Further tags

Το νταούλι (βλ. φωτο 1) είναι γνωστό ευμεγέθες κρουστό μουσικό όργανο. Η έκφραση αναφέρεται στα αρχίδια μας, τα οποία κάποιος έχει πρήξει και μοιάζουν με το συμπαθές προαναφερθέν μουσικό όργανο, τουλάχιστον από πλευράς μεγέθους, ενώ δεν υπάρχουν αναφορές για προσομοίωση και του σχήματος.

Συνώνυμη έκφραση: μας τά 'χεις κάνει τσουρέκια (βλ. φωτο 2), αν και το μέγεθος του τσουρεκιού υπολείπεται αυτού του νταουλιού. Θεωρητικώς λοιπόν πρώτα γίνονται σαν τσουρέκια και αν το πρήξιμο συνεχίσει γίνονται νταούλια.

Παρά την κρατούσα άποψη ότι η έκφραση είναι καθαρά μεταφορική διότι πρακτικά δεν απαντώνται αρχίδια σε μέγεθος τσουρεκιού ή νταουλιού, η ζοφερή πραγματικότητα είναι άλλη και είναι αυτή που γραφικά αποτυπώνεται στο λινκ που παρατίθεται, αν και δεν υπάρχει σαφής και επιστημονικά τεκμηριωμένη απόδειξη ότι η πάθηση οφείλεται στο ότι κάποιος μας τά 'χει ζαλίσει.

  1. Τι κορνάρεις ρε γαμημένε μισή ώρα; Μας τά 'χεις κάνει νταούλια πρωί πρωί μη σου γαμήσω τίποτα...

  2. ... Έλεγε, έλεγε, έλεγε ο καριόλης και σταματημό δεν είχε. Μας τά 'κανε νταούλια. Αφού σε μια φάση είπα να κόψω το δάχτυλο μου με κάτι για να ματώσει και να ζητήσω να βγω έξω και καλά. Δεν αντέχεται ο πούστης... Και είναι και η βιολογία γάμησέ το μάθημα, τα μόρια και τα ένζυμα και τα ένσημα... Άει σιχτίρι λέω γω...

(από acg, 06/05/08)(από acg, 06/05/08)

Βλ. και μας τα'χεις κάνει κρεμμυδασκέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη δεκαετία του 80, τότε που είχαν έρθει στην Ελλάδα τα προϊόντα Κάλβιν Κλάιν, επειδή ήταν ακριβά όποιος τα έπαιρνε θεωρούνταν ψώνιο, καγκούρι, γενικά ψιλο-χλεχλές. Αρχικά αναφερόταν ολόκληρο με τις καταλήξεις Μάιν, Ζάιν, Ντάιν κ.ά., αλλά με τον καιρό έμεινε μόνο το Κλάιν Μάιν...

- Τον είδες τον Άκη; Πήρε και Κάλβιν Κλάιν.
- Κάλβιν Κλάιν Μάιν Ζάιν Ντάιν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η μίζα είναι το εξάρτημα εκείνο του αυτοκινήτου με το οποίο επιτυγχάνεται η ανάφλεξη. (βλ. φωτό 1)

Μεταφορικά (αλλά στην ουσία κυριολεκτικά στην Ελλάδα) μίζα είναι αυτό που παίρνει κάποιος προκειμένου να προχωρήσει μία μπίζνα προς όφελος αυτού που του έδωσε τη μίζα. (βλ. φωτό 2)

Η μίζα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές αλλά η πλέον δημοφιλής είναι προφανώς το μαύρο χρήμα, το μάμαλο, τα μπικικίνια, ο μπαμπακόσπορος, τα γκαφρά, στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2002 και μετά, τα γιούρια.

Ο παίρνων τη μίζα λέγεται μιζαδόρος, Ταπαίρνογλου ή λαμόγιο. Ο δίνων τη μίζα λέγεται επιχειρηματίας ή απλά γνωρίζων-το- πώς-κινείται-η-ελληνική-οικονομία.

Εναλλακτικά λέγεται και αρπαχτή.

1 - Ο Ταπαίρνογλου έσκασε μύτη μια χρυσή Ρολεξιά προχθές και μού 'φυγε ο τάκος... Ποοοολλά λεφτά ρε παιδί μου... Τσ, τσ, τσ...
- Ας έπαιρνες κι εσύ μία μίζα τη βδομάδα όπως ο Ταπαίρνογλου να είχαμε κι εμείς χρυσά ρολόγια. Αλλά εσύ ρε αχαΐρευτε μπατίρης γεννήθηκες και μπατίρης θα πεθάνεις... Εγώ τι φταίω που σε παντρεύτηκα δεν ξέρω!

  1. (από βλόγιον)

Το δικαίωμα στην μίζα είναι ιερό

Πανικός επικρατεί στην Siemens μετά την σκληρή ανακοίνωση του ΟΤΕ. Το διοικητικό συμβούλιο του τηλεπικοινωνιακού μας νταβατζή, ζήτησε με παπά και με κλητήρα να του ανακοινωθούν τα ονόματα όσων υπαλλήλων του, λαδώθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Επίσης απαίτησε από τον Γερμανικό κολοσσό να εξηγήσει γραπτά (τα τηλέφωνα παρακολουθούνται), γιατί έδωσε επιλεκτικά μίζες δημιουργώντας κοινωνική ανισότητα στο προσωπικό του ΟΤΕ. Ο σύλλογος των εργαζομένων συμπαρίσταται στην διοίκηση και απαιτεί την άμεση δικαίωση όλων των υπαλλήλων ανεξαιρέτου χρώματος, κομματικής ταυτότητας και βαθμού ωχαδερφισμού, με αναδιανομή των μιζών (οι μίζες, των μιζών) ώστε και οι χαμηλόβαθμοι να νιώσουν δυνατοί. Σε αντίθετη περίπτωση οι εργαζόμενοι καλούνται σε λευκή απεργία κατά την οποία αντί να ξύνονται θα εργαστούν σκληρά 2-3 ημέρες αποδεικνύοντας ότι είναι επιλογή τους η κατάντια του Οργανισμού. Η κυβέρνηση παρακολουθεί μουδιασμένη τα γεγονότα και ζητά από τον κο Κόκκαλο που γνωρίζει ανθρώπους και πράγματα να διαμεσολαβήσει ώστε να ηρεμήσουν τα πράγματα μεταξύ του εθνικού προμηθευτή και του εθνικού αγοραστή. Σε αντάλλαγμα υπόσχεται να ακυρώνει όποιο παίκτη βάζει γκόλ στα τέρματα του Ολυμπιακού και να ρίξει χλωρίνη στα πλυντήρια που πλένονται οι φανέλες του Παναθηναικού και να επιτρέψει στον Γιαννάκη να παίξει με την εθνική ενώ τα αρπάζει από τους βάζελους. Η αντίδραση της Siemens αναμένεται.

(από acg, 26/04/08)(από acg, 26/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το post-it.
Μέσα στην φιλολογία για post-rock, post-punk, post-jazz και γενικά post-οτιδήποτε, υπάρχουν και ορολογίες, όπως μετα-μοντέρνο, που έχουν αποδοθεί και στα ελληνικά. Στα πλαίσια της λογικής ότι πλέον οποιοδήποτε ρεύμα προσδιορίζεται είτε από αυτό που αντικαθιστά, είτε με το σημείο τομής που σηματοδοτεί τη νέα εποχή στην εν λόγω τέχνη, έχει προταθεί και ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας φαντασίας σε δύο περιόδους. Η πρώτη προηγείται του The It του Stephen King και αποκαλείται λογοτεχνία φαντασίας, και η δεύτερη έπεται αυτού και ονομάζεται post-it. Ο ανώνυμος γλωσσοπλάστης, ειρωνευόμενος τον συρφετό των μετα-ό,τινάναι, χρησιμοποιεί την ελληνική απόδοση του ανεγνωρισμένου αυτού φιλολογικού όρου για να αποδώσει την εμπορική ονομασία ενός ευτελούς, πλην χρήσιμου, προϊόντος από την βαρβαρικήν εις την ελληνικήν.

Κόλλα ένα μετα-αυτό στο ψυγείο γιατί θα το ξεχάσω, και δεν αντέχω την κρεβατομουρμούρα μετά.

βλ. και στίχλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενοχλητικό αντικείμενο με την μοναδική ιδιότητα να βρίσκεται πάντα στην απολύτως λάθος θέση. Η χρησιμότητά του είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του και αποτελεί μόνιμο εμπόδιο σ' αυτό που θέλουμε να κάνουμε βιαστικά ή με ακρίβεια, με αποτέλεσμα να τα κάνουμε γιάμπαλα ή να αγοράζουμε οικόπεδο.

Φυσικός εχθρός του οποιουδήποτε μπόρδοκλα είναι η μίνιμαλ τάση στην εσωτερική διακόσμηση, ενώ το κιτς, το μπαρόκ, το ρουστίκ, το κλασικό και γενικά όλα τα υπόλοιπα στυλ διακόσμησης αποτελούν το φυσικό του περιβάλλον.

1
- Μεγάλος μπόρδοκλας αυτός ο μπουφές της θείας σου της Μερόπης...
- Μετρημένα τα λόγια σου για τη θεία μου αχαΐρευτε. Είχες δει εσύ στο χωριό σου τέτοιο μπουφέ...

2
- Και κάνω μία έτσι να πιάσω το τηλεσβηστρόλ από το πάσο και δίνω μία σ' αυτή τη μαλακία το λαμπατέρ που έβαλε η γυναίκα μου (και πλήρωσε ο μαλάκας βέβαια...) και φεύγει στο πάτωμα και γίνεται γιάμπαλα. Και της το 'χα πει ότι είναι μέγας μπόρδοκλας κι εκείνη μου 'πε ότι εγώ είμαι ατσούμπαλος και το λαμπατέρ είναι λέει αντικείμενο τέχνης, αλλά πού να ξέρω εγώ από τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ευτυχής σύνθεση του γαλλικού tres joli = πολύ όμορφο και του τουρκικού αμάν = έλεος (αυτό δις, για να δείξει το μέγεθος του προβλήματος). Αν είναι απαραίτητη η μετάφραση - υπέροχα, κι ο Θεός βοηθός.

Ευρηματική αποκρυστάλλωση ενός περιρρέοντος τουρκομπαρόκ, σε πρώτο χρόνο η φράση χρησιμοποιείται για να θάψει κάτι (ρούχο, κόσμημα, γκάτζετ, σαλονάκι κλπ) στο οποίο ο ιδιοκτήτης προφανώς έχει επενδύσει πολλά αλλά το οποίο, τελικά, είναι κακόγουστο, δυσλειτουργικό και εν γένει μάπα.

Σε δεύτερο χρόνο, ένας έμπειρος χρήστης της φράσης μπορεί να την επικαλεσθεί και με διάθεση αυτοσαρκασμού όταν θέλει να δείξει ότι, ακόμη κι αν τα πράγματα φαίνονται νορμάλ, έχει φάει τέτοια απανωτά χαστούκια από τη μοίρα που, κυριολεκτικά, έχει λαλήσει και μιλάει γαλλικά σε ρυθμό αμανέ.

Κάτι για την εκφορά της φράσης. Την λέμε είτε με απολύτως άπταιστη γαλλική προφορά είτε, αν αυτό δεν είναι εφικτό, με την πιο βαριά Ελληνική που μπορούμε. Μέση λύση δεν χωράει.

  1. - Πώς σου φαίνεται το συνολάκι της Εύας, χρυσέ μου;
    - Ααα, τι να σου πω ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... και αν δε βάλουμε το λαμέ το γοβάκι στις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου πού θα το βάλουμε;

  2. - Άλεκο μου ... πόσα χρόνια, ρε παιδάκι μου ... μια χαρά σε βλέπω ...
    - Κι από καλά, καλύτερα Κώστη μου ... τρε ζολί κι αμάν αμάν ... τρία στεντ και ζάχαρο εκατόν οχτακόσια ... ε, δεν είναι να το κάνουμε και θέμα τώρα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό της λέξης μπύρα.

- Πιάσε δυο μπυρόνια να γουστάρουμε...

Το θέμα είναι να μοιράζεσαι... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified