Further tags

Το σεσουάρ. Επειδή μοιάζει με πιστόλι και το κρατάς ωσάν να επρόκειτο να αυτοκτονήσεις με μια σφαίρα στον κρόταφο.

κι εγω ζεσταινω τα ποδια μου με το πιστολακι οταν κανω τα μαλλια μου!!
xaxaxa!gamato to kanw sinexeia!! eidika to proi pou diorthoneis ligo to malli pou gami8ike ap ton upno,kai ta podarakia einai pagomena to pistolaki einai ola ta lefta!!

(από το νέτι)

(από ironick, 03/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ελληνική κατά Vrastaman απόδοση του δυσμετάφραστου και πολύσημου όρου underdog.

Προς συμπλήρωση του υπάρχοντος ορισμού, να λεχθούν τα εξής.

Χρησιμοποιούμενος είτε ως όνομα ουσιαστικό είτε ως επιθετικός προσδιορισμός, το underdog / υπόσκυλο παραπέμπει σε άτομο ή σύνολο που πιθανολογείται οτι θα εξέλθει χαμένο από έναν αγώνα ή σύγκρουση. Ενναλλακτικά, ο όρος σημαίνει το θύμα κάποιας αδικίας ή δίωξης.

Να υπογραμμιστεί οτι ο όρος δεν ενέχει αρνητική ή υποτιμητική αξιολογική φόρτιση. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής και ευρύτερα πολιτισμικής ανάλυσης. Τρεις αξιολογικές εκτιμήσεις συγκροτούν το εννοιολογικό του περιεχόμενο.

  • Αδυναμία και ειδικότερα μειωμένη ικανότητα του υπόσκυλου να ανταγωνιστεί ισχυρότερους αντιπάλους επί ίσοις όροις.
  • Μια διάχυτα ευμενής προδιάθεση και στάση, μια συμπάθεια (με την έννοια του συν-πάσχειν) προς τα υπόσκυλα.
  • Θετική αντιμετώπιση του ενδεχομένου της επικράτησης των υπόσκυλων σε μια μελλοντική σύγκρουση ή αντιπαράθεση με κάποιον ισχυρό.

Η literal βρασταμάνειος απόδοση του underdog είναι εξαιρετικά witty και πιασάρικη, εντούτοις η προσπάθεια εντοπισμού ελληνικού όρου που θα αποδίδει με επάρκεια το πλήρες φάσμα του εννοιολογικού περιεχομένου του αγγλικού όρου αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δύσκολη. Οι διαθέσιμες λύσεις παραπέμπουν συνήθως στο χαρακτηριστικό της αδυναμίας και της μειωμένης ανταγωνιστικότητας: «περιθωριακός», «χαμένος», «φουκαράς», «κακομοίρης», «μη ανταγωνιστικός», «μη προνομιούχος», «καταδυναστευόμενος», «ηττημένος», «αδικημένος», «θύμα», κλπ. Ορισμένες απο τις παραπάνω (ιδίως τα «κακομοίρης», «φουκαράς», «αδικημένος») εμπεριέχουν την έννοια της συμπάθειας, όχι όμως και τη θετική αντιμετώπιση της ενδεχόμενης επικράτησης επί ισχυρού αντιπάλου. Το κυριότερο, όλοι οι παραπάνω όροι έχουν ως κοινό υπόβαθρο την αρνητική φόρτιση και την απαξιωτική στάση ως προς αυτό που προσδιορίζουν και, συνεπώς, δεν πληρούν τις αξιολογικές απαιτήσεις ενός λόγου επιστημονικού.

Kατά τον καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης Ν. Διαμαντούρο, οι τρεις όροι που παρουσιάζουν τα λιγότερα προβλήματα απόδοσης είναι το «αδύναμος», «μη προνομιούχος» και το «παρωχημένος». Και οι τρεις εξακολουθούν να εμφανίζουν διάφορα και σημαντικά μειονεκτήματα, με κυριότερα αυτό της αδυναμίας απόδοσης της διάστασης της συν-πάθειας που ενυπάρχει στον αγγλικό πρωτότυπο, αλλά και αυτό της αδυναμίας τους να εκφράσουν πλήρη αξιολογική ουδετερότητα.

(Βλ.: Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000)

Η πολιτική κουλτούρα των υπόσκυλων (underdog political culture) αντανακλά την ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής μακράς διάρκειας. Εμβαπτισμένη στην οθωμανική-βαλκανική κληρονομιά και επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την κοσμοθεώρηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η τελευταία, για λόγους ιστορικούς, ιδεολογικούς και θεολογικούς, διατηρούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα έντονη και κατά περιόδους μαχητική αντιδυτική στάση. Η πολιτική παράδοση των υπόσκυλων χαρακτηρίζεται από έκδηλη εσωστρέφεια, έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό σε συνδυασμό με βαθιά διχοστασία απέναντι στον καπιταλισμό και τους μηχανισμούς της αγοράς, συνειδητή προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό από κοινού με μια παρατεταμένη προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές. Στο σύμπαν των ηθικών αισθημάτων της κυριαρχούν συχνά αρχέγονες ταυτίσεις με στενές αντιλήψεις και αδιαλλαξίες απέναντι σε κάθετι το ξένο, ένας λανθάνων αυταρχισμός ενδυναμωμένος από τις δομές της οθωμανικής εξουσίας και της βαριά κληρονομιά του κατά Weber συστήματος του «σουλτανισμού», τέλος, μια αμφίθυμη αντίληψη για κάθε ανανέωση.

ένα υπόσκυλο που νίκησε στις μελλοντικές συγκρούσεις. (από Khan, 01/09/11)(από Khan, 01/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, λόγω του ότι είναι δύο και μοιάζουν μεταξύ τους σαν δίδυμα αδερφάκια.

Η έκφραση υπήρχε ήδη στα αρχαία ελληνικά, όπως μας πληροφορεί (μεταξύ άλλων) η Βικούλα, ενώ φαίνεται ότι είναι και επιστημονικός όρος (δίδυμος= ο κυρίως όρχις που διακρίνεται από την επι-διδυμίδα). Ωστόσο, νομίζω ότι χρησιμοποιείται και ως χαριτωμενιά από ανθρώπους που δεν έχουν ειδικές γνώσεις αρχαίων ελληνικών ή Ιατρικής, αν και η χρήση αυτή είναι σχετικά σπάνια.

- Προτίμησε να κατέβει προς τα κάτω και να ασχοληθεί με τους διδύμους μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κολύμπα, η (πληθ: οι κολύμπες).

Ουσιαστικό, θηλυκού γένους, χανιώτικης καταγωγής. Σημαίνει «λακκούβα με νερό». Οι κολύμπες απαντώνται συχνότατα σε όλο το μήκος του εθνικού οδικού δικτύου ως αποτέλεσμα βροχόπτωσης και κύριος σκοπός τους είναι να εκνευρίζουν τους οδηγούς των οχημάτων και παράλληλα να καταβρέχονται οι περαστικοί.

Επειδή ακριβώς απουσιάζει ως όρος από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι χανιώτες έχουν πέσει πολλάκις θύματα χλευασμού για αυτή την τόσο ευφυή λέξη.

Εκεί που πήγαινα να περάσω το δρόμο, παραπάτησα κι έσκασα βαρδύς- πλατύς μέσα σε μια κολύμπα κι έγινα λούτσα...

(από mafie, 27/08/11)Κολυμπάρι Χανίων (από GATZMAN, 28/08/11)

Βλ. και τάφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλός τοίχος, στην ουσία τσιμεντένιος και συνεχής φράχτης.

Εξαιρετικά χρήσιμος για τα πιτσιρίκια να κάθονται να τρώνε παγωτό και για τους εφήβους να κάθονται αντιμέτωπα και να χαμουρεύονται.

Η μαμά στον πιτσιρικά της:
- Βρασίίίδααααα! Κατέβα από το μπεντένι πουλάκι μου, γιατί άμα πέσεις και χτυπήσεις και ανοίξει το κεφάλι σου, θα σε σκοτώσω!

(από mafie, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε στύση, κάργα στύση.

Η γραβάτα λειτουργεί ως μεταφορά του πέοντα και σε άλλες εκφράσεις, βλ. το αββασιδικό τον έχω κάνει γραβάτα, όπου η γραβάτα παραπέμπει στον και καλά ξεχειλωμένο από την υπερβολική μαλακία πέοντα, ή το κχάνειο γραβάτα, αναφερόμενο σε ειδική σεχουαλική πρακτική γνωστή και ως ισπανικό ή βυζομαλακία.

Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Γραβάτα είναι ο εντελώς τελείως καυλωμένος πέοντας (μελάτες μεσοβέζικες καταστάσεις αποκλείονται), ανεξαρτήτως μεγέθους, σχήματος ή ιδιαίτερων σεχουαλικών προτιμήσεων. Σημασία έχει μόνο το κατακόρυφο της στάσης, η ορθοστασία.

  1. - Την Τρίτη που μας πέρασε με παίρνει τηλέφωνο ο Βασίλης. Προφανώς ήθελε διακαώς να γαμήσει, γιατί με άρχισε σε κάτι πουτσιλίκια του τύπου «έλα βρε μωράκι, που χάθηκες» και «μαύρα μάτια κάνουμε να σε δούμε», παρότι ήταν αυτός που είχε εξαφανιστεί για καμιά βδομάδα. Είπαμε, φρη σχέση, αλλά όχι κι έτσι ρε φίλε. Τεσπά, μετά τις εισαγωγικές μαλακίες μου το σερβίρει: «τι θα κάνεις το βράδυ, θες να έρθω να δούμε καμιά ταινιούλα παρέα;». Του λέω ξέχνα το, έχω γυναικολόγο την επόμενη μέρα και μου έχει πει να μην κάνω τίποτα την προηγούμενη γιατί αλλιώς η εξέταση πάει στράφι. «Μα δε θα κάνουμε τίποτα βρε μωράκι, μόνο καμιά αγκαλίτσα θα σε πάρω που μου 'λειψες». «Βασιλάκη άσ' τα σάπια» του λέω, «θες να γαμήσεις, κι εγώ μπορεί να θέλω, αλλά υπάρχουν κι άλλες προτεραιότητες σ' αυτή τη ζωή». Μη στα πολυλογώ, μου ζάλισε τ' αρχίδια με υποσχέσεις οτι θα 'ναι Παναγία και τέτοια, και του 'πα να έρθει. Σκάει που λες ο δικός σου κύριος, βλέπουμε την ταινία, πίνουμε κι ένα ποτάκι για το καλό, όλα χαλαρά, ούτε το βυζί δε μου 'πιασε. Σε μια φάση του λέω «πάω να κάνω ένα μπάνιο και μετά θα την πέσω, είμαι ερείπιο». «Ναι βρε μωρό πήγαινε κι εγώ μια απ΄τα ίδια, δεν την παλεύω. Μπαίνω για μπάνιο, όλα καλά, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, λέω ο τύπος θα έπεσε ξερός για ύπνο. Τελειώνω, φοράω μπουρνούζι και κάνω να βγω απ' το μπάνιο. Και τι να δω: ο Βασίλης ακριβώς έξω απ΄την πόρτα του μπάνιου, καθισμένος σε καρέκλα, γυμνός και με τον πούτσο γραβάτα. »Δεν περνάς απο δω αν δε σε γαμήσω, κατάλαβες πουτανάκι;«. Μια ταραχή την έπαθα η γυναίκα, λέω »ώπα τι κάνουμε τώρα«. - Και τελικά του 'κατσες;
    - Εσύ τι λες μωρή, λες να άφηνα τέτοια ψωλή καυλωμένη ανεκμετάλλευτη;
    - Γιατί, πόση την έχει;
    - Να σου πω, δεν το λες και φίδι, είναι όμως τίμιο, τη δουλειά του την κάνει με το παραπάνω. Και αντοχή ο πούστης. Τέσσερις φορές με ξέσκισε και ήθελε κι άλλο, είδα κι έπαθα να τον μαζέψω. Και το καλύτερο δε στο 'πα: την ώρα που με γαμούσε, να πετάει προστυχιές του τύπου »σε μένα παλιοπουτανάκι, πουστριλίκια για γυναικολόγους και ρέστα δεν πιάνουνε, το 'πιασες;«. Δυο φορές έχυσα, pas mal.

  2. - Με τέτοια εγκλήματα που περνάνε απο δω μας έχει γίνει ο πούτσος γραβάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, ο πολύ γλυκός καφές με πλούσιο αφρό (φραπέ, φρέντο καπουτσίνο κλπ).

Παγωτοειδείς καφέδες τύπου μοκατσίνο και άλλοι τινές εις -ίνο λήγοντες, αποτελούν τούρτες κυριολεκτικά.

(στην καφετέρια)
- Πω ρε φίλε, της είπα τον θέλω γλυκό κι αυτή τον έκανε τούρτα. Με γάμησε, δεν πίνεται αυτό το πράμα. - Μάλλον είδε που τη χαλβάδιαζες κι είπε να μη σε αφήσει με την όρεξη. - Γαμιέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά του «Αλμανάκο» (περιοδικό κόμιξ).

- Διαβάζεις κόμιξ;
- Όχι ρε, κάτι τεύχη Αλβανάκο έχω μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητρόνια ονομάζονται κάποια σωματίδια, αόρατα στο γυμνό μάτι -ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο- τα οποία προκαλούν γοητεία και οδηγούν στην έλξη. Τα γοητρόνια εκπέμπονται συνήθως από άντρες και σπανιότερα από γυναίκες -συνήθως εξαιρετικά δυναμικές, ανεξάρτητες και ελευθεριώδεις, παρ' ολίγον λεσβίες.

Αναλυτικότερα, ο εκπέμπων γοητρόνια δύναται να κατακτήσει οποιαδήποτε γυναίκα θελήσει, απλώς και μόνο γιατί η γοητεία που ασκεί είναι γενετική και χημική και άρα, ανίκητη. Δεν υπάρχει ασπίδα προστασίας από την εκπομπή γοητρονίων, παρά μόνο πια στο στάδιο της συνουσίας -μιλάμε πια για την τελευταία ασπίδα προστασίας, τα προφυλακτικά.

Τιμή και Δόξα στη Χάιντι, τον δημιουργό αυτής της έκφρασης!

- Ρε, πήδηξες την Ελένη; Εκείνη τη θεά με τα δυο μέτρα πόδι και τα τεράστια βυζόμπαλα;
- Εμ! τι να κάνουμε; Εκπέμπω γοητρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified