Further tags

Επίθετο προερχόμενο εκ της σημασίας του ρήματος τσαμπουκαλεύω ως μαρτυρώ, πονηρεύω κάποιον. Ο τσαμπουκαλεμένος είναι και ο άνθρωπος που έχει κάποιον φάκελο στην αστυνομία και αποφεύγει εντυπωσιακές επανεμφανίσεις.

Κοινή χρήση στις μέρες μας του επιθέτου γίνεται μεταξύ χασικλήδων εκ πεποιθήσεως ή εκ παραδρομής, συνήθως νεαρότερων ηλικιών, με ενθουσιασμό και διάθεση για πρόοδο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται σχεδόν πάντοτε στα πακέτα τσιγάρων είτε μαλακά είτε σκληρά με τον παρακάτω διαχωρισμό:

Σκληρό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το εσωτερικό μαλακό χαρτονάκι που βρίσκεται κάτω από το καπάκι στο μπροστά μέρος του πακέτου. Χρησιμεύει ως τζιβάνα για τους βιαστικούς.

Μαλακό πακέτο τσιγάρων τσαμπουκαλεμένο, ορίζεται το πακέτο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η διάφανη πλαστική μεμβράνη που εμποδίζει την υγρασία. Χρησιμεύει ως πρόχειρος αποθηκευτικός χώρος ή αυτοσχέδιο σακ βουαγιάζ. Βέβαια και τα σκληρά πακέτα διαθέτουν τέτοια μεμβράνη, αλλά καθώς τα μαλακά δεν διαθέτουν χαρτονάκι, η αδικία εις βάρος των μαλακών θα ήταν ανεπίτρεπτη ειδικά σε ανθρώπους της συγκεκριμένης ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης.

Θύματα τσαμπουκά τέτοιας μορφής πέφτουν συνήθως ανυποψίαστες πληθυσμιακές ομάδες, τυφλοί, γυναικόπαιδα και ιερωμένοι. Θεωρείται επίσης μεγάλη τιμή να τσαμπουκαλευτεί πακέτο χωμένου στα πράγματα πλην αντιπαθητικού συνανθρώπου μας.

- Ρε Κωστάκη το πακέτο της μάνας μου είναι τσαμπουκαλεμένο... - Δεν είναι της μάνας σου αυτά ρε, της γιαγιάς σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως βράχια, βράχοι. Αγγλιστί rocks. Μορφή ηρωίνης ή κοκαΐνης. Είναι κομμάτια ακανόνιστου σχήματος, που παρασκευάζονται με τη διαδικασία της συμπίεσης / πρεσαρίσματος / πατικώματος της σκόνης.

Εγχωρίως, τα βραχάκια είναι σχεδόν πλήρως ταυτισμένα με την κόκα. Όπως συνήθως συμβαίνει με τη σλανγκ των τοξικομανών, η λέξη δεν περιγράφει απλά τη μορφή του σταφ, αλλά διατηρεί και συνθηματική, ξεκαρφωτική αξία.

Τα βραχάκια παίζουν σε διάφορα μεγέθη. Από λίγα μιλιγκράμ έως κάποια γραμμάρια. Στην τελευταία περίπτωση δεν κάνουμε λόγο πλέον για βραχάκια, αλλά τουλάχιστον για βράχους. Σε ακόμη πιο χοντρές περιπτώσεις, μιλάμε για βουνά ή και παγόβουνα (που είναι και άσπρα).

Τα πιο γνωστά βραχάκια είναι τα κινέζικα, τα οποία παρασκευάζονται σε ευρωπαϊκά εργαστήρια, με βάση που έρχεται από Κίνα και Ινδονησία. Με τον όρο βάση αναφερόμαστε στο προτελευταίο στάδιο επεξεργασίας για τις σκόνες, τη συμπυκνωμένη πρώτη ύλη που σπανίως σκάει στη λιανική. Σε γενικές γραμμές η παρασκευή έχει ως εξής: σπάμε τη συμπυκνωμένη βάση με σφυρί και εν συνεχεία αναμειγνύεται με παρακεταμόλη (depon, panadol etc) και άλλες ουσίες. Το μείγμα μπαίνει στο μίξερ, μετά προστίθεται ασετόν (ξεβαφτικό για τα νύχια, παραισθησιογόνο ελαφράς μορφής) και ακολουθεί η συμπίεση σε ειδικό καλούπι. Η καθαρότητα των βράχων που προκύπτουν, κυμαίνεται γύρω στο 40-50%. Βράχια τέτοιας καθαρότητας δεν διακινούνται στις πιάτσες, όπου θα αρκεστείς σε καθαρότητα της τάξης του 20%.

Τώρα τελευταία έχουν στηθεί και εντός των συνόρων εργαστήρια κατεργασίας ναρκωτικών, καθώς οι ντήλερς φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπουν την παραδοσιακή εισαγωγή έτοιμου τελικού προϊόντος από το εξωτερικό, και στρέφονται στην υποστήριξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων...

- Και τι έκανε νομίζεις ο Λαζόπουλος στο κότερο του Λυμπέρη; Κρατούσε τσίλιες; Βραχάκια κατάπινε. Κοκάκιας, κωλογλείφτης των εφοπλιστών, ένα αρχίδι με προτίμηση στα κρεάτινα τσιγάρα, νομίζει πως έχει το ηθικό ανάστημα να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Ρε ουστ!

(Εμπνευσμένο από εδώ)

σκόνη + βραχάκια (από johnblack, 20/07/09)βράχια, μπορεί και παγόβουνα (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο με χόρτο, αλλιώς το γεμιστό τσιγάρο, ή ο μπάφος. Παρασκευάζεται με στρίψιμο του ριζόχαρτου (όρος παραγόμενος από το τρέιντμαρκ RIZLA), στο οποίο έχουμε εναποθέσει καπνό ανάμεικτο με γκρας.

- Να σου στρίψω κάνα στροφιλίκι ακόμα;
- Άααασε, ήπια κι έεεεενα πριν έρθθθθθθεις.

Rizla+ (από allivegp, 13/06/09)Το δέντρο που βγάζει ριζόχαρτα (από poniroskylo, 14/06/09)Μεγάλο πράμα (από poniroskylo, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνεργα του πρεζάκια, τα συμπράγκαλά του, που δεν κάνει βήμα σημειωτόν χωρίς αυτά.

Σε μια πλήρη μορφή, η έκφραση είναι ασφαλώς τα σέα μου και τα μέα μου, αλλά για τους πρεζάκηδες τέτοιου είδους ακριβολογίες είναι περιττές πολυτέλειες, χαμένος χρόνος. Στα νταραβέρια των πλατειών και των πεζοδρομίων, όσο λιγότερο μιλάς, τόσο το καλύτερο, ενώ κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει την ιστορία της ζωής του αλλουνού.

  1. Πρώτο και πιο βασικό στη λίστα με τα σέα - εκτός ασφαλώς απ' την παραμύθα, δλδ την ίδια την πρέζα - είναι το ομώνυμο σέο, δλδ η σύριγγα. Πρόκειται για την πολύ λεπτή σύριγγα της ινσουλίνης, χωρητικότητας 1cc ή 2cc. Το σέο λέγεται και γκαν ή γκάνι ή γκανάκι, το κατεξοχήν όπλο (gun) του πρεζάκια για το βάρεμα, το σουτάρισμα (shoot), την ενδοφλέβια χρήση.

Παρεμπίπταμπλυ, το σέο της ινσουλίνης χρησιμοποιείται κι απ' τους μπίλντερς για την υποδόρια χορήγηση g.h.

Oι ευρωπαίοι πρεζάκηδες προτιμούν τις Ersta, θρυλική μάρκα σύριγγας με τέλεια ποιότητα βελόνας. Πριν κάποια χρονάκια, όταν γενικά οι κώλοι ήταν πιο σφιχτοί, τα φαρμακεία δεν έδιναν εύκολα σύριγγες, ενώ ένα χρησιμοποιημένο σέο αρκούσε για να βρεθείς στον καθαρό αέρα της εξοχής του Κορυδαλλού. Σήμερα τα πράματα έχουν λασκάρει τελείως, με τους 13χρονους και 14χρονους πρεζάκηδες να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Έτσι είναι όταν η φτήνια τρώει τον παρά...

  1. Το κουτάλι. Πάνω εκεί αναμειγνύεται η πρέζα με λεμόνι ή ξινό, και λιώνει με τη θερμότητα του αναπτήρα. Το μείγμα χώνεται βιαστικά στο σέο, συνήθως αφού περάσει μέσα από βαμβάκι, το οποίο λειτουργεί ως φίλτρο για τυχόν βρωμιές. Όλα πρέπει να γίνουν στο πιτς-φιτίλι, για να μη σου παγώσει το μείγμα μέσα στη σύριγγα και χρειαστεί να το αδειάσεις στο κουτάλι και να επαναλάβεις όλη τη διαδικασία. Πήζουν συνήθως οι μουφάτζικες πρέζες, κινέζικες ή συνθετικές.

  2. Όξινο διάλυμα (λεμόνι ή ξινό). Μόνο οι καθαρές πρέζες (άντε τρέχα γύρευε να τις βρεις) διαλύονται σε ρευστή καραμέλα χωρίς την προσθήκη οξέων. Οι σκουρόχρωμες νοθευμένες πρέζες, οι «κομμένες», αναμειγνύονται πάνω στο κουτάλι ή στο αλουμινόχαρτο με λεμόνι για να λιώσουν. Για ακόμη πιο καφετιάρικες και ακατέργαστες σκόνες, το λεμόνι δεν αρκεί και επιστρατεύεται το ξινό, που πουλιέται σε μπακάλικα και σουπερμάρκετ. Είναι επώδυνο, «καίει» τις φλέβες και καταστρέφει και τα δόντια.

αατά.

Το σέο κανονικά είναι για μια και μόνη χρήση, επειδή όμως τα γαμημένα αντέχουν, οι πρεζάκηδες τσούλαγαν παλιότερα 5-10 νοματαίοι το ίδιο βελόνι. Κονόμαγαν ηπατίτιδες και aids, μέχρι που κάπως κατάλαβαν τη μαλακία τους και περιορίστηκε το φαινόμενο της πολλαπλής χρήσης του σέο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς, κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός μοιάζει με τις ξασμένες ξερές ίνες που είχανε μια φορά τα σάρωθρα, που έπλεκαν οι οίκοι τυφλών.

Ο τρακαδόρος Ζήκος παραπονέθηκε εντόνως για τη μάρκα τσιγάρων του Κιτσάρα, διότι εκτός του γεγονότος ότι ο κοντός μάγκας άλλαζε συχνά μάρκα, ήταν προφανώς και σκούπα και του είχανε κάνει λέει, το λαιμό τσαρούχι.

Συνώνυμα: Σανός, στούκας, ταφόπλακα κ.α.
Αγγλιστί: coughing nails (= χλεπόκαρφα).

- Πάρε ένα τσιγαράκι, θέλεις ;
- Και δε βυζαίνω καλύτερα το δάχτυλό μου; Πώς την καπνίζεις αυτήν τη σκούπα, δε μπορώ να καταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν, είναι η αναβολή του μάγκα. Συνήθως πρόκειται για αναβολή στρατεύσεως: λόγω σπουδών, λόγω οικογενειακών προβλημάτων, λόγω αγχωδών εκδηλώσεων, στο τέλος παίρνεις το γιώτα σου το ψεχολογικό και ησυχάζεις μια κι όξω. Δεν θα επεκταθούμε όμως άλλο σχετικά. Εν προκειμένω, άλλη σημασία θα μας απασχολήσει δια μακρών.

Αναβόλα = Ντόπα, Στεροειδή Αναβολικά.

Το παρόν, κατόπιν διαταγής επώνυμης σλανγκίστριας, προτίθεται να λειτουργήσει ως λήμμα-ομπρέλα, κατατοπιστικό εφ' όλης της ύλης άρθρο, που θα εκθέτει συνοπτικώς τα δημοφιλέστερα στεροειδή και τις συνθηματικές / σλανγκικές ονομασίες τους.

Διευκρίνιση: η παρουσίαση, ενδεικτική και ουδόλως εξαντλητική βεβαίως βεβαίως, θα περιοριστεί σ' εκείνες τις παλιές καλές ντόπες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές μπιλντεράδων αλλά και άλλων αθλητών, π.χ. του στίβου (στιβικοί / στιβάδες), του μπάσκετ ή της άρσης βαρών. Αυτά ήξεραν, αυτά εμπιστεύονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως το πράμα έχει ξεφύγει, σκαρώνονται διαρκώς νέες υπερ-ντόπες που γαμάνε και δέρνουνε, με περίεργα ονόματα-γλωσσοδέτες (π.χ. τετραϋδρογεστρινόνη ή THG, αυτό που λένε ότι πότιζε ο Τζέκος τους Κεντεροθανάσηδες), που δεν ανιχνεύονται απ' τα αντιντόπινγκ τεστ. Γι' αυτά δεν δύναμαι να σας διαφωτίσω, ψάχτε αλλού αν γουστάρετε. Πάμε λοιπόν.

  1. Ντέκα, η (πληθ. οι ντέκες). Διασημότατη και πολυαγαπημένη, θεωρείται την σήμερον ολίγον πασέ. Steroid slang για το φάρμακο «Deca-Durabolin», εμπορική ονομασία για την δεκανοατική νανδρολόνη (nandrolone decanoate). Λαμβάνεται δι' ενέσεως. Η μοριακή δομή της ουσίας ομοιάζει με της τέστο, η ντέκα είναι όμως πολύ πιο ήπια, ενδείκνυται και για αρχάριους αναβολικάκηδες. Σε τουμπανιάζει, όχι όμως μόνο με καθαρό μυικό κρέας: σου βάζει και υγρά. Αν το παραχέσεις στη δόση, παίζει να βρεθείς με βυζάκια. Συνδυάζεται συνήθως με Ντιάνα ή γουινστρολάκι. Πουλιέται και στο Ελλάδα, πλέον με το brand name της Norma. Αν έχεις κονεδάκι με φαρμακοτρίφτη είσαι τζετ, αλλιώς ψάχνεις από ντηλερά της μαύρης.

  2. Γουίν ή γουινάκι ή γουινστρολάκι ή γουίνυ (winny, όχι το αρκουδάκι). Slang για το φάρμακο Winstrol (εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη). Ενέσιμο, για χρόνια το έβγαζε η ισπανική φαρμακευτική Zambon, εξ ου και απαντούσε και ως ζαμπονάκι. Υγρό κάτασπρο σαν γάλα, που τσούζει όταν βαράς ενδομυικά, σε αντίθεση με ντέκα, που είναι ελαιώδες υποκίτρινο διάλυμα κι ούτε που νιώθεις το βάρεμα. Το γουινάκι δεν κάνει παπάδες, χτίζει όμως καθαρούς συμπαγείς μύες, χωρίς νερά και περιττά πρηξίματα, ιδανικό για γράμμωση. Λίγο προσοχή στην τοξικότητα μόνο, μη σου μείνει το συκώτι στο χέρι, κατά τα άλλα είσαι κομπλίτα. Παίζει και σε χαπίδι, με το brand name Στρόμπα (Stromba).

  3. Ντιάνα, το (προφέρεται ντι-άνα). Dianabol, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθανδροστενολόνη (Methandrostenolone). Χάπι. Παράγωγο τεστοστερόνης, εξαιρετικά αναβολικό και ανδρογονικό, με τις γνωστές παρενέργειες: γυναικομαστία, διαταραχές της λίμπιντο, οξυθυμία, εφίδρωση, ακμή, διακοπές στη λειτουργία των όρχεων, τριχοφυΐα στο σώμα + καράφλα στο κεφάλι και άλλα όμορφα. Απλά γαμάει μανούλες, ο Σβαρτς έχει δηλώσει πως μ' αυτό φτιάχτηκε: το έπαιρνε το χειμώνα για όγκο, το καλοκαίρι την έβγαζε με γουινστρόλ. Οι κακές γλώσσες λένε πως και τα ρεκόρια του Πύρρου με ντιανάκι γίνανε.

  4. Μπολντό, το (Boldenone Undecylenate). To all time classic κτηνιατρικό αναβολικό: το δίνουν στα μοσχάρια για να τουμπανιάσουν και να φτάσουν στο πιάτο μας μια ώρα αρχύτερα, το δίνουν στα άλογα κούρσας για καλύτερες επιδόσεις. Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε η ντόπα, πρώτα εφαρμόστηκε στα ζώα και μετά πέρασε στους ανθρώπες. Ενέσιμο, ήπιο φαρμακάκι γενικά, θες γενναίες δόσεις για να την την ακούσεις. Τίμιο, δίνει καθαρό κρέας χωρίς πολλές παρενέργειες και ντράβαλα.

  5. Πρίμο, το. Primobolan, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθενολόνη (Methenolone Enanthate). Σε ενέσιμο αλλά και χαπίδι. Όπως υποδηλοί και το brand name, εξαιρετικά ήπιο αναβολικάκι με αμελητέες παρενέργειες. Το προτιμούν οι γυναίκες, οι νέοπες και οι κωλώστρες, που θέλουν να μπουν στην αναβόλα και να γίνουν φέτες αλλά κλάνουν πατατάκια μη πάθει τίποτα η υγειούλα τους. Τσου ρε Λάκηδες μη σας πατήσω!

  6. Εφέδρα, η. Μαγκιόρικα η εφεδρίνη. Δεν ανήκει στα αναβολικά στεροειδή, αλλά σε μια άλλη ομάδα φαρμάκων, γνωστά ως συμπαθητικομιμητικά. Σε βάζει στην τσίτα, ανεβάζοντας παλμούς καρδιάς και θερμοκρασία σώματος, βοηθώντας έτσι στο κάψιμο του λίπους. Νταξ, μπορεί να προκαλέσει κανά ψιλοτρέμουλο, καμιά ταχυκαρδία, εφίδρωση ή ζαλάδα, αλλά γενικά κανείς δεν έπαθε τίποτα με λίγη εφέδρα. Κλασικός συνδυασμός-δυναμίτης για κάψιμο λίπους είναι η τριπλέτα εφεδρίνη-καφεΐνη-ασπιρίνη.

Αυτά και πολλά άλλα.

Μεγάλη αρρώστια φίλε η αναβόλα! Έτσι και μπεις μια φορά, δεν ξεκόβεις εύκολα. Όσο χτισμένος και να γίνεις, όσο και να γραμμώσεις, ποτέ δε θα 'ναι αρκετό, θα θες πάντα κι άλλο, κι άλλο. Πολλά παιδιά έχουνε καταστραφεί απ' το φάρμακο, είναι όμως κι άλλοι που ήξεραν να το κουμαντάρουν και τους βλέπεις σήμερα στα πενήντα τους και στα εξήντα τους μια χαρά τζόβενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαζί ή κέντημα ή κεντίδι, είναι τα συνεχόμενα στίγματα στο πετσί των πρεζάκηδων από την μακροχρόνια ενδοφλέβια χρήση πρέζας (σουτάρισμα, βάρεμα, τοξοβολία).

Τα σημάδια απ' τα πρώτα τρυπήματα σιγά σιγά φεύγουν, με τη βοήθεια ίσως και κάποιας ειδικής αλοιφής. Αν όμως κολλήσεις με τη ζουζού (μιλάμε για κόλλημα βελόνας, κυριολεκτικά!) οι βλάβες είναι ανεπανόρθωτες και οι φλέβες δεν επανέρχονται στην πρότερή τους κατάσταση, «χάνονται» και δεν ξαναβγαίνουν ποτέ.

Το γαζί κάνει την εμφάνισή του συνήθως σε χέρια ή πόδια, ακριβώς πάνω από τη φλέβα. Όταν αυτές οι φλέβες καούν, επιστρατεύονται άλλες, όπως π.χ. του λαιμού. Όταν πλέον όλες οι υπόλοιπες φλέβες καταστραφούν και εξαφανιστούν, ύστατο σημείο για βαρέματα απομένει η ελιά, ψηλά κι εσωτερικά των μηρών, δίπλα στην οικογένεια. Από εκεί περνά μια μεγάλη και ανθεκτική κεντρική φλέβα. Συνήθως στην ελιά δημιουργείται και φωλιά, σημείο δλδ όπου, μετά από άπειρες ενέσεις, η σύριγγα βρίσκει στόχο σχεδόν μόνη της, χωρίς πολύ ψάξιμο. Σε εντελώς προχώ καταστάσεις, το πλαστικό σέο προσαρμόζεται στη φωλιά χωρίς καν τη μεσολάβηση βελόνας, και το σταφ χύνεται απευθείας μέσα. Το βάρεμα στην ελιά είναι λίαν επικίνδυνο: παίζει να κουτσαθείς ή να παραλύσεις από καμιά θρομβοφλεβίτιδα. Η ένεση ως γνωστόν δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει χέρια, δεν είναι για ατζαμήδες...

Άμεσες αιτίες του κεντήματος:

  • Πολυχρησιμοποιημένες βελόνες, που έχουν στομώσει και φθαρεί.
  • Η απρόσεκτη, σκιτζίδικη χρήση. Γενικά οι ενεσάκηδες δεν είναι αυτό που λέμε άτομα της υπομονής. Πάντα λαίμαργοι και καυλωμένοι, σκέφτονται μόνο πως να ξεχαρμανιάσουν. Η διαδικασία ανεύρεσης φλέβας είναι όμως μια τελετουργία βασανιστική, μανουριάρικη, που μπορεί να κρατήσει και ώρες. Απαιτεί συνεχείς δοκιμές με αναρροφήσεις (τρυπάς λίγο τη φλέβα για να δεις αν θα εισρεύσει αίμα στη σύριγγα, αν ναι τότε είσαι οκ). Πολλοί δεν την παλεύουν, κλατάρουν και βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη...
  • Το ξινό και άλλα φαρμακευτικά οξέα, που χρησιμοποιούνται για τη διάλυση της ακατέργαστης και νοθευμένης πρέζας. Το ξινό γαμάει και τα δόντια.

Η απλή πράξη του τρυπήματος, είναι από μόνη της μια αρρώστια, ανεξαρτήτως του όποιου ψυχοσωματικού εθισμού προκαλεί η ουσία. Οι τοξικομανείς, αλλά και άλλα άτομα που τοποθετούνται - ή θέλουν να αυτοτοποθετούνται - στο λεγόμενο «περιθώριο» (φυλακισμένοι, πανκιά, παλαιότερα κάποιοι ναυτικοί), τη βρίσκουν γενικά με το να ταλαιπωρούν το σώμα τους. Χτυπάνε τατού, κάνουν piercing, μέχρι και χαρακιάζουν το δέρμα τους με ξυραφάκι, χωρίς καμιά «καλλιτεχνική» πρόθεση (οι γνωστοί τσαμπουκάδες). Με τους τρόπους αυτούς, ξεσπούν στο ίδιο τους το σώμα, την οργή και το μίσος που έχουν σωρεύσει εναντίον της κενωνίας...

Για να καλύψουν τα κεντίδια στο δέρμα τους, οι πρεζάκηδες συνήθως χτυπάνε τατουάζ ακριβώς από πάνω. Τα παλιά τατουάζ, τα λεγόμενα «φυλακόβια», γίνονταν με την πρωτόγονη τεχνική των κόκκων πυριτίου: αποτελούσαν κάρφωμα πρώτης τάξεως οτι κάτι δεν πάει καλά με τον φέροντα. Άλλος τρόπος απόκρυψης των στιγμάτων είναι με τα μακριά μανίκια, που ορισμένοι δεν αποχωρίζονται ούτε το ντάλα καλοκαίρι...

- Πω ρε φίλε, για τσέκαρε μία τον πρεζάκια απέναντι! Τι κεντίδια είν' αυτά, τι ράμματα, γαζιά κανονικά κι ετς...
- Ε, ναι, μοδίστρα με τα όλα της ο τύπος μιλάμε...

σουτάρισμα και γαζόκρυψη (από johnblack, 19/07/09)μοδιστρούλα (από johnblack, 19/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπόροι από ποικιλία κάνναβης που δίνονται ως τροφή στα πουλιά όπως και άλλοι σπόροι (νίζερ, κεχρί, λινάρι, σπόροι γρασιδιού, περίλλα, μαρουλόσπορος κ.α.). Η εν λόγω ποικιλία κάνναβης έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή και ωσεκτουτού αποφεύγεται το μαστούρωμα των πουλιών.

Ωστόσο, το λήμμα αντικαθιστά πολύ συχνά τη λέξη «κάνναβη» και μ΄αυτή τη σημασία το συναντάμε σε ρεμπέτικα τραγούδια και σε συνομιλίες μεταξύ χρηστών μαριχουάνας.

Υπάρχει δε και προσωπική μαρτυρία του γράφοντα, ο οποίος συνάντησε προ 10ετίας σε επαρχιακή πόλη της Ιταλίας μαγκρεμπέ μετανάστη να περιφέρει ένα κλουβί με ένα καναρίνι και να ρωτά με νόημα τους υποψήφιους αγοραστές αν θέλουν να το ταΐσουν.

  1. Από ρεμπέτικο τραγούδι:

Δεν θέλω μόνιμη αγκαλιά, δεν θέλω μόνιμα φιλιά
Δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και που πάω
Τi ώρα γύρισα εχθές, με ποιες αλήτευα προχθές
Τέτοια σκλαβιά δεν την μπορώ, δεν τη βαστάω
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω
Θέλει η ζωή μας αλλαγές και ας τσαντίζονται πολλές
Δεν δίνω φράγκο κάθε μια τι θα μου σούρει
Και το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν' αλλάζει τη τροφή
Κι όχι σκέτο κανναβούρι κανναβούρι
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

  1. - Φίλος ...έχω ...έχω. Έχω.
    - Μπα...
    - Έχω σου λέω. Κανναβούρι!
    - Μπα, είπαμεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα της σύριγγας στην γλώσσα των τοξικομανών. Λόγω του χρώματος και του σχήματος προφ.

- Τα 'μαθες; Ο Γιώργος έμπλεξε με την ασημένια σφήκα.
- Γάμησε τα..

Από το τραγούδι των Υπόγειων Ρευμάτων-Ασημένια Σφήκα:
...Σ' αρπάζει από τα μαλλιά η ασημένια σφήκα
βραδιές βραδιές και σε τινάζει πάνω...

- Τελευταία βρίσκω συνέχεια ασημένιες σφήκες στο παρκάκι...

(από AN21, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.

Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).

Μερσί στον knasso :-)

- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified