Further tags

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιδογλωσσών συνονθύλευμα διττής έννοιας. ...
Σιγά ρε γμτ μου, ζαλίστηκα με αυτά που έγραψα, ποιος είμαι τέλος πάντων;
gamata, όλο λαλακίες γράφω.
Αλλά ας γυρίσουμε στη ανωτέρω σύνθεση δυο λέξεων:
α) καινούργιο β) σένιο
Αναφέρεται κυρίως από λαμαρινάδες αυτοκίνητων που, αφού κάνουν την πατσαβούρα των λαμαρινών με ή χωρίς α ρέζους + χαρτί,
και είναι ευχαριστημένοι,
αναφωνούν (με τα χέρια στη μέση δίκην αιγινήτικου κανατιού, τσιτωμένοι και κορδωμένοι σαν γύφτικο σκεπάρνι ffa):
«καινουσένιο ρεεεε! μα ποιος είμαι ρε...» (βλέπε και μερικές σλανγκίστριες και σλάνγκους να το αναφέρουν εμμέσως πλην Σαπφώς στα λήμματά τους)
Δεν είναι καινούργιο φυσικά, αλλά ίδρωσαν να το κάνουν σαν καινούργιο...
βλ. και σένιος

– Κοίτα ρε δουλειά που έκανε ο Μητσάρας στο γκολφάκι, καινουσένιο το έκανε!
– Καλά, ας μη σκούπιζα τα αίματα από τη συχωρεμένη και ακόμα θα το ίσιωνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικού νεολογισμού mooncup.

Όπου mooncup® είναι η οικολογική και οικονομική εναλλακτική λύση στα ταμπόν, τις σερβιέτες και τα πάσης φύσεως μουνόπανα. Είναι ακριβώς μια μικρή κούπα - γύρω στα 5 εκ. - η οποία μπαίνει στον κόλπο και συλλέγει το αίμα της περιόδου. Γεμίζει, - κάθε 4 με 8 ώρες - το βγάζεις, το αδειάζεις, το ξεπλένεις και το ξαναφοράς και ούτω καθεξής.

Κυκλοφορεί σε δύο μεγέθη.

Η μουνόκουπα δεν διατίθεται στα καταστήματα στην Ελλάδα, μόνο με ταχυδρομική παραγγελία - περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικές οδηγίες χρήσης σε αυτή την ιστοσελίδα

Νταξ, το ξέρω ότι αυτός /-ή που εμπνεύσθηκε την ονομασία του προϊόντος, στο φεγγάρι ήθελε να την πάει τη δουλειά και ο όρος μουνόκουπα δεν παραπέμπει ακριβώς εκεί - αλλά, καλά, δεν ήξερε, δε ρώταγε;

- Μωρό μου, εσύ ... πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω ...
- Έλα, μαλάκα, έλα ... να σου βγάλω γούστα ... έχω και περίοδο, έχω και μουνόκουπα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρές νοστιμιές, κυρίως τζανκ. Μπορεί όμως και να είναι γκουρμέ καναπεδάκια, λόγου χάρη.

- Βγάλε ρε συ μωρό μου κάτι να τσιμπήσω...
- Θα περιμένεις λίγο, θέλει κανα εικοσάλεπτο ακόμα το φαγητό...
- Ε καλά, βγάλε τίποτα φαγουλάτα να στάξω το πρώτο, μη μου κάψει το στομάχι, και περιμένω όσο θες...

Got a better definition? Add it!

Published

Μπίτι: Στα Νοτιοελληνικά (περιοχή Δυτ. Πελλοπονήσου) τελείως, εντελώς, ώσπου δεν πάει άλλο, ντιπ.

Στην μορφή μπίτι για μπίτι έχει διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την θέση στην φράση:

Σκέτο (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι»; ): το πρώτο μπίτι θα πει τελείως, το δεύτερο θα πει κάτι σαν κουτός. Όλη η φράση θα πει «Μα είσαι τελείως κουτός»;

Εμφατικό (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι» κουτός;): και τα δύο μπίτι έχουν την ίδια έννοια, το ένα δίνει έμφαση στο άλλο και τα δύο στο κουτός.

Φημολογείται ότι ο Γουόρεν Μπίτι, δεν έχει σχέση με την προέλευση του λήμματος το οποίο είναι προγενέστερο.

Μα μπίτι ζαβό είσαι παιδάκι μου; Δεν μπόρηγα να σου ανοίξω την πόρτα φτούνη την ώρα, έπρεπε να την πετάξεις χάμου;

Εδώ: Λοιπόν, στόχος είναι ως κεντρικός αμυντικός να σταματήσεις τον αντίπαλο επιθετικό να σκοράρει. Το 'χoυμε τώρα; Ρίχνω ξήγες γιατί εσύ είσαι μπίτι: έχεις πάρει γραμμή ότι...

Ceci n\'est pas μπίτι. (από Hank, 11/04/09)

Βλ. και μπήτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μέγεθος κουκουναριού. Κυρίως αναφέρεται για να δηλώσει το υπερμεγέθες ζωυφίων όπως ψειρών, μουνόψειρων, ακάρεων κ.τ.λ.

Ε, και τι όμορφο πούναι να κάθεσαι σε μια άσπρη πόλη που τη λένε Τλαξκάλα, να λιάζεσαι στον ήλιο του Οκτώβρη, να κοπανάς τις μάσες σου τις τρελές, να βγάζεις την κουκουναράτη ψείρα από το σώβρακό σου, να σου κουβαλάνε τα θηλυκούλια, τα τραγανά φρούτα και τις μελόπιτες, να σ'έχουνε για ημίθεο και για ήρωα και να την βολεύεις τα βραδάκι, σαν πέφτει ο ηλιος μέσα στην μεξικάνικη ουράνια χρυσόσκονη, πίσω από τους φράχτες, με τα παραμύθια που λες στις πιτσιρίκες. (Aπό το Ρεμάλια Ήρωες του Νίκου Τσιφόρου)

Αυτά.... (από Vrastaman, 11/04/09)... ή αυτά? (από Vrastaman, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αχαρακτήριστα μικρά και εκνευριστικά αντικείμενα, συνήθως πολλά σε αριθμό. Μπορεί να είναι όμως και μια κατηγορία αντικειμένων (βλ. παράδειγμα 2).

Τα διαόλια είναι διαβολικής φύσης, εννοείται. Αλλά δεν είναι μόνα τους. Συχνά συνοδεύονται από τα τριβόλια, που είναι α. από το τριβελίζω, ή/και β. λογοπαίγνιο, από το τρία (τρι-), κατά το δι- του διαόλια, που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον αριθμό 2 (ή, το ίδιο κάνει, από τον τρίβολο της έκφρασης «διάολος και τρίβολος»)...

Καμία σχέση με αυτά της έκφρασης με πιάνουν τα διαόλια μου, τα οποία εικάζεται πως είναι ζωντανά και όχι άψυχα.

Συνώνυμο: γαμίδια

  1. - Τι είναι όλ' αυτά;!
    - Τρεις μέρες ξεκαθαρίζω τις ντουλάπες μου και κοίτα τι σαβούρα βρήκα... όλα τα διαόλια και τριβόλια του κόσμου βρέθηκαν εδώ μέσα ρε πστ!

  2. - Ρε συ θεία, αφού όλη μέρα κάθεσαι μόνη σου μες στο σπίτι, να μη σου πάρουμε ένα κομπιούτερ να μπαίνεις στο ίντερνετ και να περνά η ώρα σου;
    - Α, μη με μπλέκεις με αυτά Θανασάκη, δεν έχω υπομονή εγώ με αυτά τα διαόλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Η πιστή αντιγραφή.

Το λέγαμε στο δημοτικό όταν βαριόμασταν να ζωγραφίσουμε κάτι και το «ξεπατικώναμε» βάζοντας ρυζόχαρτο (που είναι σχεδόν διάφανο) πάνω σε μια ήδη ζωγραφισμένη εικόνα και, απλούστατα, ξαναζωγραφίζαμε πάνω από το ρυζόχαρτο την από κάτω εικόνα. Και μετά την παρουσιάζαμε στον δάσκαλο ως δικιά μας.

Λέγεται όμως, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για όποιον τσαρλατάνο παρουσιάζει κάτι ως δικό του ενώ είναι πιστή αντιγραφή ξένου προϊόντος ή καλλιτεχνήματος.

- Ωραίος ζωγράφος ο Άγγελος, ε;
- Πρώτον δεν είναι ζωγράφος. Ξεπατικωτούρες κάνει, μετά τα προβάλλει σε μεγέθυνση και τέλος τα βάφει με αερογράφο. Και δεύτερον δεν είναι ωραία αυτά που ξεπατικώνει. Είναι καρακιτσάτα.

(από ironick, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το ερειπωμένο, το ετοιμόροπο, το σαράβαλο. Κυρίως για αντικείμενα, αλλά και για ανθρώπους (σπανιότερα).

Τρεις ετυμολογίες ερίζουν για την πατρότητα της λέξεως.

  1. από το Ομηρικόν επίθετον καρφαλέος που σημαίνει ξηρός, χωρίς χυμούς, οπότε και

Κάρφος=το μικρό και ξερό κομάτι ξύλου
Κάρφη και καρφίον=το ξύλινο καρφί
Καρφόω=καρφώνω
Κάρφαλος=το άχρηστο ξερό ξύλο

Στην πιο πάνω ετυμολογική ερμηνεία η αντικατάσταση του κ με το χ (κ-γ-χ, ουρανικόληκτα) και του φ με το β (π-β-φ, χειλεόφωνα), είναι συνηθισμένη στην γλώσσα, οπότε και προκύπτει το χάρβαλος εκ του κάρφαλος.

  1. Κατά τον Γ. Χατζιδάκι, η λέξη χάρβαλον είναι μεσαιωνική και παράγεται με αντιμετάθεση των συμφώνων από την λέξη χάλαβρο, η οποία με την σειρά της ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο χαλαβρός, που είναι παράλληλος τύπος του χαλαρός.

  2. Κατά τον Δ. Σκαρλάτο, χάρβαλο = ξεσκισμένο ύφασμα και την ετυμολογεί (με αντιμετάθεση) από το μεσαιωνικό χάραυλον = βράχος απόκρημνος φαγωμένος υπό των κυμάτων.

  1. - Το είδες το σπίτι του Νώντα;
    - Ναι, σκέτο χάρβαλο είναι.

  2. - Ρε συ, το αυτοκίνητό σου έχει καταντήσει χάρβαλο πια.

  3. - Πονάνε τα γόνατά σου, η μέση σου, τα χέρια σου. Χάρβαλο κατάντησες, καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified