Further tags

Τα τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί τα ερμηνεύουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές στον νότιο πόλο.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλόσημο.

- Κάθε ξεκωλτέ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει και την αντίστοιχη ξεκολοτυπία!

Ξεκωλοτυπία (από Vrastaman, 06/07/08)(από Vrastaman, 23/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεφτά, το πακέτο.

Μιλάμε για χοντρό μπαγιόκο ο Πρόεδρος...

Ιμπραχίμα Μπα(κα)γιόκο. Παίκτης του Πανθεσσαλονίκιου Αθλητικού Ομίλου Κωνσταντινουπολιτών εν έτη 2008. (από PUNKELISD, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο: Χαρακτηρίζει μια πολύ κοντή φουστίτσα ή ένα ιδιαίτερα χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει το μέρος του σώματος ανάμεσα στον μηρό και στο υπογάστριο.

Ουσιαστικό: Πρόκειται για το πιπινοειδές ον που φέρει το ως άνω ένδυμα.

- Και τώρα μια αποκλειστική είδηση του STAR: αδυνατεί η τροχαία να εξηγήσει την μυστήρια αύξηση ατυχημάτων που παρατηρούνται ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσαπατσούλικη πράξη, η βιαστική, που γίνεται σε μια στιγμή, άτεχνα, τσάκα-τσάκα (από τα ρήματα αρπάζω + κολλάω).

- Πώς σου φάνηκε η δουλειά του Στέλιου;
- Τι να σου πω, μπορούσε και καλύτερα. Τελείως άρπα-κόλλα ήτανε. Έτσι μπορούμε όλοι μας. - Αυτό του είπε και ένας κριτικός.
- Μπα, βρέθηκε κριτικός να πει κάτι σωστό... Και τι απάντησε;
- «Άποψη».
- Α μάλιστα, κατάλαβα...

Άρπα (από Vrastaman, 14/07/08)Κόλλα (από Vrastaman, 14/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, η απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας. Συνήθως, παράνομο αντίγραφο ακριβών προϊόντων όπου η μαϊμού μπορεί να είναι τόσο καλή, ώστε ακόμη και γνώστες του πραγματικού να μη μπορούν εύκολα να διακρίνουν τις διαφορές. Ωστόσο, η λέξη χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να υποδηλώσει αντίγραφο χαμηλής ποιότητας.

Η πραγματική λέξη μαϊμού αποδίδεται στο αρχαίο «μιμώ», καθότι οι βιολογικοί πρόγονοί μας μιμούνται/αντιγράφουν (βλ. Φωτό 1). Αντίστοιχη έννοια εις την Αγγλικήν έχει η φράση: «Monkey see, Monkey do» (ό,τι βλέπει η μαϊμού το κάνει). Παράξενο λοιπόν πως οι Αγγλόφωνοι δεν χρησιμοποιούν την έκφραση για τον σκοπό αυτό.

Οι «μαϊμούδες» μπορούν να είναι «πλήρη» αντίγραφα με καμία εμφανή διαφορά από το πραγματικό (π.χ. ρολόγια, τσάντες, γυαλιά ηλίου), χαμηλής ποιότητας αντίγραφα ή αντικείμενα με ελαφρώς παραποιημένα τα λογότυπα των εταιριών (π.χ. Adilas).

Τα τελευταία χρόνια, μεγάλη άνθιση παρατηρείται στη μαζική παραγωγή και διάθεση μαϊμούδων CD/DVD μουσικής, ταινιών και παιχνιδιών (βλ. Φωτό 2). Οι μαϊμούδες αυτές συνεχίζουν να πωλούνται κατά κόρον, γεγονός παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς τις πειστικότατες προτροπές της μουσικής βιομηχανίας ότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική (και το χοντρό νταβατζηλίκι της βιομηχανίας).

Παρόλο που, σύμφωνα με την Εθνική Αοιδό Lady Angela, η διάθεση των μαϊμουδο-CD/DVD γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από μαύρους οικονομικούς μετανάστες, για το φαινόμενο μάλλον φταίει κάποιος «ευρέως». Το θέμα ερευνά ο Εθνικός Ιστορικός (και μέγας μΕΛετητής) Λιακόπουλος, ο οποίος φυσικά μπορεί να αποδείξει τη συνομωσία μεταξύ «ευρέων», ΕΛ, Χανεμπού, Ορκ, πρακτόρων της CIA και υποστηρικτών του Εξαποδώ των οποίων ηγείται ο Agent Smith υπό τις οδηγίες του Αρχιτέκτονα. Μη χάσετε τις φοβερές αποκαλύψεις στην επόμενη εκπομπή με τίτλο: “Nazi Lesbian Hookers abducted by UFOs and forced into weight-loss programs” (κλεμμένο από τον Weird Al Yankovich)

Στο πάρκινγκ του ΜΑΚRΟ:
- Φιλαράκο, έχω εδώ ένα χρονογράφο Bulgari άλλο πράμα, μόνο 50 ευρώ…
- Τη δίνεις σόλο τη μαϊμού ή έρχεται συνοδεία μπανάνας;

Αμέσως μετά στο ίδιο πάρκινγκ:
- Πω πω, κοίτα ρε μια Ferrari!
- Ποια Ferrari ρε βλάκα. Μαϊμού είναι, την έφτιαξε ο Μάκης ο Σουγιάς από fiberglass πάνω σε σασί από BMW.

Φωτό 1 - Η Μαϊμού (από Desperado, 15/07/08)Φωτό 2 - Το Μαϊμουδοεργοστάσιο (από Desperado, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο στην Αμερικάνικη slang και δη στη διάλεκτο των Gangsta. Συνήθως, εννοείται το πιστόλι που φέρει ο (πραγματικός ή μαϊμού) Gangsta.

Η λέξη προέρχεται από σύντμηση του πολυβόλου Gatling (βλ. φωτό), το οποίο σχεδιάστηκε από τον εφευρέτη και γιατρό (!), Richard Jordan Gatling το 1861.

Το χαρακτηριστικό του πολυβόλου είναι οι πολλαπλές, περιστρεφόμενες κάννες, οι οποίες επιτρέπουν στο όπλο να έχει μεγάλη καταστρεπτική δύναμη.

Προφανώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η λέξη είναι «πιασάρικη» και χρησιμοποιείται από τους (έτσι κι αλλιώς) επιδειξιομανείς και «μάγκες» Gangbangers.

Φυσικά, η λέξη χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους «σκληρούς» rappers αλλά και τα Κινέζικα Ραπόνια.

Στίχοι από το “I check my Bank” του Sir Mix-a-Lot:

I’m peelin’ off domes with a baseball bat,
44 Magnum, choice of Gat,
Mercury tip fillin’ up my clip,
I can shoot him in the dome or I can get him in the hip.

(Σημ: Domes = κεφάλια)

Πολυβόλο Gatling (από Desperado, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, το κατακάθι που μένει αφού λιώσουμε το σουσάμι και πάρουμε το λάδι του. Τρώγεται μεν αλλά, κατά γενική ομολογία, είναι μια αηδία. Λέγεται επίσης και κούσβος.

Μεταφορικά, γυναίκα άσχημη και γρουσούζα.

  1. ... επί Κατοχής που μοσχοπουλούσαν την κιούσπα, δηλαδή τη μάζα που απέμενε από την επεξεργασία του σησαμιού. Μάλιστα ειρωνικά οι πωλητές φώναζαν: - Πάρε κιούσπα - μαύρο χαβιάρι! (από άρθρο του Γ. Σκαμπαρδώνη, εφημ. Μακεδονια, 18/05/08)

  2. ... το '41-'42, ήμασταν απ' τις πρώτες οικογένειες που χτυπήθηκαν από την Κατοχή. Πεινούσαμε -κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί. Και ήμουν ευτυχής αν ήταν πραγματικό ψωμί, γιατί συνήθως ήταν κιούσπα (ένα φριχτό πράγμα από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια). (από συνέντευξη του Ντ.Χριστιανόπουλου στο www.theschooligans.gr)

  3. Μια γυναίκα που παρουσιάζει έντονη ανασφάλεια, αναποφασιστικότητα, νευρικότητα, και φλερτάρει με όλους, μπορεί και ΠΡΕΠΕΙ να γίνει στόχος κάθε μπάκουρα...«, δεν καταλαβαίνω γιατί ΠΡΕΠΕΙ! Δηλαδή σώνει και καλά πρέπει; Δηλαδή αν η τύπισα είναι περπιτσόλι, αν είναι κιούσπα; αν είναι φώκια; αν είναι πατσούρα; (με συγχωρείτε κυρίες μου για τις παραπάνω εκφράσεις) Πρέπει; (από www.mpakouros.net)

Got a better definition? Add it!

Published

Βασική γυναικεία ορμόνη, χάρη στην οποία μια γυναίκα, που μπορεί να μην ξέρει να πάει ούτε από την Ομόνοια στο Σύνταγμα, εντοπίζει με κλειστά μάτια όλα τα υποκαταστήματα της αλυσίδας Hondos Center σε ακτίνα 150 ναυτικών μιλίων.

Βλέπε επίσης Χοντοθεραπεία

Σημείωση καταχωριστή: Ο ορισμός της συγκεκριμένης ορμόνης, αποτελεί μέρος του επιστημονικού κειμένου «Γυναικείες Ορμόνες», το οποίο δυστυχώς κυκλοφόρησε χωρίς τα ονόματα των επιστημόνων/ερευνητών. Πάσα βοήθεια για την απόδοση των απαραίτητων ευσήμων είναι ευπρόσδεκτη.

Επιστημονικός όρος - αποτελεί παράδειγμα εξ ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τα παπούτσια κάποιου που οι πατούσες του είναι μεγάλες με αποτέλεσμα τα παπούτσια που φοράει να μπορούν καθ' υπερβολήν να προσομοιαστούν με μνήμα μικρού παιδιού.

- Που λες, έμαθα πως ο Μιχάλης φοράει 48 νούμερο παπούτσι. Τεράστια πατούσα ε;
- Τι τεράστια; Για μνήμα μικρού παιδιού μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified