Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.
Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...
Το γλυκό -συνήθως ανατολίτικης προέλευσης- που είναι τίγκα στο σιρόπι. Ένας τρώει, δύο παθαίνουν ζάχαρο. Είναι ό,τι πείς για χέσιμο.
Μπινελικώθηκα σήμερα με κάτι μπινελίκια απίστευτα. Μπινέδιασα σου λέω με τόσα σορόπια...
Got a better definition? Add it!
Published
Τα μεγάλα, μπαλκονάτα, σφριγηλά και ιβηρικά βυζιά. Εκ του γαλλικού σλανγκ, les doudounes.
Ο δρόμος μ’ έβγαλε τυχαία
στου «Μαξ, Ανδρικαί Κομμώσεις»
μπήκα να σενιάρω σβέρκο
και να στρώσω μαλλί.
Έπεσα σε ένα σκυλί
μια σαμπουανού
Που μ' έστειλε αλλού
με το παγανιστικό της κάλλος
και τα σαπουνόχερά της.
Μού έσκυψε και άτσα της
δυο ντουντούνια
σαν ροζ ραχάτ λουκούμια
αναπήδησαν στον σβέρκο μου
μπουμ-μπουμ
Θυμήθηκα την κόρη του Χαλίφη
την χιλιοστή δευτέρα βραδιά
και ένιωσα την άκρη του σουγιά
να μου τρυπάει την καρδία.
Της είπα «Μωράκι σε βγάζω απόψε, οκέϊ;»
πρώτα χαμογέλασε με λόξυγκα και μετά
κάτω από τον σιρόκο του σεσουάρ που καίει
το μικρό άφησε να πεταχτεί
«θέλω»
(Serge Gainsbourg, Chez Max Coiffeur Pour Hommes)
Got a better definition? Add it!
Η φράση «έχει τζόγο» χρησιμοποιείται από μηχανικούς για να δηλώσουν, ότι ένα εξάρτημα δεν έχει καλή εφαρμογή, με αποτέλεσμα να κινείται από τη θέση του (να «παίζει», δηλαδή, γύρω από τη θέση του - άλλωστε ο «τζόγος» προέρχεται από το ιταλικό gioco=παιχνίδι).
Πιο συχνά, χρησιμοποιείται από επιδιορθωτές μοτοσυκλετών και ποδηλάτων, για τις εφαρμογές των αξόνων των τροχών, του πιρουνιού κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει πραγματικός τζόγος, διακυβεύονται πολλά και κηδεύεσαι εσύ...
(στο Σαλονικιό μάστορα)
- Και δε με λες, μόνος σου την έκανες τη μόντα εδώ;
- Ε, ναι...
- Φλλλαράκι θα τ' αφήσεις, γιατί έχει τζόγο και σε βλέπω να αγοράζεις οικόπεδο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχει υποτιμητική χροιά για τα φάρμακα.
Η λέξη είναι Τουρκικής προέλευσης και σημαίνει δυναμωτικό.
-Έχω ένα κρύωμα άστα να πάνε.
-Πάρε κανένα ματζούνι ντε!
-Τί σου έδωσε ο γιατρός;
-Τί να μου δώσει μωρέ; ένα σωρό ματζούνια μου έγραψε ο άσχετος.
Got a better definition? Add it!
Το δοχείο με το «γνήσιο» ουίσκι Σκωτίας (demijohn). Ο μισός Τζόν. Ο άλλος μισός την πούλεψε για να σωθεί.
Η ελληνική απάντηση στην πολυεθνική βιομηχανία του πιοτού. Γνήσιο απόσταγμα βιοτεχνίας φτιαγμένο με μεράκι για το κάθε κοροϊδάκι. Από Νέρωνες για μελλοθάνατους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.
Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».
Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.
Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.
Οργανική και ανόργανη χημεία.
Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.
Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.
Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες;
Και λοιπές σαχλαμπούχλες.
Got a better definition? Add it!
Η σαχλή μπούρδα, ανοησία.
Ετυμολογία:
σαχλαμπούχλα < σάχλα + μπούχλα με αφομοιωτική επίδραση της λέξης σάχλα από το < μπούρδα < γαλλικό bourde = ανοησία < αρχαίο γαλλικό behourder = παίζω, ευχαριστώ < φραγκονικό **bihourdan*.
Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιοι που κρατάνε το slang.edu σε κάποιο επίπεδο, γιατί οι περισσότεροι το έχουν ρίξει στις σαχλαμπούχλες.
Got a better definition? Add it!
Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών (αντιγραφή από τον προηγούμενο ορισμό - σπεκ στους προλαλήσαντες).
Επιπροσθέτως: Τα γνωστά Ελ-Έι-Ντι-Έι (LADA) δεκαετίας 80 που κυκλοφορούν ακόμα περήφανα στους δρόμους - κυρίως με οδηγούς μικρής ηλικίας - και τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός σε λεωφόρους και στενοσόκακα αδιακρίτως.
Οι πιλότοι τον μιγκ είναι ένα επίπεδο πάνω από τους ιμπιζάκιδες: συνήθως οι δεύτεροι κάνουν την κάβλα τους με το πρώτο αυτοκίνητο που αγόρασαν (κάποιες φορές με τα λεφτά του μπαμπά), ενώ οι πρώτοι καβλώνουν με το ίδιο το αυτοκίνητο του μπαμπά (που τις περισσότερες φορές είναι κάποιος σκληρά εργαζόμενος βιοπαλαιστής που μένει τελικά χωρίς αυτοκίνητο).
- Σιγά ρε μαλάκα, τρελάθηκες; Τι το 'κοψες έτσι απότομα δεξιά, έγινα μουνί με τον φραπέ, το κέρατό μου μέσα!
- Άντε γαμήσου και συ ρε παπάρα με τον φραπέ, δεν λες που την γλυτώσαμε από το μιγκ που με έκλεισε, κάτσε να συνέλθω από την ταχυπαλμία και στα χώνω μετά.
Βλ. και ρώσος
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται απο τους μηχανοκίνητους αγώνες αντοχής στη Γαλλία γνωστούς και ως Bol d'Or.
Στην Ελλάδα το λέμε για ογκώδεις μηχανές μεγάλου κυβισμού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν fering (=προστατευτικό φτερό μηχανής για την κατακράτηση των λαδιών του κινητήρα, όπως επίσης και για καλύτερη αεροδυναμική)…
...και κάνουν και «βρουμ βρουμ».
-Πω ρε μαλάκα κοίτα ενα μπολντόρι..!
-Τι μπολντόρι ρε παπάρα! Γουρούνα είναι αυτό! Έμαθες μια μαλακία και τη λες συνέχεια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένα από τα γνωστά είδη κώλου. Είναι ο κώλος που έχει επηρεαστεί περισσότερο από τη βαρύτητα, αλλά διατηρεί αναλλοίωτες τις καμπύλες του και το φεγγαροειδές σχήμα του σε κάθε κωλομέρι.
Παρατηρείται σε βοσκοτόπια, σε χειμαδιά και σε περιοχές που προωθούν την κτηνοτροφία. Το φαινόμενο του κώλου-βουκώλου έχει παρατηρηθεί και στην Ολλανδία.
Σε πολλούς γνωστός και ως δακρυόσχημος.
(οι καλτσοδέτες είναι απαραίτητο αξεσουάρ!)
-Ωπ! Κοίτα τη βλάχα ρε συ! Πωπω! Τι κώλος είναι αυτός...! Βουκώλος!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified