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!
Got a better definition? Add it!
Πετάω χαρταετό = σφυρίζω αδιάφορα = δεν βλέπω ή κάνω πως δεν βλέπω τι συμβαίνει γύρω μου.
Ο πατέρας του τού 'λεγε, τού 'λεγε μπας και μπει καμιά στάλα μυαλό στο κεφάλι του, αλλά αυτός ... όλο και ψηλότερα τον χαρταετό του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified