Further tags

Πρόκειται για τον ανθό της γαλατσίδας. Αυτό που όλοι μας έχουμε φού και φού σκορπίσει στους πέντε ανέμους με ένα φου.

Η σύζυγος του Τζέφρι μας πληροφορεί ότι αποκαλείται κλέφτης διότι μπαίνει στα σπίτια μας απρόσκλητο με τον αέρα (βλ. παράδειγμα). Κάτι θα ξέρει εκείνη.

Έμπνευση: Mes και Gaidouragathos.

- Γαλατσίδα ή Ζόχος. Φυτεύεται σε κήπους για να ελκύσει τις μικρές Νεράιδες. Αποξηραίνεται και προστίθεται στα ονειρομαξιλάρια για να έρχονται τα αερικά στα όνειρά μας. Η παράδοση επίσης λέει, ότι το Φθινόπωρο που οι σπόροι του φυτού σκάνε και πετάνε εδώ κι εκεί (οι λεγόμενοι «κλέφτες»), αν πιάσεις έναν «κλέφτη» και μετά τον αφήσεις, θα σου εκπληρωθεί μια ευχή.
(εδώ)

- Στις προθήκες με τα αντίγραφα φυτών και ανθέων η κυρία Ερντογάν στάθηκε μπροστά σε μια εντυπωσιακή επιχρυσωμένη γαλατσίδα. «Αυτό το φυτό λέγεται “κλέφτης” γιατί οι σπόροι που μοιάζουν με φτερό μπαίνουν στις αυλές και στα σπίτια με τον άνεμο» την ενημέρωσε η κυρία Αντα Παπανδρέου και εκείνη φάνηκε να διασκεδάζει με την ονομασία του φυτού...
(τα «ΝΕΑ»)

Προσοχή, κλέφτης! (από Vrastaman, 15/09/10)«Τα ιώδη άνθη του γαϊδαουράγκαθου έχουν αλλάξει μορφή κι έχουν μετασχηματιστεί σε δέσμες από »κλέφτες«». (από Khan, 15/09/10)Ο κλέφτης του φίλου γαιδουράγκαθου.Παιζει και σε παλιότερο κλέφτη που έχει αποφυλακιστεί ήδη. (από GATZMAN, 15/09/10)(από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλεζουάρ ή γλύφανο (αγγλ. reamer).

Εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει, να μεγαλώσει η να δώσει ακριβές μέγεθος σε υπάρχουσα οπή.

εδώ κι εδώ

  1. «Εναλλακτικά κάνεις πολλές μικρές τρύπες με μικρότερο τρυπάνι και το τρως με την λίμα ή χρησιμοποιείς αλεζουάρ
    Για οικονομία υπάρχει η κωνική λίμα 5-18mm που μοιάζει με κουκουνάρι... είναι λίγο ατσαλιάρα γιατί γεμίζεις γρέζι αλλά έχει περίπου 3-5 ευρώ και κάνει την δουλειά σχετικά γρήγορα και πολύ πιο εύκολα από τα τρυπανάκια... »

Από: εδώ

  1. εκείνη : ο λα λα λα , ζε σουι πετιτ, Φρανσουά
    εκείνος : βου λε βου κουσε αλεζουαρ μαντάμ;
    εκείνη : ντακορ
    και οι δυο μαζί : κου πε πε , κου πε πε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι στο κότερό σου και οργώνεις τα πέλαγα. Έλα όμως που κάποια στιγμή χρειάζεται να αράξεις και λίγο σε κάποιο κολπίσκο. Φουντάρεις την άγκυρα, ρίχνεις τα μπανάκια σου, πίνεις τα ποτάκια σου και μετά από μερικές ώρες ετοιμάζεσαι να φύγεις. Έλα όμως που ο βυθός είναι βραχώδης (δεν το είδες πριν φουντάρεις) και τώρα σου βγαίνει η πίστη ανάποδα για να βιράρεις την άγκυρα.

Οπότε μαθαίνεις ότι σε βραχώδη βυθό πρέπει να κάνεις κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία, για να βιράρεις εύκολα. Ποιο είναι το κόλπο;

Βάζεις κλέφτη. Δένεις δηλαδή ένα σχοινάκι στον αγκώνα της άγκυρας, την άλλη άκρη του σχοινιού τη δένεις σε μια τσαμαδούρα και ρίχνεις την άγκυρα. Όταν θες να βιράρεις, πας στο σημείο που είναι η τσαμαδούρα (πάνω από την άγκυρα) και βιράρεις χωρίς κόπο (αλλά με τρόπο).

Από εδώ:
Αν η άγκυρα «ντέσει», κάνουμε κινήσεις με τη μηχανή, βιράροντας από διαφορετικές γωνίες για να την ελευθερώσουμε. Με τον «κλέφτη» όμως μπορούμε να έλθουμε απίκο και λασκάροντας την καδένα και βιράροντας τον κλέφτη, ν' αλλάξουμε τη θέση της άγκυρας μέχρις ότου ελευθερωθεί, οπότε βιράρουμε κανονικά την καδένα.

Άγκυρα με κλέφτη (από το site που είναι και το παράδειγμα) (από Doctor, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αστεία (για κάποιους) λέξη που προέρχεται από το στραγγίζω.

Στραγγίδι (πληθυντικός στραγγίδια) είναι το υγρό υπόλειμμα που δημιουργείται από: στράγγιγμα, στύψιμο, πάτημα, ζούληγμα ή πίεση με σκοπό την απαλλαγή μιας μάζας από υγρά. Στην παραγωγή του στραγγιδιού συνεισφέρουν διάφορα αντικείμενα και συνθήκες όπως στραγγιστήρι πιατικών, σουρωτήρι, τρυπητό, τρύπα απορροής - αποστράγγισης (νιπτήρα κ.λπ.), η βαρύτητα ή η αντλία με τον πεπιεσμένο αέρα που παρασέρνει τα πάντα όλα (όταν αφήνουμε να στραγγίσει κάποιος περιέκτης, π.χ. δοχείο ή σωλήνωση) κ.λπ.

Το στραγγίδι είναι πράμα συχνά αναπόφευκτο, αλλά συνήθως ανεπιθύμητο, φύρα, χασούρα, μπελάς και τσαντίλα. Για να θες να το στραγγίσεις το πράμα, παίζει:

  • να μην τα θες τα ζουμιά, επειδή σου λερώνουν τη λοιπή μάζα υλικού τ. πιάτα για στέγνωμα, σκουπίδια πριν τη διαχείρισή τους, το πιάτο από τα φασολάκια πριν το αδειάσεις στον κάδο και γεμίσει ο πάτος κάτω από τη σακούλα με ζουμιά (πώς περνάνε τα γαμημένα έχει δεν έχει τρύπα…),
  • να τα θες τρελά τα ζουμιά, πχ ένα ακριβό υλικό που περνάει μέσα από σωλήνες και συσκευάζεται και κολλάει στα τοιχώματα (ειδικά αν είναι παχύρευστο) και πρέπει να το μαζέψεις για να μην πάρει στράφι ή για να μη λερώσει το επόμενο πράμα που θα περάσει από το σωλήνα.

    Να πούμε εδώ ότι το λήμμα κάνει ρίμα μεταξύ άλλων με το αρτίδι, το απίδι και το αρχίδι (ναι, αυτό σας θύμιζε).

Εδώ για ζουμιά σε σκουπίδια που πρέπει να μπαλοποιηθούν: Κατά την διαδικασία της μπαλοποίησης θα υπάρχουν κάποια στραγγίδια τα οποία θα απομακρύνονται και θα πηγαίνουν σε βιολογικό καθαρισμό, οπότε δεν θα υπάρχει καμία επίπτωση στο περιβάλλον.

Ο παλιός δείχνει τα κατατόπια στον νέοπα : -...και εδώ γίνεται η αποστράγγιση του δικτύου. Κοίτα εδώ... το βλέπεις το βανάκι στο κάτω κάτω σημείο; Εκεί ρε φίλε, εκεί που είναι κρεμασμένο το ντενεκάκι το γκρι... Α να γεια σου! Είναι για να μαζεύει τα στραγγίδια αυτό. Κανόνισε θα έρχεσαι κάθε πρωί να ανοίγεις το βανάκι και μετά θα αδειάζεις το ντενεκάκι, μη ξεχειλίσει, θα φας κωλόχερο στάνταρ, εγώ μια φορά στο είπα...

Συγκάτοικοι:
-Ρε Αφροδίτη, μια βδομάδα έφυγα, μπουρδέλο η κουζίνα! Εμ δεν έπλυνες ούτε ποτήρι, εμ κοντεύουν να βγάλουν βατράχια τα στραγγίδια κάτω από τη πιατοθήκη από τότε που τα 'πλυνα εγώ. Βαρέθηκα!

Στραγγατο από γίδι----->στραγγίδι (από GATZMAN, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τσίγκινη συσκευασία έτοιμου φαγητού τίγκα στα συντηρητικά και τα βελτιωτικά γεύσης.

Απαντάται σε διάφορα σχήματα με πιο διαδεδομένο το κυλινδρικό για υδαρές περιεχόμενο και κυβικό ή τραπεζοειδές για στεγνό (λατσιομήτι και κορνεμπίφι ).

Τελευταία εμφανίστηκαν και κάτι εξάγωνα που το παίζουν ιστορία , και καλάουα ποιότητακι έτσι.

Το τενεκεδάκι αυτό, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, αποτέλεσε το βασικό φονικό όπλο των αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών και ειδικά ως οξειδωμένο.

Σλανγκικώς, και καταλήγω, είναι το όχημα του μπάρμπα-Μπρίλιου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: ανήκει στον προηγούμενο αιώνα, δεν πάει, δεν σταματάει, δεν στρίβει, καίει περισσότερο λάδι στον θάλαμο καύσης από βενζίνα (απλή), και μπορεί να είναι από καντέτ και σάννυ έως λάντα και σκουντάι άξιντεντ.

  1. Όταν λες ότι δεν χωρούσες μέσα στην SLK τι εννοείς; Μήπως να το ξανασκεφτείς;

Μιλάς για αυτοκίνητο (SLK) και για κονσερβοκούτια με ρόδες... αν θες να κάνεις τη σύγκριση.

από εδω

και ...
2. Ωραια τα λες, αλλα δοκιμασε να πας διακοπες στην Παργα με δυο διαβολακια κρεμασμενα στους πλαινους σακκους της μηχανης, την συζυγο απο πισω και τα μπαγκαζια δεμενα με ταινια στο κρανος, το ντεποζιτο, το πισω φτερο και το μπροστινο πιρουνι.

Και μετα μου λες τι χρειαζεται το κονσερβοκουτι...

από 'κει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σωλήνας που εισέρχεται σε κάνιστρο ή ρεζερβουάρ με σκοπό την μετάγγιση καυσίμων (συνήθως), σε άλλο δοχείο συνήθως κρυφίως και υποχθονίως. Η δε πράξη πραγματοποιείται τις πρώτες πρωινές ώρες με άκρα μυστικότητα για ευνόητους λόγους.

Ο κλέφτης (που λέγεται και λουλάς), σε ερασιτεχνική μορφή δεν έχει κανένα φορητό μέρος και η αναρρόφηση γίνεται με το στόμα, με τα γνωστά επακόλουθα για τον ρουφηχτή (μπλιαχ).

Σε εκδόσεις πατενταρισμένες που πωλούνται στα καταστήματα, ο κλέφτης συμπληρούται από φούσκα που, πιεζόμενη, αντικαθιστά την δια στόματος αναρρόφηση.

  1. Αφού δεν τη έπαθες, κάνε το σταυρό σου. Καλά θα κάνεις να ξεχάσεις το χωνί, και να πάρεις έναν «κλέφτη» ή έστω σωλήνα. Όσο για το πλαστικό μπιτόνι, ή πάρε ένα από αυτά τα ειδικά για βενζίνη ή ένα σιδερένιο κάνιστρο. ΟΧΙ ΑΝΟΞΕΙΔΩΤΟ γιατί αυτό είναι χειρότερο από το πλαστικό...

από εδω

  1. Σπύρο μου, εάν το ρεζερβουάρ, ο κλέφτης και το χωνί είναι τα ειδικά για βενζίνη, αυτός ο τρόπος είναι ο πιο ασφαλής τρόπος μετάγγισης της βενζίνης... (από το ίδιο μπλογκ)

(από GATZMAN, 16/09/10)Κλέφτης βενζίνης (από poniroskylo, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «είμαι Θεσσαλονικιός και μένω σε πολυκατοικία».

Πολλοί Θεσσαλονικείς απορούν γιατί η έκφραση αυτή προκαλεί χαμόγελα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

- Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Φοιτητικά Διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη (...) Εδώ και δύο χρόνια μένω στην οικοδομή αυτή. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες που έχω μόνο θετικές είναι. (εδώ)

- Μένω στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα απέναντι από το Δημαρχείο Συκεών. Η οικοδομή μας αποτελείτε από 3 οροφοδιαμερίσματα μια πυλωτή και ένα μαγα ...
(εκεί)

- Εγω παλι εχω καταγωγη απο Κρητη αλλα δεν παω συχνα..Το πρωτο που ακουσα ηταν προσεχε με ποιους κυκλοφορεις και πως ντυνεσαι γιατι εδω δεν ειναι θεσσαλονικη, θα σε προσβαλλει κανενας..Κι εγω αφελεστατα..μα γιατι,τι του κανα; Προσβαλλω τελικα σημαινει φλερταρω..και αλλες 2 λεξεις που θυμαμαι ειναι το διερμιζομαι(συμμαζευω)..ειναι δυνατον παθητικη φωνη;και μην αγλακας μπρε παραουλε...χαχα(μην τρεχεις ρε βλακα)Και επισης εκει ηταν που γελουσαν για το οτι μενω σε οικοδομη..γκρρρρ...
(παραπέρα)

- ΕΙΣΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΔΙΟΤΙ:
(...)
50. ... λες ότι μένεις σε πολυκατοικία και όχι σε οικοδομή
(...)
(παραδίπλα)

Μαντέψτε σε ποια πόλη βρίσκεται αυτή η πινακίδα :-) (από Vrastaman, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτί που πιστοποιεί στον Ελληνικό Στρατό την πλήρη αχρηστία κάποιου πράγματος και σε βοηθάει να το ξεχρεωθείς (αφού τα πάντα στο στρατό είναι χρεωμένα σε κάποιον).

Από τα αρχικά των λέξεων Πέραν Οποιασδήποτε Επισκευής (ΠΟΕ).

Αποθηκάριος: Κύριε Διοικητά αυτές οι αρβύλες είναι για πέταμα!
Δίκας: Καλά, πήγαινε στο ΛΥΠ να σου βγάλουν ένα πεόχαρτο.
Απ: Μάλιστα κ. Διοικητά!
Δικ: Αλλά μετά μην τις πετάξεις! Κράτα τες στην αποθήκη μήπως χρειαστούν!*

*Εναλλακτικά: Βάλτες στο φορμπαγκάζ μου! (είναι γνωστοί γύφτοι οι καραβανάδες)

Δες επίσης τα λήμματα βγαίνω ΠΕ, Π.Ε.Ε./ B.L.R., FUBAR, χτυπάω μπιέλα και τις σχετικές συζητήσεις στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό άσπρο κολονάκι που βρίσκεται στην κορφή κάθε βουνού και γράφει το υψόμετρο.

- Πέρυσι ανεβήκαμε στον Όλυμπο!
- Πού ρε φίλε; Στην κορφή; Αποκλείεται!
- Ναι σου λέω! Αφού έκατσα και πάνω στον παπά κι έκανα τσιγάρο!

Ένας παππάς (από perkins, 17/09/10)(από protnet, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο επίθετο που χαρακτηρίζει πέος σε ημιστύση, ούτε γκαβλωμένο, ούτε αγκάβλωτο, ντεμί.

- Αμάν πια αυτός ο Τάκης, μια ώρα του την έπαιζα και πάλι γεμελέ ήταν.
- Εμ βέβαια, Τασία μου, ένα μπουκάλι Τσώνη κατέβασε χτες στον Κεκεμπάνο, τι περίμενες;

Φίλιππος Νικολάου - Μεγιέ μελέ (από allivegp, 18/09/10)(από suxumuxu, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified