Further tags

Πρόσφατο, σχετικά, ειδικό μεταλλικό εργαλείο του τεχνίτη αμαξωμάτων αυτοκινήτων (φανοποιού, λαμαρινά), για εξειδικευμένη και συγκεκριμένη χρήση. Πρόκειται για εξολκέα που χρησιμοποιείται για επιδιορθώσεις ελαφρών ζημιών (βουλιάγματα) το οποίον έλκει την παραμορφωμένη λαμαρίνα προς αποκατάσταση της στο αρχικό της σχήμα και θέση.

Το εργονομικού σχήματος βαρίδι που χρησιμοποιείται ειναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο σε σχήμα χούφτας, ενώ η όλη κίνηση χρήσης του, σε συνδυασμό με την παλινδρομική κίνηση του βαριδιού προσομοιάζει με τη πασίγνωστη και ευχάριστη νεανική , αλλά και ωριμότερη, δραστηριότητα του άρρενος, απ' όπου λαμβάνει και την ονομασία του.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η χρήση του εν λόγω εργαλείου πραγματοποιείται ευχάριστα τόσον απο νέους οσο και από παλαιότερους τεχνίτες, οι οποίοι, κατά κοινή ομολογία και κατ' εξαίρεση από τα υπόλοιπα εργαλεία, δεν αντιμετωπίζουν καμιά απολύτως δυσκολία κατα την εκμάθηση του τρόπου χρήσης του, που εξελίσσεται και περαιώνεται ταχύτατα και με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Μια αντιπροσωπευτική τιμή του σετ μαλάκα, για το τρέχον έτος 2010, είναι περί τα 35 ευρώ.

Κυκλοφορεί και μαλάκας βαρέος (η βαρέου) τύπου.

Οι μαλάκες προέρχονται από όλες τις γνωστές βιομηχανικές χώρες ενώ υπάρχουνε και μαλάκες εγχώριας παραγωγής. Ο επώνυμος και εγγυημένος μαλάκας διαθέτει διεθνή ISO τυποποίηση ποιότητας και παραδίδεται σε ανθεκτική μεταλλική κασετίνα.

Αναμένεται η καταχώρηση του λήμματος μαλάκας και στα τεχνικά εκπαιδευτικά μηχανολογικά εγχειρίδια για πλήρη αποκατάσταση και αποσαφηνισμό του όρου και άρση κάθε σύγχυσης και παρερμηνείας.

Για να δείτε τον μαλάκα στο φυσικό του περιβάλλον, επισκεφθείτε αυτό εδώ το σάιτ εταιρείας που ειδικεύεται στα εργαλεία αυτοκινήτων.

Ο μάστορας στο βοηθό:

- Τάκη, φερ' ένα μαλάκα βαρέου τύπου, γιατί μ' αυτόν εδώ δε γίνεται τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ επόψεως ευαισθησιών των σφίχτηδων, το βρώμικο δεν είναι μόνο το φαγητό με «αμφίβολη ποιότητα και καθαρότητα των συστατικών του» (δες άλλο ορισμό), αλλά κυρίως αυτό που προκαλεί βρωμιά, δηλαδή το φαγητό που περιέχει πολλά λιπαρά.

Πάσα: Jeanoir, encore.

- Ευτυχώς, με την δουλειά που έχω κάνει και την γράμμωση που έχω πετύχει, μπορώ να τρώω και κανά βρώμικο πού και πού, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ζάρια στο μπαρμπούτι.

Φέρ' τα κόκαλα ν' αρχίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γεμάτο ζάρι, λέγεται και καραγκιοζάκι.

  1. ... έχω μια μεγάλη ρέντα κι όλοι οι μάγκες απορούν
    και στη τσόχα καραγκιόζη
    ψάχνουν άδικα να βρουν...

(στίχος από το λαϊκό άσμα «Μεσ' στον πράσινο το μύλο»
του Μπάμπη Μαρκάκη).

(από iwn, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που περιγράφει το ανδρικό γεννητικό όργανο. Συνήθως υπονοεί μικρο μεσαίο μέγεθος.

Συνώνυμα: ψωλή, τσουτσού, πέος, πούτσα, κλπ κλπ

- Τη κοντή τη τσούρα το μαλλί της φταίει.

Θανάσης Τσούρας (από Vrastaman, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλαστικό κουτί, πυργοειδούς σχήματος, που στεγάζει βασικά εξαρτήματα ενός PC: CPU, κάρτα ήχου, κάρτα γραφικών κλπ. Οθόνη, πληκτρολόγιο και ποντίκι βρίσκονται φυσικά εκτός πύργου. Πύργος νοείται μόνο για desktop, στο δε laptop πάνε όλα πακέτο.

Όσο πιο πωρωμένος κομπιουτεράκιας είναι κανείς, τόσο μεγαλύτερο πύργο διαθέτει, τον οποίο και παραγεμίζει με διάφορα χάιτεκ καλούδια, π.χ. πολλαπλά drives, σκληροί, κάρτες κλπ. Αυτοί οι πύργοι είναι συνήθως home made.

Τεράστιους πύργους έχουν κατά κανόνα οι servers.

Ορισμένοι μοντερνουά πύργοι είναι από διαφανές πλαστικό ώστε να είναι τα σωθικά τους σε κοινή θέα. Άλλοι κομπιουτεράκηδες θεωρούν μπανάλ τον πύργο και απλά αραδιάζουν πάνω στο γραφείο τους τα διάφορα ψιψιψόνια, π.χ. CPU, που κανονικά θα κρύβονταν εντός του πύργου.

  1. Oι φανατικοί λαπτοπάκηδες απεχθάνονται τους πύργους γιατί τους πιάνουν πολύτιμο χώρο.

  2. Τι έμαθα, ψάχνεσαι να αγοράσεις υπολογιστή; Μην κάνεις καμιά μαλακία και πας να τον πάρεις έτοιμο και σου πιάσουν τον κώλο. Θα πας να τα αγοράσεις όλα ξεχωριστά και θα με φωνάξεις να σου στήσω τον πύργο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικώς πώς, ονομάζεται περιπατητήρας και είναι το εργαλείο που βοηθάει τα αδύναμα γερόντια να βολτάρουν χωρίς να πέφτουν κάτω (για να μην πάνε από πέσιμο).

Στην καθομιλουμένη ονομάζεται «πι», καθότι το σχήμα του μοιάζει με αυτό του γράμματος Π.

Είδη: απλός, με ειδικό σχήμα για να βοηθάει στο σήκωμα, απλός πτυσσόμενος, πτυσσόμενος με ροδάκια, τροχήλατος (για τούρμπο γέρους), τροχήλατος με καλαθάκι για τα ψώνια (για τούρμπο γριές).

- Δεν νομίζω να πάει αυτή τη φορά ο γέρος σου να ψηφίσει;
- Τι λες καλέ... Έτοιμος είναι, αυτός δεν τό 'χει σε τίποτα να πάει και με το πί...
- Ωχ παναγιά μου...

το κλασικό απλό πι (από ironick, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόφωνο που χρησιμοποιείται με σκοπό να καταγράψει και αποθηκεύσει (μαγνητοφωνήσει) μια ιδιωτική ή μυστική συνομιλία μεταξύ δυο η περισσοτέρων προσώπων, κατά κανόνα εν αγνοία τους (υποκλοπή).

Το μέγεθός του πρέπει να είναι αρκούντως μικρό, σαν το μέγεθος, φερ' ειπείν, του ομωνύμου εντόμου, απ' όπου έλκει και την ονομασία του, έτσι ώστε και να είναι αθέατο ή δυσδιάκριτο, αλλά και να καταχωνιάζεται κρυφά σε μικρές κρυψώνες. Ο σύγχρονος cutting edge tech κοριός είναι ενσωματωμένος με μυστική κάμερα.

Σήμερα διατίθενται κοριοί σε πολλές παραλλαγές όπως μπρελόκ, αναπτήρας, πακέτο τσιγάρων, καρφίτσα πέτου κλπ κλπ.

Στο δωμάτιο που θα πάμε τώρα μέτρα τις κουβέντες σου, γιατί σίγουρα έχει βάλει κοριό.

Οι κοριοί του τρόμπα (1988) (από Mpiliardakias, 03/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρηματικό αντίτιμο γενικότερα, σε κάθε του μορφή. Συχνά και στον πληθυντικό: παράδες.

Από την ομώνυμη τούρκικη νομισματική μονάδα.

Επίσης μπαγιόκο, φράγκα, γκαφρά, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, χρήματα, λεφτά, όβολα, τάλαρα κλπ κλπ.

-Με κείνη τη δουλειά τότενες, κονομίσαμε καλές παράδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified