Further tags

Η κορδέλα που φοράει στο μέτωπο της η γυναίκα που έχει πολλά μαλλιά και έτσι δεν την εμποδίζουν να απολαύσει το... τσιμπούκι της.

Εκείνη: Αγάπη μου; Μου πηγαίνει αυτό που φοράω στα μαλλιά σήμερα;
Εκείνος: Και γαμώ τις τσιμπουκοκορδέλες!

τσιμπούκια ο τίγρης... (από BuBis, 13/09/09)με σήμα την Paris... (από BuBis, 13/09/09)(από zio1, 16/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αναφέρεται σε πίτα με χωρίς κρεμμύδια και τζατζίκι. Μόνο ντομάτα και πατατούλες.

Συχνά προφέρεται πεζικό.

- Τα τρώω παιδικά για να μην παχύνω... (από εδώ)

το φονικό σουβλάκι... (από BuBis, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας άνευ αποδείξεως, στην μαύρη.

Δεδομένου ότι το παιδικό εισιτήριο κτλ. στοιχίζει λιγότερο από αυτό του ενήλικα, ο ζητών «παιδικό» όντας μαντράχαλος και, απουσία πλησίου νήπιου, αιτείται εμμέσως πλην σαφώς ανορθοδόξου εκπτώσεως.

Η χρήση του όρου βέβαια είναι συνηθέστερη, εκεί όπου δεν υφίσταται «παιδικό».

(οδηγός, αφιχθείς παρά τω σταθμώ διοδίων):

- Ένα παιδικό παρακαλώ!

το παράδειγμα τελειώνει εδώ, διότι εάν ο ταμίας κατάλαβε, τσεπώνει τα ψιλά (π.χ. 50% του ποσού) και δεν μιλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουσταλευριά, που παρεμπιπτόντως είναι η εποχή της τώρα, είναι ένα γλύκισμα (κατηγορίας ρυζόγαλου, σε μπολάκι, που το προτιμούν οι μπαρμπάδες και οι θείες), φτιαγμένο από μούστο (αγίνωτο κρασί, χυμός που βγάζουν τα πατημένα σταφύλια, συνήθως τα κόκκινα), αλεύρι και καρύδια.

Πέραν από γλυκό, είναι και μπαμπαδοσλάνγκ. Αποκαλείται μουσταλευριά ο πονηρός. Συνήθως εξέρχεται από στόματα παππούδων προς εγγονούς, ή παππούδων με την ευρύτερη έννοια για παρδαλές κοπελιές. Είναι ένας από τους κλασικούς μπαμπαδισμούς που αντικαθιστούν λέξεις σόκιν.

- Έλα εδώ ρε κατεργαράκο.
- Ναι παππού!
- Πόσες φορές σου είπα να μην πηγαίνεις στα παρτέρια;
- Να βάλω και αυτές από πέρσι;
- Είσαι μια μουσταλευριά, άλλο πράμα

- Ξέρεις ποιον είδα χθες;
- Τον Φρατζέσκο, τον είδα κι εγώ, και ζήλεψα και λίγο. Είδες με ποια νταραβερίζεται; - Σιγά μη δεν ξέρω αυτή τη μουσταλευριά. Θα του φάει ότι είναι να του φάει, και μετά θα τον παρατήσει.

(από electron, 16/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η πολύ χοντρή γυναίκα, κυρίως η πολύ βυζαρού.

  2. Η γυναίκα που μοιάζει με αγελάδα, άλλως η κλαραμπέλ.

  3. Η μαύρη και κρεμαστή πλαστική 25άλιτρη νταμιτζάνα την οποία γεμίζουμε νερό και κρεμάμε σε ένα γερό κλαδί που λιάζει, ώστε να έχουμε ζεστό νερό στο ελεύθερο κάμπι (το μαύρο χρώμα απορροφά το φως του ήλιου και έτσι το νερό ζεσταίνεται, να μην πω καίει τρελά).

  1. Ρε πστ!, δεν το πιστεύωω, ΠΑΛΙ ξέχασες να φέρεις την αγελάδα; ΠΑΛΙ πρέπει να τρέχουμε σε αυτό το φριχτό ταβερνάκι να πλενόμαστε;

Got a better definition? Add it!

Published

Οι χειροπέδες στην και πολύ γαμάουα σλανγκ. Καρακλασσικούρα σε λέω! Για να τις πεις έτσι τις χειροπέδες μάλλον κάποτε στις έχουν φορέσει, άρα είσαι γκάνγκστα γιόου και τις θεωρείς κάτι το συνηθισμένο σαν βραχιόλια. Πέρα από τη πλάκα τώρα, είναι διεθνής σλανγκ αφού έτσι τις λένε και αλλού, γκάνγκστερς και μη. Προφάνουσλυ λέγονται και έτσι λόγω του τρόπου που φοριούνται.

Βλέπε και: κελεψέδες.

  1. - Σ 'τό 'πα; Πιάσανε τον Νίκο να ληστεύει περίπτερο...Πετάχτηκαν κάτι μπάτσοι από ένα στενό και....
    - Και τι;!
    - Ε τι «και τι»; Βραχιολάκια κατευθείαν...Δικαστήριο αύριο.

  2. (στίχοι από το τραγούδι «Θυμάμαι» των Tang Ram)
    ...αποφυγή και τρέξιμο από τα καρακόλια, δε μας άρεσε το τμήμα ούτε τα βραχιόλια...

(από GATZMAN, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε έργα τέχνης που, εκμεταλλευόμενα την επικαιρότητα, αποκτούν αξία μεγαλύτερη της πραγματικής τους, χρησιμοποιώντας με τρόπο ιλαρό τον ενθουσιασμό της παρούσας στιγμής, που τα ανάγουν σε μνημεία πολιτισμού χωρίς στη πραγματικότητα να περνούν το μέσο όρο και μετά από 10 ή και περισσότερα χρόνια φαντάζουν παράταιρα σε όλους εκτός από κάποιους σκληροπυρηνικούς οπαδούς συγκεκριμένης ιδεολογίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο, του Νίκου Τζίμα.

-Την είδες την καινούρια ταινία του Ken Loach;
-Έλα μωρέ, ακόμα ένα κλασσικό αριστερούργημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικός ορισμός - σπεκ στους προλαλήσαντες: η έκφραση «από χέρι», όπως έχει προαναφερθεί, σημαίνει χωρίς αμφιβολία, κατευθείαν και, αναφορικά με αναμέτρηση, βέβαιη και προδιαγεγραμμένη επικράτηση (π.χ. κερδισμένος από χέρι) ή ήττα (π.χ. την πουτσίσαμε από χέρι).

Άλλη μια έννοια της έκφρασης είναι, η πιο γλυκιά και γούτσικη: «από χέρι αγαπημένο».

Χρησιμοποιείται κυρίως για δώρα και συνοδεύεται από πειράγματα, πονηρά γελάκια, μισοκλείσματα των ματιών, ερυθήματα προσώπων και λοιπά. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως «από χέρι», πα να πει μας το κανε δώρο το αντικείμενο των τρυφερών μας συναισθημάτων γενικώς, συνήθως γκόμενος / γκόμενα, και βέβαια παίρνει άλλη διάσταση, από ιερή έως και μυθική.

Π1 Εδώ: Χαζεύω τη Βίλα Αμαλίας και σκέφτομαι πως κρατάει ακόμα, αυτή η κολόνια. Έχω κι εγώ μια chanel, δώρο από «χέρι», εδώ και δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Το χρώμα της έχει αλλάξει και η μυρωδιά της, δεν είναι το ίδιο έντονη.

Π2 Εδώ: Χτες πήρα ένα δώρο «από χέρι», μια κρυστάλλινη αχιβάδα που την έχω όλη μέρα και την χαζεύω μπες-βγες. Είναι ένα υπέροχο πρίσμα, ουράνια τόξα παντού στον τοίχο, τις κουρτίνες, τα βιβλία, τους πίνακες, μαγεία... με ηρεμεί και με κάνει να χαμογελάω και μόνο που την βλέπω...

Π3 Εδώ: Juanita La Quejica said... Δεν γελάμε, χαμογελάμε! Ένα παρόμοιο γούρι, αρκουδάκι όμως, έχω στα κλειδιά μου αρκετά χρόνια, γιατί είναι δώρο από «χέρι». Από τις δύο ανηψιές μου. Έχει ελαφρώς ταλαιπωρηθεί, αλλά δεν μου πάει καρδιά να το αλλάξω.

Π4 Εδώ: Ειμαι ο ιδιοκτήτης της μπανάνας. Παρακαλώ μπορείτε να μου τη στείλετε; Είναι δώρο από «Χέρι», το οποίο παρεπιπτώντος αντικαθιστά τη μπανάνα οσο καιρό την ψάχνω...

Π5 Τα κορίτσια είναι μαζεμένα στο σπίτι της Σοφίας και ετοιμάζονται για το πάρτυ. -Ρε Σοφία να βάλω αυτά τα σκουλαρίκια σου με τις καρδούλες; Αφού εσύ φοράς τα χρυσά...
(Σοφία - κόβει την προηγούμενη κίνησή της στην μέση, γλαρώνει, μειδιά με γλύκα και αναπόληση:)
-Βρε Κατερίνα μου, γκχμ, όοοοχι αυτά, διάλεξε τίποτα άλλο από το κουτί...
-Μπα; (πονηρό γελάκι) γκατάλαβα, γιατί όχι αυτά; Από χέρι είναι;
-Ε, γκχμ, μου τά 'κανε (σ.ς. δώρο) ο Απόστολος, δεν θέλω να δει να τα φοράει άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παπούτσια, στην μωρουδοσλάνγκ, την ιδιόλεκτο των μωρών / μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων / νονών / γειτονισσών (τον όρο επινόησε ο τζίμ μπλόντος).

Εμείς οι μεγάλοι θα το πούμε όταν θέλουμε να είμαστε γούτσου ή όταν επίτηδες θέλουμε να κάνουμε τους σαχλούς... Αλλά δεν μιλάμε για γόβες στιλέτο ή ξώφτερνα, -παρά μόνο για αθλητικά ή κάτι σε βολικό και αναπαυτικό.

  1. - Κοίτα, κοίτα, κοίτα τι σου πήρε η νονά!!! Καινούργια παπά!

  2. Δες, μωρό μου τα καινούργια μου παπάαααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμάξι ή μηχανάκι που έχει υποστεί κάποια after market βελτιωτική επέμβαση επί του κινητήρα του. Συχνά συγχέεται εσφαλμένα με το κωλοφτιαγμένο, παρόλο που οι δύο όροι δεν ταυτίζονται. Σκοπός του παρόντος είναι να άρει δια παντός την σχετική παρεξήγηση.

Το κωλόφτιαγμα ή κωλοφτιάξιμο αφορά, όπως έχουμε πει, μια πολύ ευρεία γκάμα επεμβάσεων: από τις καθαρά χρηστικές μετατροπές στα μηχανικά μέρη (μοτέρ, αναρτήσεις κλπ) μέχρι τις καθαρά «εικαστικές» παρεμβάσεις, τύπου φιμάτο τζάμι, μπλε φωτάκια στο καπό κλπ.

Αντιθέτως, το πείραγμα αφορά αποκλειστικά τον κινητήρα. Σε μια στρογγυλοφάναρη πάπια π.χ. μπορείς να τοποθετήσεις μεγαλύτερο πιστόνι (αύξηση κυβισμού) ή να βάλεις μεγαλύτερο καρμπυρατέρ (για αποδοτικότερες καύσεις). Το πείραγμα έχει κατά κανόνα ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεν γίνεται για το θεαθήναι. Το εργαλείο αναβαθμίζεται και πηγαίνει πιο κομμάτια. Ωστόσο, πείραγμα από πείραγμα διαφέρει. Άλλα είναι ποιοτικά και κρατάνε μια ζωή, άλλα κρατάνε μια βδομάδα ή και λιγότερο. Αν π.χ. πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσεις μια στημένη κόντρα, υπάρχουν τρόποι πειράγματος που θα πουσάρουν το μηχάνημα στα όριά του, ίσα για τον αγώνα. Μετά πας στανταράκι για αλλαγή μοτέρ.

Συμπέρασμα: Το κωλοφτιαγμένο είναι σαφώς ευρύτερη έννοια. Ένα κωλοφτιαγμένο παίζει συνήθως να είναι και πειραγμένο, το αντίθετο όμως είναι λογικώς αδύνατο.

Οι κάγκουρες σαφώς και δεν αποστέργουν το απλό πείραγμα, ρέπουν όμως περισσότερο προς το γενικότερο κωλοφτιάξιμο, όντας αθεράπευτα ποζεράδες και φιγουρατζήδες.

Οι κάγκουρες δεν διαθέτουν την αποκλειστικότητα στις μοντιφιές. Καθ' όλα ευυπόληπτοι τυπάδες, χομπίστες και λάτρεις της αυτοκίνησης, πειράζουν το μοτέρ του αμαξιού τους, χωρίς βέβαια να το κάνουν και λατέρνα. Κυκλοφορούν λοιπόν στους δρόμους πειραγμένα εργαλεία με κάτι μοτέρ τούμπανα, που ούτε καν τους φαίνεται. Θα το καταλάβεις μόνο αν πας να μετρηθείς μαζί τους, οπότε και θα σε κεράσουν ένα ζεστό τσαγάκι... (αφού πρώτα φας τη σκόνη τους).

Υπάρχει και υπερθετικός για το πειραγμένο, αν και όχι τόσο διαδεδομένος: κωλοπειραγμένο. Με την προσθήκη του επιτατικού προθέματος κωλο-, μιλάμε πλέον για ένα υπερμηχάνημα-κόσμημα, που και τουμπανιασμένο μοτέρ διαθέτει, αλλά και εξωτερικά γαμεί μανούλες, είναι άκρως εντυπωσιακό, άγριο και «κακό»...

  1. Θρυλείται βάσιμα πως οι μοτοσυκλέτες των ζητάδων (των μπάτσων της Ομάδας Ζήτα), ιδίως εκείνα τα αειθαλή Suzuki GSX 750, είναι πειραγμένα, ενίοτε και με έξοδα των ιδίων των καυλόγκαζων αναβατών τους. Διότι ο αστικός μύθος θέλει τους σκληροτράχηλους αυτούς μηχανόβιους να προέρχονται από την ίδια πάστα με αυτούς που κυνηγούν, δλδ τους κάγκουρες και λοιπούς παραβατικούς τύπους. Δεν είναι σπάνιο να εμπλακεί ζητάς σε κόντρα, έτσι, για την καύλα του (προσωπικά είχα πετύχει ζητά να στήνει το προαναφερθέν εφταμισάρι suzuki του, με ένα Honda CBR 900, στο φαληρικό Δέλτα. Για την ιστορία, ο χοντάκιας τον πάτησε).

  2. Το πείραγμα δύναται να γίνει και ηλεκτρονικά, με την εισαγωγή του κατάλληλου προγράμματος στον εγκέφαλο του αυτοκινήτου. Αυτό συνήθως γίνεται μόνο σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία, με κωδικούς που έρχονται απευθείας από τη μαμά εταιρεία. Π.χ. για το Mercedes SLK 200, μπορείς με ένα τέτοιο ειδικό κιτάκι, που κοστίζει μόλις 2300 ευρώπουλα, να ανεβάσεις την ιπποδύναμη από 163 σε 192 αλόγατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified