Καταπληκτικά, με γαλλική κατάληξη, άρα και προφορά: «καταπληκτικμάν». Χρειάζεται αδελφίστικη χροιά στη φωνή, και σπάσιμο του καρπού προς τα έξω.
- Πώς περάσατε;
- Καλέ καταπληκτικμάν, συζητάς τώρα...
Καταπληκτικά, με γαλλική κατάληξη, άρα και προφορά: «καταπληκτικμάν». Χρειάζεται αδελφίστικη χροιά στη φωνή, και σπάσιμο του καρπού προς τα έξω.
- Πώς περάσατε;
- Καλέ καταπληκτικμάν, συζητάς τώρα...
βλ. και ανπιστεύαμπλ
Got a better definition? Add it!
Η λέξη χρησιμοποιείται ως υπερθετικό του ροκ, κυρίως λόγω της ηχητικής συνάφειας αλλά και την παραπομπής στη λέξη μπαρ. Στην κυριολεξία αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ύφος baroque που κυριάρχησε τον 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη.
Καλά γνώρισα χθες μια γκόμενα τελείως μπαρόκ!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.
ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.
Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.
Δες και τζαζ.
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης γκαγκά.
Θεωρείται ακόμα πιο υποτιμητική - συνώνυμη του τελείως γκαγκά (γκαγκά σε υπερθετικό βαθμό).
Ηχητικά παραπέμπει στο όνομα Αλί-μπαμπά (και οι 40 κλέφτες).
- Καλά μιλάμε είσαι αλί-γκαγκά, όχι απλώς γκαγκά!
Got a better definition? Add it!
Μαθητικός χαρακτηρισμός για την διδακτική ώρα με καθηγητή που αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη. Παλιότερα η έκφραση χρησιμοποιούνταν κυρίως για το μάθημα των Αγγλικών ή των Οικοκυρικών, αλλά σήμερα χαρακτηρίζει οποιοδήποτε μάθημα γίνεται σε καθεστώς αταξίας και χαβαλέ...
- Τι έχουμε τώρα; Καραμπισμπίκη; Α, καλά, η ώρα του παιδιού!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.
- Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!
- Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...
Δες και ψαγμένος.
Got a better definition? Add it!
Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...
Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...
Got a better definition? Add it!
Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.
Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)
- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.
- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.
Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.
- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!
Βλ. και άσ' τα, βράσ' τα
Got a better definition? Add it!