Further tags

Το πολύ εύκολο ρούχο, αυτό που το πλένεις, στεγνώνει αμέσως, δεν θέλει σίδερο, ξαναφοριέται σε μία ώρα μέσα αφού το πλύνεις.

- Πολύ ωραίο μπλουζάκι αυτό!
- Α, και να δεις τι εύκολο ρούχο! Πλύνε-βάλε είναι...
- Πού το πήρες;
- Α, δεν είχε άλλο, το τελευταίο ήταν...

(από nick, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εντοπίζω μέσα σε πλήθος, είτε άτομο, είτε αντικείμενο, είτε λανθάνουσα κατάσταση.

  2. Βγάζω τελεσίδικα συμπέρασμα για το ποιόν ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

  3. [Μαζί με το 2] Απομονώνω κοινωνικά κάποιο άτομο για κάποιο λόγο, κυρίως ηθικό, ή ψευτοηθικό.

1α.
Μάτι ρουφιάνου έχεις μωρ' αδερφάκι μου... Πού την στάμπαρες την παρέα μόλις μπήκαμε στο μαγαζί; Εδώ μέσα γίνεται της πουτάνας!

1β.
- Το στάμπαρα το πρόβλημα, είχε φύγει μια φτερωτή απ' το βεντιλατέρ και χτυπούσε στο ψυγείο. 320 ευρώ σύνολο θα σου βγει.
- Πόσα;! Δε μιλάς όμορφα μάστορα!
- Τι να σου κάνω; Πόρσε μου ήθελες! Στο αμάξι σου αν θες να ξέρεις το «Μπαμπά μην τρέχεις» έχει 150 ευρώ! [(c) το τελευταίο: «Κωνσταντίνου κι Ελένης - έλεος;]
- Την τύχη μου...

  1. Στο »Βιετνάμ« θα πάμε ρε; Είσαι τρελός; Αυτό είναι σταμπαρισμένο πουστράδικο!

  2. Μέσα σε δυο μέρες τον σταμπάρανε όλοι στη μονάδα τι κωλόβυσμα και χαφιές ήταν, κανείς δεν του μιλούσε. Στο τέλος έφτασαν να του κάνουν έφοδο και να μην του λένε τα συνθηματικά, για σπάσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η βάλανος του πούτσου, το καυλί.

Εκ των αρχαίων πόσθη και κεφαλή.

- Συνέχισε σαν πουτάνα να μου γλύφει τον πουτσοκέφαλο, ενώ μα τα δυο τις χέρια μου έκανε μασάζ στα αρχίδια, δεν άντεξα και έχυσα μέσα στο στόμα της!
(από εδώ)

- Ξύνω τ' αρχίδια μου, περνάω το δάχτυλο κάτω απ' το υγρό μου πουτσοκέφαλο, μυρίζω τα δάχτυλα μου. Στραβώνω τα μούτρα μου απ' την ξινίλα, απέχθεια και αυταρέσκεια μαζί...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρές νοστιμιές, κυρίως τζανκ. Μπορεί όμως και να είναι γκουρμέ καναπεδάκια, λόγου χάρη.

- Βγάλε ρε συ μωρό μου κάτι να τσιμπήσω...
- Θα περιμένεις λίγο, θέλει κανα εικοσάλεπτο ακόμα το φαγητό...
- Ε καλά, βγάλε τίποτα φαγουλάτα να στάξω το πρώτο, μη μου κάψει το στομάχι, και περιμένω όσο θες...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων μέγεθος κουκουναριού. Κυρίως αναφέρεται για να δηλώσει το υπερμεγέθες ζωυφίων όπως ψειρών, μουνόψειρων, ακάρεων κ.τ.λ.

Ε, και τι όμορφο πούναι να κάθεσαι σε μια άσπρη πόλη που τη λένε Τλαξκάλα, να λιάζεσαι στον ήλιο του Οκτώβρη, να κοπανάς τις μάσες σου τις τρελές, να βγάζεις την κουκουναράτη ψείρα από το σώβρακό σου, να σου κουβαλάνε τα θηλυκούλια, τα τραγανά φρούτα και τις μελόπιτες, να σ'έχουνε για ημίθεο και για ήρωα και να την βολεύεις τα βραδάκι, σαν πέφτει ο ηλιος μέσα στην μεξικάνικη ουράνια χρυσόσκονη, πίσω από τους φράχτες, με τα παραμύθια που λες στις πιτσιρίκες. (Aπό το Ρεμάλια Ήρωες του Νίκου Τσιφόρου)

Αυτά.... (από Vrastaman, 11/04/09)... ή αυτά? (από Vrastaman, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αχαρακτήριστα μικρά και εκνευριστικά αντικείμενα, συνήθως πολλά σε αριθμό. Μπορεί να είναι όμως και μια κατηγορία αντικειμένων (βλ. παράδειγμα 2).

Τα διαόλια είναι διαβολικής φύσης, εννοείται. Αλλά δεν είναι μόνα τους. Συχνά συνοδεύονται από τα τριβόλια, που είναι α. από το τριβελίζω, ή/και β. λογοπαίγνιο, από το τρία (τρι-), κατά το δι- του διαόλια, που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον αριθμό 2 (ή, το ίδιο κάνει, από τον τρίβολο της έκφρασης «διάολος και τρίβολος»)...

Καμία σχέση με αυτά της έκφρασης με πιάνουν τα διαόλια μου, τα οποία εικάζεται πως είναι ζωντανά και όχι άψυχα.

Συνώνυμο: γαμίδια

  1. - Τι είναι όλ' αυτά;!
    - Τρεις μέρες ξεκαθαρίζω τις ντουλάπες μου και κοίτα τι σαβούρα βρήκα... όλα τα διαόλια και τριβόλια του κόσμου βρέθηκαν εδώ μέσα ρε πστ!

  2. - Ρε συ θεία, αφού όλη μέρα κάθεσαι μόνη σου μες στο σπίτι, να μη σου πάρουμε ένα κομπιούτερ να μπαίνεις στο ίντερνετ και να περνά η ώρα σου;
    - Α, μη με μπλέκεις με αυτά Θανασάκη, δεν έχω υπομονή εγώ με αυτά τα διαόλια...

Got a better definition? Add it!

Published