Further tags

Πασπαρτού και πανταχού παρόν επίθημα (;) της νεοελληνικής, που σημαίνει «στο περίπου, και καλά, δήθεν», σχετικοποιεί δηλαδή τη φράση ή λέξη που μόλις ακούστηκε. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά, γιατί ως γνωστόν στην Ελλάδα τα πάντα είναι σκιές του εαυτού τους (ήδη από το Σπήλαιο του Πλάτωνα), δεν είναι ποτέ σκέτα X, αλλά «Χ κι έτσι».

Χρησιμοποιείται σαν το αγγλικό «sort of» και το καλιαρντό «τύπου»...

  1. Κουλτούρα κι έτσι.
    (τίτλος blog)

  2. Και γιατί δε σου μίλησε ο Στέλιος;
    - Άστονα μωρέ, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδίς, είναι τώρα του στενού κύκλου, στέλεχος κι έτσι...

  3. - Γιατί δεν πετάς τα αποφάγια ρε βρωμύλε; - Η Τασία τα μαζεύει, τα βάζει στις γλάστρες... την έχει δει οικολόγα κι έτσι...

  4. - Ωραίο το μαγαζί ε; - Νταξ, αυτοί οι κατακόκκινοι τοίχοι και οι πλαστικές κούκλες μου τη σπάνε.... - Αλμοδοβάρ κι έτσι...

ένα μαgλί που να πηγαίgνει με αυτή την κίgνηση (από jesus, 09/10/08)

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, έτσι, έτσι!, ετς, καθώς και τ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο δηλητήριο των Ελλήνων δεν είναι μήτε το ούζο, μήτε το τσίπουρο, μήτε καν ο οίνος ο αγαπητός. Είναι το ουισκάκι! Όχι μόνο πίνουμε περισσότερο απ’ τους Σκωτσέζους, αλλά σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κατανάλωση στον κόσμο.

Ως γνήσιοι απόγονοι κλεφτών και αρματολών, δικαιωματικά οικειοποιούμε το ουισκάκι από τα Highlands – και δη το αγαπημένο μας καραουισκάκι, ήτοι το φέρον μαύρη ετικέτα!

Υπάρχουν άλλωστε αδιαμφισβήτητα γλωσσολογικά τεκμήρια για την Ελληνικότητα του ουίσκι. Ας εξετάσουμε την λέξη Lagavulin, όνομα του χωριού που παράγει το ομώνυμο θεϊκό single malt. Η ιστοσελίδα της εταιρίας ετυμολογεί την ονομασία εκ της Γαελικής Lag a’ Mhuilinn («κοιλότητα του μύλου»). Γαελική; Μy arse! Το μεν Lag είναι εκ του λάγκος (> λαγκάδι/λάκκος), το δε Mhuilinn είναι οφθαλμοφαλώς από τον μύλο. Το ουισκάκι αυτό φέρει Ελληνικότατο όνομα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προϊόν της Ρούμελης ή του Μοριά! Να τα χέσουμε τα Σκωτικά υψίπεδα! Lagavulin is Greece!

Μπαίνει ένας μεθυσμένος τρεκλίζοντας σ' ένα μπαρ
«βάλε ένα καραουισκάκι» λέει στον μπάρμαν
«δε σερβίρουμε μεθυσμένους» του λέει εκείνος και τον πετάει έξω!
Μετά από καμιά ώρα επιστρέφει...ξαναλέει:
«θα μου βάλεις ένα καραουισκάκι;»
«το φελέκι μου ρε;...δε σερβίρουμε μεθυσμένους».... τον ξαναστέλνει
Μετά από κάνα μισάωρο το ίδιο σκηνικό
Την τέταρτη φορά μπαίνει μέσα ο μεθυσμένος και μόλις βλέπει το μπάρμαν του λέει:
«καλά ρε φίλε .........σε πόσα μαγαζιά δουλεύεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο κάμπριο, ως εξειδίκευση των άνω, για ευνόητους λόγους.

- Ναι ρε σύ αλλά έχει αλόγατα...
- Τι mitsubishi EVO και πράσινα άλογα, πάρε μουνοπαγίδα και ας είναι και Zastava! Θα με θυμηθείς!

H Britney Spears εξέρχεται από την μουνοπαγίδα της Paris Hilton (από Vrastaman, 15/10/08)Η μουνοπαγίδα και ο μουνοπαγίδας (από Vrastaman, 15/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρανίο, σε πιο λούμπεν μορφή.

Συναντάται σχεδόν αποκλειστικά στην έκφραση τα έχω πάρει στην κράνα, που αποτελεί εναλλακτική διατύπωση της λογιότερης τα έχω πάρει στο κρανίο.

H κράνα δεν πρέπει να συγχέεται με τα κράνα (cranberries), φρούτα, ο χυμός των οποίων συστήνεται για να προφυλάσσει από μολύνσεις τής ουροδόχου κύστης.

Χρησιμοποιώντας τον όρο που πατεντάρισε ο Ηλίας ο Ψινάκης, ο Νίκος Καρβέλας απάντησε σκληρά στο Λαζόπουλο. Ο Βίσσης τα είχε πάρει στην κράνα- για να χρησιμοποιήσω τη δική του αργκό- με το βίντεο που τον έδειχνε ως πίθηκο να αυνανίζεται, το οποίο έδειξε στην εκπομπή του ο Λάκης και θέλησε να μιλήσει στον Τριανταφυλλόπουλο. «Η μάνα μου το ξέρει… Η δική του το ξέρει ότι είναι φούστης;»
(από ιστιοσελίδα)

Μακάκας τα πήρε στην κράνα! (από Vrastaman, 15/10/08)(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Πτυχίον προς Οικιακήν & Ταβερνιακήν Χρήσιν. Εναλλακτική χρήσις στην οποία στρέφεται ο κάτοχος του εν λόγω τίτλου αφότου μαζέψει αρκετές σφαλιάρες στην αναζήτηση απασχόλησης...
Αν δεν έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, μπορεί πάντως να περιέχει αντικριστό*....

Κάποιοι απόφοιτοι νομικής είχαν όντως τυπώσει το πτυχίο τους σε λαδόκολλες για το σουβλατζίδικο που είχαν ανοίξει, αλλά δεν θυμάμαι πού και πότε.

  • τρόπος ψησίματος κρέατος στην κεντρικήν Κρήτη - το κρέας τοποθετείται απέναντι στην φωτιά, ούτε πάνω, ούτε κάτω.

- Το πήρες το χαρτί ρε δικέ μου; Βαρέθηκα να σε βλέπω, να 'ούμ'....
- Έχω ακόμα 28 μαθήματα και 3 πρακτικές....
- Ωραίος... μη βιάζεσαι, δικέ μου, μη βιάζεσαι... αλλά μόλις την πάρεις τη λαδόκολλα, θα θυμηθείς σε παρακαλώ κι ένα κοκκινιστό;...
- Να βάλω και μία αρχίδια καπαμά;
- Να βάλεις....

(από xalikoutis, 16/10/08)Χρειάζεται και ο σωστός κράχτης! (από Vrastaman, 16/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζωή στα ηλεκτρονικά παίγνια.

Εμπνευσμένο από το πικτόγραμμα (συνήθως ανθρωπάκι, γραμμή, τελίτσα, τερατάκι, κεφαλάκι κτλ.) που εμφανίζεται στο κάτω δεξιό ή αριστερό μέρος της οθόνης.

- Έλα, μην κωλώνεις, θα ρίξεις βόμβα στο αεροπλανοφόρο και θα πάρεις το κόκκινο οπλάκι, γιατί στην επόμενη πίστα (διάλογος από το Twin Cobra)....
- Τι λες μωρέ άρρωστε, με ένα μπαρμπαδάκι έχω μείνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παρελκόμενα.

Όπως οι όρχεις είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά τα παρελκόμενα του πέους, έτσι και ο όρος «αρχιδιές» χαρακτηρίζει τα παρελκόμενα εν γένει.

Συνήθως πολυάριθμα, ευπρόσδεκτα μεν, αλλά η απαρίθμησή τους θα κούραζε και θα αποσπούσε πιθανώς την προσοχή.

  1. - Καλά το νέο Clio είναι πρώτο στην τιμή και έχει και ένα σωρό αρχιδιές, ABS, Airbag Climaaa....

  2. (αληθινός διάλογος):
    - Πάρε το IVάρι* της Italeri, και πιο φτηνό και πιο καλό!
    - Ναι αλλά η Tamiya δίνει και μπαρμπαδάκια** και αρχιδιές!

  • Pzkpfw IV
    ** φιγούρες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωνύμιο των τσιγάρων Καρέλια Κασετίνα (όχι της νεόκοπης χρυσής, μιλάμε φυσικά για το παλιό, Φίλτρο ή Πλακέ ή...). Αγαπημένο φτηνό τσιγάρο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτως ηλικίας (με μόνο ανταγωνιστή το άσο φίλτρο και τα διάφορα άφιλτρα, αλλά με αρκετά σαφή υπεροχή, αν όχι στην συγκριτική κατανάλωση, τουλάχιστον στην αναπαράσταση της εργατιάς) και κάποιων μποέμ τύπων (όχι όμως των διανοουμενίζοντων που προτιμούσαν τα sante ή τα gauloises). Όλ' αυτά βέβαια πριν τα στριφτά, αλλά υπολειμματικά ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτές οι αντηχήσεις.

Ως φτηνό και βαρύ τσιγάρο έχει γενικά ταυτιστεί με τον εμβληματικό εργάτη της Ελλάδας, τον οικοδόμο, με το καρέλια στην κωλότσεπη ή την τσέπη του ποκαμίσου. Σχεδόν αποκλειστικά αντρικό τσιγάρο (αν δείτε γυναίκα να τα παίρνει, είναι πιθανά αντρολεσβία), που έχει ταυτιστεί και με άλλα σκληρά επαγγέλματα όπως του νταλικέρη (βλ. και την επίδρασή του στις φωνητικές χορδές) εξού καμιά φορά και νταλικέρικο, αλλά και του ναυτικού.

Γενικά το Καρέλια Κασετίνα θεωρείται τσιγάρο που «βρωμάει» λόγω του μη αρωματισμένου χαρμανιού (αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα), γι' αυτό και αποτελεί τον καλύτερο τρακαδιώκτη εναντίον ακόμα και των πιο των φανατικών καπνιστών Απόλλων.

Το παρατσούκλι μαστόρικο το άκουσα στην Ήπειρο, αλλά ενδεχομένως να λέγεται έτσι και αλλού. Μάλιστα, πέρα από την προτίμηση που του έδειχναν οι μάστοροι, λεγόταν έτσι γιατί το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως πρόχειρη γωνιάστρα, λόγω του τετράγωνου σχήματός του.

Εντελώς παρεκβατικά, να αναφέρω ότι οι Ηπειρώτες μαστόροι των γεφυριών δεν ξέρω αν κάπνιζαν καρέλια κασετίνα, αλλά είχαν τη δική τους slang, ειδικά οι εκ Κονίτσης, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα». Μια σχετική φράση των κουδαρίτικων ήταν:
«Άραξι μια φουντιάρα» = Δώσε μου ένα τσιγάρο (κάποιες πληροφορίες εδώ).

- Πιάσε ένα καρέλια κασετίνα
- ... (πιάνει τη χρυσή)
- Όχι αυτό, το άσπρο.
- ... (Πιάνει μια χρυσή lights)
- Όχι αυτό, το παλιό, το φίλτρο...
- Το οικοδομικό;
- Το οικοδομικό... (γαμώτ, από πότε καρέλια κασετίνα είναι η χρυσή κασετίνα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified