Further tags

Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.

Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...

(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχημα, συνήθως δίκυκλο, με δυσανάλογη σχέση ισχύος/παραγόμενου θορύβου (τείνει στο 0).

Γενικότερα οχληρό, φευ αναποτελεσματικό μηχάνημα.

- Γρι γρι, γρι γρι (ο γρύλος).
- Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι...
- Άμε στο διάολο με το πιρπίρι σου μεσημεριάτικα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημιάρβυλο στο στρατό είναι ένα παπούτσι όπως η αρβύλα, μόνο που δεν είναι ψηλό σαν μπότα, αλλά σαν κανονικό παπούτσι. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω σε ποιες περιπτώσεις φοριέται, αλλά μάλλον από αξιωματικούς.

Μεταφορικά, ημιάρβυλο αποκαλείται ο φαντάρος που για κάποιο λόγο (πχ υπηκοότητα) έχει μειωμένη θητεία, συνήθως εξάμηνο.

Καμιά φορά για πλάκα, το παίζουν πιο παλιοί από τους λέουρες, με επιχείρημα ότι μετρώντας το χρόνο αντίστροφα τους μένουν λιγότερες μέρες μέχρι να απολυθούν, παρά έχουν λιγότερες μέρες στην πλάτη τους!

- Α ρε τη θητεία μου μέσα... Πώς θα την παλέψουμε ένα χρόνο;; Ευτυχώς που έχω εσένα και κάνουμε παρέα...
- Σε έξι μήνες θα 'σαι μόνος σου φιλαράκι! Απολύομαι!
- Γιατί ρε; Έχεις μπάρμπα κάνα στρατηγό;
- Γεννήθηκα Ιταλία!
- Α ρε ημιάρβυλο! Χάθηκε να πάνε οι γονείς μου κρουαζιέρα λίγες μέρες πριν γεννηθώ;; Την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου πετάμε τα άχρηστα αντικείμενα.

Το αμάξι του Σπύρου είναι για τον χορντά, δεν πάει βήμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρήμα. Σε μία από τις πολλές εννοιολογικές αποχρώσεις που υποδηλώνει την ύπαρξη ή την ανάγκη αφθονίας (του χρήματος).

Η φήμη ότι αποτελεί γενικά είδος εν ανεπάρκεια τα τελευταία χρόνια είναι μύθος για λαϊκή κατανάλωση. Το μαρούλι για το πόπολο είναι διαχρονικά προστατευόμενο είδος. Ο απλός λαός πάντα έπασχε και πάσχει από χαμηλό χρηματοκρίτη, σε συνδυασμό όμως με την ανίατη καθεπερσία, νομίζει ότι η οικονομική του κατάσταση υπήρξε κάπου, κάποτε ευρωστότερη. Αυτό είναι όμως προϊόν της φαντασίας του. Καθώς η πικρή αλήθεια είναι ότι το καλό μαρούλι ευδοκιμεί μόνον σε θερμοκήπια Miesens, αποκλειστικά με λίπασμα Ταπαίρνογλου και ωσεκτουτού οι μόνοι πραγματικοί κατέχοντες είναι οι εκπρόσωποι της γενιάς των 700 εκατομμυρίων ευρώ. Όλα τ' άλλα (μαρούλια) είναι απλές οδοντόκρεμες!

Συναντάται και στον πληθυντικό, τα μαρούλια.

Συνώνυμα και παρεμφερή
- που υποδηλώνουν αφθονία χρήματος: το χαρτί, η χαρτούρα, το μαλλί, το μπαγιόκο (το πάκο από μετρητά).
- που δηλώνουν κυρίως χρήμα σε μορφή μετρητού, το «ζεστό»:
καύσιμο, κασέρι, μπικικίνια και για ασήμαντα ποσά το ψιλικοκό.
- καλιαρντιστί ο μπερντές, και - ποδανιστί τα γκαφρά, ματαχρή, φταλέ.
Επίσης, μία αξιόλογη συγκέντρωση συνωνύμων, βλ. επίσης στο λήμμα μίζα.

«Ολα γίνονται για το... μαρούλι! »Την ατάκα αυτή χρησιμοποίησε πριν από τρία χρόνια σε γενική συνέλευση της ΕΠΑΕ ο πρόεδρος του Ιωνικού...
(από το διαδίκτυο)

Το Χρήμα (το μαρούλι που λέμε και στα Ελληνικά) και η Δόξα δεν πηγαίνουν απαραιτήτως στους έξυπνους ανθρώπους, στους μηχανικούς, τους σχεδιαστές, ή στις μεγαλοφυΐες. Τα χρήματα «γίνονται» και πηγαίνουν στις πωλήσεις και στο Marketing.
(από blog)

Τα παρακάτω αναφέρονται σε μοτοσυκλετιστές (από φόρουμ)

MΠΕΜΒΕΔΑΚΙΑΣ
Εύκολο νά τόν ξεχωρίσεις έστω καί χωρίς τήν μηχανή του. Τά πάντα πού χρησιμοποιεί έχουν τό σήμα επάνω: Κλειδιά, τσαντάκια, κράνος, μπουφάν (αν καί μερικοί υποκύπτουν στά Dainese) μπότες κλπ. κλπ. Αν μπορούσε θά αγόραζε καί εσώρουχα ΒΜW. Τό μαρούλι όμως πρέπει νά πέφτει άφθονο. Ετσι λοιπόν, λόγω image καί κόστους η φίρμα δέν τραβάει πολλούς εικοσάχρονους ινδιάνους.

ΤΣΟΠΕΡΑΣ
Βασικά ο τσοπεράς ονειρεύεται νά γίνει Χαρλεάς, αλλά εκτός τήν επιθυμία χρειάζεται καί μαρούλι. Οπότε βολεύεται είτε μέ Γιαπωνέζικο πού τού έχει αλλάξει τά φώτα στά χρώμια καί κρόσσια, ή μέ παλιά BSA ή BMW πού όπως τά έχει καταντήσει, έτσι καί έρθει ο Αγγλος ή Γερμανός πού τό φτιάξαν θά πέσουν κάτω από καρδιακή προσβολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και για τις δημόσιες τουαλέτες.

- Πω μαλάκα με πιασε τώρα ένα κόψιμο, κοντεύω να χεστώ πάνω μου.
- Μην σκας ρε... Έχει δημόσιες χέσεις πιο κάτω να ξεκωλιαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούνε οι μουσικοί για το πάλκο. Είναι αυτοσαρκαστικό αφού στα πατάρια πετάμε ό,τι άχρηστο έχουμε να μην πιάνουν τόπο.

Μπουζουξής: «Α ρε πούστη ζημιά που θα σου κάνω πάνω στο πατάρι! Δεν θα σταυρώνεις πλήχτρο με τις μαλακίες που θα σου λέω!»

Πληκτράς: «Κάτσε καλά ρε Λάκη να βάλουμε καμιά δραχμή στην τζέπη και άσε τις γροθιές.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified