Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.
- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!
Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.
- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που σημαίνει ότι δε δίνω καμία απολύτως προσοχή στα λεγόμενα κάποιου.
Είναι σαφώς ισχυρότερη από το απ' το ένα αυτί μπαίνει και απ' το άλλο βγαίνει, καθώς υποδηλώνει ότι η φωνή του συνομιλητή μεταδίδεται απευθείας προς Κάιρο παρακάμπτοντας πλήρως το ακουστικό μας νεύρο.
- Καλημέρα σας, σας καλούμε από την DDT και θα θέλαμε να σας υποβάλουμε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με μια έρευνα που...
- Ναι, ναι. Μισό λεπτό, μην κλείσετε, σας συνδέω με Κάιρο...
Got a better definition? Add it!
Από την ομότιτλη ταινία, περιγράφει την διαθέση συνήθως μιας καριόλας να μείνει μόνη με τον ευατό της, ελεύθερη, ασυμβίβαστη και άλλες τέτοιες μαλακίες που σχετίζονται και με τον οικολογικό χαρακτήρα της ταινίας.
(Μάκης) - Τι έγινε ρε Σπύρο; Τα βρήκατε με την Ζωή;
(Σπύρος) - Όχι μωρέ με την καριόλα, την έχει δει Φρι Γουίλι (free Willy).
Got a better definition? Add it!
Κάτι που είναι έτοιμο, ή τελείωσε, ή πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Η λέξη προέρχεται από το γνωστό απορρυπαντικό.
-Την τέλειωσες την έκθεση παιδί μου;
-Μάλιστα κύριε καθηγητά. Είναι τζετ!
Got a better definition? Add it!
Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.
Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:
- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό που προέρχεται από την επιβλητική έκφραση «ξύνω τ' αρχίδια μου» και σημαίνει το αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της φράσης.
Παραδόξως, αν και το ξυσίμο των όρχεων αποτελεί μιας νευραλγικής σημασίας, ανακουφιστική και αγχολυτική διαδικασία, η λέξη με τον καιρό έχει λάβει αρνητική σημασία, εννοώντας την καθολική απραξία, το κωλοβάρεμα και τη λούφα εν γένει.
Αναλόγως με την κλιμάκωση της σοβαρότητας της κατάστασης, το ξύσιμο των όρχεων μπορεί να διενεργείται διαδοχικά ως εξής:
- Τι έγινε ρε Μπάμπη; Το πήρες το εκκαθαριστικό απ' την εφορία τελικά σήμερα;
- Είσαι τρελός; Με τόσο ξυσαρχίδι που ρίχνουν αυτοί εκειμέσα θ' αναγκαστώ να πάω και αύριο!
Βλ. και ξύνω.
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το είδος εκείνου του μεθανιούχου αερίου το οποίο λόγω εντάσεως και ορμής έχει τη δυνατότητα να σκίσει το εσώρουχο του αεριζόμενου ατόμου.
- Γιαννάκη μου αύριο θα σου κάνω μαυρομάτικα φασόλια. Κανόνισε να μη φορέσεις το καλό σου το Calvin Klein. Θυμάσαι τι έγινε την Τρίτη που είχα ρεβύθια! Να το φυλάξεις για όταν θα πας να κοινωνήσεις!
- Ευτυχώς που μου το 'πες μάνα! Να μου φύγει καμιά σωβρακοξεσκίστρα και να το κλαίμε μετά... Αν και λέω να το βάλω πρώτα στο ραντεβού με την Τασία να κάνω εντύπωση!
Got a better definition? Add it!
Από το γνωστό άθλημα μπάσκετ, κρύβει τη λέξη μπάφος και ορίζει την κατάσταση που δύο ή περισσότερα άτομα συγκεντρώνονται για να πιουν μπάφους.
-Τι λέει μαλάκες; Πάμε να παίξουμε κάνα μπάφκετ;
Got a better definition? Add it!
Η ανατριχίλα που σου έρχεται με το που μυρίσεις μέσα στο τρένο Πακιστανό/Κούρδο/Μουσουλμάνο γενικά που πλύθηκε τελευταία φορά στο περσινό ραμαζάνι, πότη που τα τσούζει από το πρωί ή κυριούλη/κυριούλα που έχει τσακωθεί με το σαπούνι ή πιστεύει ότι σαπούνι είναι περιοχή στην Αφρική. Η τρενιχίλα είναι πολύ έντονη τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού... Υπομονή θα κατέβετε.
- Μπήκα που λές στη Βικτώρια και μου ήρθε μια τρενιχίλα άνευ προηγουμένου. Ήταν μέσα 2 διμοιρίες Κούρδοι εργάτες και ένας μπεκρούλιακας. Έφριξα μέχρι να κατέβω.
Got a better definition? Add it!
Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.
Got a better definition? Add it!