Further tags

Έχει την ίδια ερμηνεία με το άστα να πάνε. Την αναφέρει κάποιος που περνά μια δύσκολη φάση.

- Έμαθα ότι αύριο θα δουλέψουμε υπερωρία...
- Πωω ρε φίλε, άστα ράστα και φάε πάστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι συζητήσεις που γίνονται εν ώρα κρασοκατάνυξης.

Δεν το πάω αυτό το κουμούνι, μόλις πιει ξεκινά την αμπελοφιλοσοφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα.

Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεφτίλα γίναμε.

- Πάμε να την κάνουμε, τσόντα γίναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του cheek to cheek (μάγουλο με μάγουλο), το φλερτ.

- Κόψε τον Λάκη, στο τσικ του τσικ την έχει την γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτ.

- Μια ώρα την έχω στο πίτσι-πίτσι, αλλά τζίφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάση, η κατάσταση.

- Θα έρθεις απόψε; Θα έχει καλό νταβαντούρι.

Βλ. και μουχαμπέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάτη φάση.

Θα γίνει του μουνιού απόψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.

Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified