Further tags

Κυριολεκτικώς η έννοια της λέξεως αυτής αναφέρεται στο κατάρτι ενός πλοίου. Μεταφορικώς περιγράφει ένα ευμέγεθες και μακρύ ανδρικό μόριο (συνήθως όταν είναι σφόδρα ερεθισμένο).

- Πως περάσατε χτες με την Βούλα, βγήκατε;
- Πολύ ωραία φίλε. Φορούσε και ένα μίνι και φαινόταν τα μπούτια της, και μου σηκώθηκε το άλμπουρο.

Δες και κατάρτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ λεξιπλασία, τὴν ὁποίαν προτείνω ὡς χαρακτηρισμὸ γιὰ ἀξιόλογα λήμματα, βαθμολογημένα μὲ πολλὰ ἀστέρια, τὰ ὁποῖα ὅμως «ἐκλάσθησαν» σὲ ἐπίπεδο σχολίων, διότι οἱ σχολιασταὶ προτίμησαν νὰ τὸ γυρίσουν σὲ λογοπαιξίες, ἀναγραμματισμούς, σὲ μοτοσυκλετιστικά, μπασκετικά, ποδοσφαιρικὰ κλπ, ἄσχετα μὲ τὸ λήμμα, θέματα.

Τὸ «κλάνεται μετὰ πολλῶν ἀστέρων» εἶναι ἕνα εἶδος ἀντιφατικοῦ χειρισμοῦ, κάτι σὰν τὸ «ἀπορρίπτεται μετὰ πολλὠν ἐπαίνων», ἢ «πολὺ ὡραῖο τὸ Μεταξᾶ 5**, ἀλλὰ θὰ πιῶ *Κουρτάκη μὲ Κόκα Κόλα».

Ἐτυμολόγησις: κλαστερᾶτο < κλασ-μένο + ἀστερᾶτο.

Βλ. λῆμμα γαμίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ ἡ ἔμπνευσις.

Ἐπίσης, τὰ ἡμέτερα τουτού, σαραμπαμπίτς καὶ πολλὰ ἄλλα, πολὺ ἀξιολογότερα.

Ἀστερᾶτο (από aias.ath, 16/12/09)Κλασ- (από aias.ath, 16/12/09)(από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για εξάρτημα πυροβόλου όπλου το οποίο χρησιμοποιείται για ελαχιστοποίηση/καταστολή του ήχου και της λάμψης που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστός και ως καταστολέας ήχου/λάμψης (σουπρέσσορ αγγλιστί).

Μεταφορικώς όταν χρησιμοποιείται, αναφέρεται στο προφυλακτικό, εξάρτημα του πέους που χρησιμοποιείται για την ελαχιστοποίηση/καταστολή της τριβής και του φλοκίου που προκύπτουν από την πυροδότηση αυτού, γνωστό και ως καταστολέας τριβής/σπέρματος (ντίκ σάιλενσερ αγγλιστί)

Μπαμπάς: - «Που πας παλικάρι μου, θα βγεις;»
Γιός: - «Ναι πατέρα, θα βγω με την Δανάη, την κοπέλα μου»
Μπαμπάς: - «Μπράβο παλικάρι μου, μην ξεχάσεις να βάλεις σιγαστήρα όμως, έτσι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προϊόν της εταιρείας Burberry στα μάγκικα, είτε είναι τσάντα είτε άρωμα. Στη λέξη υπάρχει μια ιδέα ειρωνείας και περιφρόνησης για τα συγκεκριμένα προϊόντα, μάλλον επειδή είναι ακριβά (και κακάσχημα κττμγ. Είναι όλα ολόιδια!) και ως γνωστόν ότι δε φτάνει η αλεπού μπλα μπλα μπλα.

Χαρακτηριστικό των μπαρμπουριών είναι το σχέδιο τους. Σε όοοτι και να βγάζει θα έχει το σχέδιο και χρώμα του μηδιού 1. Και όμως ούτε αυτό αλλα ουτε και η υψηλή τους τιμή αποθαρρύνουν τα 15χρονα-την-έχω-δει-και-πολύ-ντίβα κοριτσάκια να τα αγοράζουν, όχι οτι οι μεγάλύτερες πάνε πίσω...

Δεν έχει καμία σχέση με την σταχτη και την μπούρμπερη.

  1. - Άτσα το Ελενάκι! Μας φόρεσε τα μπαρμπούρια σήμερα στο σχολείο...!
    - ...Άλλη μια ψωνισμένη μπαζοπαρτολάρα...

  2. - ΓΥΝΑΙΚΑ!!! ΓΑΜΩΤΟ! ΠΟΥ ΠΗΓΑΝΕ ΤΑ 400 ΕΥΡΩ;!;!;!
    - Πήρα ενα φορεματάκι πολύ ωραίο! Να κοίτα!
    - (βλέπει το προαναφερθέν σχέδιο) ΓΑΜΩ ΤΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ! ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΝΤΥΝΩ ΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΝΑ ΜΗ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΕΞΩ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της 70-80ετίας, για την πλατιά γραβάτα που φορούσανε οι τότε καθωσπρέπει (νύν κομιλφώ) κύριοι κι άνοιγε βαθμηδόν προς τα κάτω, σαν παλαμίδα κρατημένη ανάποδα σε αναμνηστική φωτογραφία λουομένου με κάποιον «φίλο ντόπιο ψαρά».

Ήταν παρδαλού χρώματος και λαχουρί σχεδίου, δεμένη με αυτοσχέδιο κόμπο, αλλά εκείνη την αλήστου μνήμης εποχή, σημασία είχε η ύπαρξή της και μόνο, ενώ το ποιόν της ήτανε ψιλά γράμματα. Αν τη φορούσες, ήσουν «κύριος με γραβάτα» (σου λέει ο άλλος). Πάει και τελείωσε.

Τη δεκαετία ‘50-‘60 ο κόσμος φορούσε μια λιγνή γραβάτα με μονό κόμπο που ανέμιζε σαν το κορδόνι με την αγκράφα των καουμπόηδων, ενώ η παλαμίδα μέχρι την δεκαετία του ’90 (για να μην πώ και μέχρι σήμερα) είχε αυξομειούμενο ύψος: Έφτανε καμιά φορά μόνον έως τον θώρακα σαν μωρουδίστικη σαλιάρα ή περίσσευε μέχρι τα γόνατα σαν παπαδίστικο αντιμήνσιο.

Η εκκρεμής γραβάτα του κοντού που ήτανε γάτα, είναι μια κλασσική παλαμίδα.
Ο Βασιλάκης πίνοντας το φραπεδάκι με τις 29 ζάχαρες, μας εξηγεί οτι φόρεσε παλαμίδα με το Τζιανμάρκο Βεντούρι κοστούμι του για να βγάλει έξω τη γκόμενα, διότι «πού να φτουρήσουν τώρα οι γαύροι»;

Άλλοτε φαινόταν το πάνω τελευταίο κουμπί απο το πουκάμισο (άλλοτε πάλι ήταν κι ανοιχτό!), κάποτε-κάποτε έχασκε και κρεμόταν το μέσα δεύτερο κομμάτι της, κάτω απ’ το μπροστινό και μερικοί τύποι το βόλευαν όπως-όπως μέσα απο το πουκάμισο ή το παντελόνι (ή και το σώβρακο) για να μην πετάει.

Ήταν εκείνο το αξέχαστο σύντομο καλοκαίρι του σοσιαλισμού, που οι άντρες φορούσαν μουστάκι και κοστούμι χωρίς γραβάτα με ανοιχτό γιακά, έβαζαν το πουκάμισο μέσα απ’ το σώβρακο για να μην το ξερνάει το παντελόνι λόγω της ανοικονόμητης πατσοκοίλας, πάντα διαφαίνονταν η ιδρωμένη μάλλινη τιραντέ φανέλα πίσω απ’ το πουκάμισο κι έκαναν καραφλάζ με τις τρίχες να εκτελούν το δρομολόγιο Ρίο-Αντίρριο πάνω στην κουρούπα τους.

Κλασσικό στυλιστικό παράδειγμα της εποχής (εκτός απ’ τη φαλάκρα), είναι ο παλαμιδοφόρος κύριος που ρουφούσε μακαρίως τον «ρωμέικο» καφέ Bravo, λέγοντας οτι «εμείς τον λέμε Ελληνικό». Άλλα αντ’ άλλων...

Η ρεξόνα κι ο Ζαμπούνης όμως, πάτησαν σαν οδοστρωτήρας αυτήν την αθώα εποχή. Τώρα η μεταξωτή γραβάτα κι ο διπλός κόμπος είναι sine qua non, άμα θες να σου πούν μια καλημέρα της προκοπής.

Πάντως η βουτηγμένη στον τούρκικο καφέ παλαμίδα του Κοτανίδη στην παλιά διαφήμιση «για καλό και για κακό» (Ασπίς Πρόνοια), απηχούσε την οικονομική σταθερότητα των μεγάλων ανωνύμων εταιριών σε κάθε στραπάτσο, ενώ οι σημερινοί διπλοί κόμποι και οι κομψές πλεκτές γραβάτες, ελάχιστα απέτρεψαν το φαλιμέντο του ομίλου...

- Γουστάρεις γραβατιά;
- Πού την κονόμησες την παλαμίδα;
- Τί, δε σ’ αρέσει; Ξέρεις πόσο έχει; 60 ευρώπουλα έσκασα!
- Δε λέω, για κανα 70’ς πάρτυ στα Μπουρμπούλια καλή είναι...
- Τί λές ρε άσχετε; Τελευταία μόδα είναι σου λέω!
- Όσο γι’ αυτό, όντως τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.

Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.

Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.

Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.

Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.

Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.

Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.

Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.

Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.

  1. Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...

  2. Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.

Περί ορέξεως ...πατσάς! (από allivegp, 20/12/09)ΑΜΑΝ. Στο 2:22 και μετά. (από patsis, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται κοινώς για την κολόνια ή το άρωμα ή γενικώς ό,τι χρησιμοποιείται στον αρωματισμό του σώματος (ή και στόματος) με σκοπό την εξουδετέρωση της κακοσμίας / δυσοσμίας / μπόχας.

- Ρε συ οι μασχάλες σου μυρίζουν σαν παστουρμάς, πώς θα βγεις έξω;
- Α μην σε απασχολεί, θα βάλω λίγη ξεβρωμίστρα και τελείωσε η υπόθεση.

Βλ. και γαλλικό ντους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέλα στην διάλεκτο των μπετατζήδων (προφανώς λόγω της ομοιότητας του πίσω μέρους της με κρασοβάρελο) είναι η μπετονιέρα (το φορτηγό).

  1. από VHF:
    - Βαρέλα 2, πού είσαι;
    - Ξεφορτώνω, σε κανα μισάωρο θα 'μαι βάση.
    - Ωραίος, ξαναγεμίζεις και φεύγεις για Κονταξάκη.
    - Έγινε....

  2. - Σε τι κατάσταση βρισκόμαστε;
    - Δύο βαρέλες είναι οφ, τρεις στο εργοτάξιο του Θεοχαράκη, δύο στου Παπαδόπουλου και άλλες δύο σταντμπάϊ.
    - Σκατά... Πάρε τη μία με το που τελειώσει από Θεοχαράκη, να φύγει για Τερζόπουλο, και οι άλλες δύο φορτώνουν αμέσως για Φερτίδη. Συνεννοήσου και ενημέρωσε με.

(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι έλεγε επί Χούντας περιπαιχτικά ο κοσμάκης τον φαντάρο στο σύμβολο της 21ης Απριλίου, με το τρίπτυχο πουλί-φαντάρος-φωτιά (ότι ο Φοίνικας που αναγεννάται εκ της στάχτης του και κουραφέξαλα) και μετωνυμικώς ολόκληρο το σύμβολο.

Ο στρατιώτης Παπαδόπουλος 80η ΕΣΣΟ στη «Λούφα» (1984), δήλωσε αηδιασμένος «σας βαρέθηκα κι εσάς και το πουλί σας», αλλά έπρεπε να πάω φαντάρος για να καταλάβω για ποιο λόγο καίει την φωτογραφία στο τέλος...

Η έκφραση ήταν, λοιπόν, ένας από τους ελάχιστους θεμιτούς κι ακίνδυνους τρόπους εκδήλωσης αποδοκιμασίας προς στα ένστολα κωθώνια της 7ετίας, εκ μέρους του κατά τα λοιπά λουφάζοντος (και εν πολλοίς βολεμένου) ελληνικού λαού.

Άλλωστε, η σαρωτική επιτυχία της παντελώς στερουμένης καλλιτεχνικά (όπως λένε κι οι Λ. Νταράλας και Γ. Μουφλουζέλης στο ρεμπέτικο «εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο») ταινίας με τη ζωή του Μπελογιάννη το 1980, που υποστηρίχθηκε θερμά από μια «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», εξηγεί την εκδίκηση της γυφτιάς.

Η εκδίκηση τελείωσε, ο αγώνας δικαιώθηκε. Η γυφτιά παραμένει.

Τελοσπάντων για να μην τα πολυλογούμε, το εύστοχο σκώμμα αφορά στην εικονιζομένη πυροβασία του φανταράκου πάνω στις φωτιές του συμβόλου, κατ’ αναλογίαν προς το έθιμο των αναστενάρηδων (τ' «αναστενάρια») κυρίως στις Σέρρες, στη Βέροια, στη Δράμα και πιο γνωστά στο Λαγκαδά, όπου γίνονται παγανιστικο-χριστιανικές τελετές απόδοσης τιμών προς τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (21-23 Μαΐου), με ξυπόλητους χορευτές πάνω σε πυρακτωμένα κάρβουνα, κρατώντας την εικόνα των αγίων.

Τώρα, άλλοι λένε περί διονυσιακή παράδοση, άλλοι πρωτοχριστιανική, άλλοι ότι πρόκειται περί ινδικού μάμπο-τζάμπο. Μήτε γω ήμουν εκεί – μήτε σεις να το πιστέψετε. Άσε που η εξήγηση του φαινομένου απαιτεί μια μπουγάδα σεντόνια και θα’ χουμε γκρίνιες (και είμαι και αναρμόδιος και βαριέμαι κιόλας βρε αδερφέ)!

Ο Τζιμάκος λέει στην «Ελλάδα στα κάρβουνα» (1989) ότι «πυροβατεί σε αναμμένα σκατά». Πράγματι, οι κάτοικοι του κέντρου του Κλεινού Άστεως, έχουν την έμμεση εμπειρία του αναστενάρη, αφού παίζουν καθημερινά κουτσό στα κουραδόστρωτα πεζοδρόμια για να πάνε στη δουλειά τους, μιας και οι μεγαλοκυράδες αφήνουν με τακτ τα μαντρόσκυλα να αφοδεύουν χύμα στο κύμα. Καλά τα λέει η Αρβελέρ λοιπόν. Ο Ελληνικός Πολιτισμός έχει συνέχεια...

Πάντως, κάτι αναφέρει ο Εμ. Παπαζαχαρίου στην «Πιάτσα» (1980) για τ’ αναστενάρια, σεβόμενος την παράδοση, ενώ το όντως απόκοσμο βλέμμα των πραγματικών αναστενάρηδων του Λαγκαδά στην ταινία «Τρελλός, παλαβός και Βέγγος» (1967), υποδεικνύει ότι μάλλον θα πρέπει να πάρουμε το δρώμενο στα σοβαρά. Βέβαια, αν επιχειρούσαν οι μουσάτοι Myth Busters ν’ ανακατέψουν την επιστήμη για να εξηγήσουν το φαινόμενο, μάλλον θα τους πλάκωναν στις μαγκουριές τίποτα παπάδες. Έτσι, let sleeping dogs lie. Για πάντα.

Acknowledgement: από έμμεση ασσίστ στο μήδι του panos1962 εδώ.

- Θες να δεις τη συλλογή μου από παλιά νομίσματα;
- Αλήθεια το λες, ή το πάμε για καβάλες;
- Όχι ρε, αφού σου λέω. Μαζεύω χρόνια τώρα.
- Κι εγώ! Έχω και τρούπιες δεκάρες απ’ τον παππού μου, ανταλλάζεις;
- Αμέ! Έχω πολλά εικοσάρικα με τον Αναστενάρη, αν τα θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified