Τα ξηρά καρπά και ψιψιψόνια, σνακ μαζί με τα ξύδια.
Καλά ρε, ο Νίκος μεγάλο λιγούρι... Όποτε πάμε σε μπαρ, ξεσπάει πάνω στα ξηροκάρπια... Τρία μπολ τρώει κάθε φορά... Δεν τρώει σπίτι του αυτός;
Τα ξηρά καρπά και ψιψιψόνια, σνακ μαζί με τα ξύδια.
Καλά ρε, ο Νίκος μεγάλο λιγούρι... Όποτε πάμε σε μπαρ, ξεσπάει πάνω στα ξηροκάρπια... Τρία μπολ τρώει κάθε φορά... Δεν τρώει σπίτι του αυτός;
βλ. και ξηρούς καρποί και παρελκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το μπιχλιμπίδι, το μικρόπραγμα...
Η σχέση του με το καλιαρντό και τις τζιβιτζιλούδες δεν είναι γνωστή.
Ρε εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το κινητό, γιατί είναι όλο κουμπάκια, παρακουμπάκια, μενού, υπομενού και τζιβιτζιλίκια. Δε βλέπω τον πούτσο μου εκεί μέσα.
Got a better definition? Add it!
Το τεράστιο κινητό. Συνήθως είναι (πολύ) περασμένης γενιάς αλλά υπάρχουν και κινητούμπες σύγχρονες, οι οποίες λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων τους είναι μεγάλες και βαριές. Γκουμούτσες ένα πράμα.
- Τι κινητούμπα είναι αυτή ρε άχρηστε;
- Ήταν της γιαγιάς μου, κειμήλιο...
- Πω ρε μια κινητούμπα! Σαν παντόφλα είναι.
- Μη μιλάς γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα. Είναι το Communicator το καινούργιο. Άσχετε. Αλλά πού να ξέρεις εσύ από τέτοια...
Got a better definition? Add it!
Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.
Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.
Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσωπικά είδη. Μάλλον γυναικεία. Μπορεί να περιλαμβάνουν και είδη προικός και νεωτερισμών π.χ. κεντημένες μαξιλαροθήκες. Very useful. Λέξη που ουσιαστικά έχει διασωθεί χάρη στους στιχουργούς του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Απαντάται και ως τσαμασίρια, χωρίς π.
Μα θα πάρω τα τσαμπασίρια μου
θα πάω κάπου αλλού,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του.
Αφού δεν τα κατάφερες να πας με τα νερά μου, μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό κυρά μου
Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).
Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).
Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).
- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.
- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.
Got a better definition? Add it!
Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).
Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:
Got a better definition? Add it!
Αυτολεξεί σημαίνει φτιαγμένο στην Κίνα. Χρησιμοποιείται συνήθως για προϊόντα που είναι χαμηλής ποιότητας, πολλές φορές μαϊμού. Έχει παρεμφερή σημασία με το μάρκα μ' έκαψες.
- Καλά χθες αγόρασα το κασετόφωνο, κιόλας χάλασε το κουμπί;
- Μέιντ ιν Τσάινα είναι, 15 ευρώ πράγμα, τι περίμενες...
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για προϊόντα μιας άγνωστης προς πολλούς μάρκας, τα οποία όμως συνήθως είναι και χαμηλής ποιότητας, ή φοβούμαστε πως θα είναι τέτοια (καθότι έχουμε άγνοια για την μάρκα).
- Αγόρασα ένα νέο DVD players χθες!
- Ναι; Τί μάρκα;
- Μάρκα μ' έκαψες, αλλά ήταν πάμφθηνο. Ελπίζω να τη βγάλει μερικούς μήνες...
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!