Further tags

Με ή χωρίς το οριστικό άρθρο στην κλασσική αργκό, σήμαινε συνήθως τον / την γιαβουκλού τινός.

Πολλές φορές όμως (χωρίς το οριστικό άρθρο), προσέδιδε μιαν αχλύ κύρους στην προσωπικότητα ενός επισκέπτη (δηλ. το πρόσωπο ήταν σ ο β α ρ ό, π.χ. δικηγόρος, εφοριακός, τραπεζίτης, πολιτικός κλπ βλ. και «δημόσια πρόσωπα»), οπότε η χροιά της έκφρασης ενείχε είτε κομπασμό για τους αρεσκόμενους στο hobnobbing στην γκλίτσα του τσομπάνη (π.χ. «σχετίζομαι με σημαντικά προσώπατα»), είτε ανησυχία για τους πιο προσγειωμένους που γνωρίζουν ότι τα πολλά νταραβέρια με τα κοστούμια και τις μεγάλες πόρτες στο τέλος βλάπτουν (π.χ. τί να θέλει τώρα τούτος – για καλό μια φορά δεν θα’ ναι).

Σήμερα λέγεται με ματαιόδοξη ή χιουμοριστική διάθεση.

Αυτά τα ολίγα.

  1. - Τί κάνεις το Σου-Κού;
    - Θα κλείσω τηλέφωνα και θα πάρω το πρόσωπο, να πάμε για γαρίδες κάτω στη Μαργαρώ...

  2. - Κουφαλίτσα, χτες βράδυ εθεάθης λέει με πρόσωπο αλαμπρατσέτα, πόθεν έσχες;
    - Χεχε...
    - Δέστονα ρε, έχει πέσει μέσα στο κιούπι με το πετιμέζι και δεν μιλάει σε κανένανε! Σιγά τα σορόπια ρε, θα γλιστρήσεις...

  3. - Λοιπόν, τί θα γίνει μ’ αυτό που λέγαμε;
    - Ακούμπα πάνω μου, απόψε θα πάω έξω να φάμε με κάτι πρόσωπα και θα τους το φέρω απ’ έξω–απ’ έξω, να σ’ έχουν υπ’ όψη τους...
    - Όχι απ’ έξω–απ’ έξω να χαρείς, βουρ στο ψητό γιατί καίγομαι!
    - Μην ανησυχείς, ε-τελείωσε σου λέω...

  4. - Πού’ σαι Μήτσε, είν’ έξω ένα πρόσωπο και σε ζητάει!
    - Πρόσωπο, τί πρόσωπο;
    - Ξέρω και γώ; Κάτι φακέλους κουβαλάει, άπω κάποια δημόσια υπηρεσία λέει είναι, εγώ πάντως δεν τον έχω ξαναδεί... Μήτσο! Ρε Μήτσο! Στάσου ρε! Απο’ κεί είν’ ο φωταγωγόοοοοοοοοοος...

Εμανυέλ Μουνιέ : Ο πρωτεργάτης της φιλοσοφίας του προσώπου. (από Khan, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κούσαλο, το ραμολί.

Σήμερα η Β' Παθολογική έχει γεμίσει μορμολύκεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να πούμε ότι στην κλασική αργκό λουκία είναι (για να το θέσω παππουδίστικα) η γυναίκα ελαφρών ηθών ή ελευθερίων ηθών, που όχι μόνο είχε προγαμιαίες σχέσεις, αλλά και ησκείτο στο λιμπεγτινάααζζ, τύλιγε κανάν κανακάρη, ή και αποπλανούσε κανάν κύρη που την σπίτωνε. Μπορεί να ήταν ακόμη και καμπαρετζού, τροτέζα, τσαγού, ή και κομμώτρια έως και καλντεριμιτζού.

Νομίζω, λοιπόν, ότι δευτερευόντως εσήμανε τη λούγκρα, κυρίως στην πάγια φράση μωρή λουκία και πού 'σαι μωρή λουκία; Συνώνυμα: πού 'σαι μωρή μαριάννα και το χότζειο πού 'σαι μωρή πρέσβειρα καλής θελήσεως;.

Πάσα: Αἷας, Jeanoir.

  1. Ναι κυρα-περμαθούλα μου, όχι μόνο που τύλιξε τον Νώντα μας, αλλά και μάγεψε τον κυρ-Σεραφείμ, που της νοίκιασε μέχρι και ειδικό σπίτι της λουκίας!

  2. Πάμε μωρή Lucy επί το αγγλικότερον, γκρουπάκι στο φατσοβιβλίο.

  3. άντε απο εδώ μωρή τσουρομαρία ... μας πουλάς μούρη και άποψη περι αναρχίας και προβληματισμού .... πότε ήξερες μωρη λουκία περί αναρχίας μωρη ξεβρακωτη που το μοναδικο μπουκαλι που πέταξες ήταν κοκα κόλας και ήταν και πλαστικο ρε ανεγκέφαλε .... και πίτα στο αναψυκτικο
    (εδώ)

Δεξιά ο Pierre Bergé, πρέσβης καλής θελήσεως στην UNESCO. (από Khan, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό της Κατίνας- Κατερίνας, μεγεθυντικό της κατινιάς.

(Για την εξέλιξη διάφορων ονομάτων ως αποτυπούντων ιδιαίτερους ψυχισμούς δες εδώ).

Η πανέμορφη ξανθιά έγινε μια κακιά και πανάσχημη προβατομούρα Κατίγκω (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.

Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.

- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).

- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)

Ξόανο Ξόανο αλλα με κάτι @ρχιδι@ να!! (από perkins, 05/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που δεν το λέει η περδικούλα του (ή απλά φοβάται, αν είναι γυναίκα και δεν έχει περδικούλα).

Πιθανώς λόγω της διαπιστωμένης έλλειψης θάρρους του συμπαθούς πτηνού κι όχι άλλων εξωτερικών ομοιοτήτων.

Ο Χ. είναι τελείως κότα, όλο το βράδυ τον κοίταζε η γκόμενα, αλλά δεν τόλμησε να την κεράσει ούτε σφηνάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό şaşkın που σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος σε σύγχυση. Σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να εκτείνεται και μέχρι χαζός, βλάκας, ντελήσαββας, ντελημπάσχος.

Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς χαρακτηρισμός, γι' αυτό και λέγεται και περιπαικτικά. Ακούγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Βλ. και σερσερής, σερσέμης.

  1. - Λοιπόν, πάρε τα σάντουιτς, βάλε και δυο κοακόλες σε μια άλλη σακούλα και πάν' τα στον Τέξας, στο προποτζίδικο.
    - Ναι.
    - Κόκα-κόλες σε είπα.
    - Α, ναι.
    - Σε άλλη σακούλα.
    - Α, ναι, ναι.
    - Τι ναι και ναι, άντε, τελείωνε. Πού πας ρε σασκίνη, τα σάντουιτς δεν θα τα πάρεις;
    - Α ναι...

  2. - Θα δούμε τον αγώνα απόψε, έτσι;
    - Αμάααν! Το ξέχασα και κανόνισα με το μωρό σινεμά.
    - Α βρε σασκίνη, κάτσε τώρα να δεις τον Κισλοφσκι σου ενώ παίζει η Παοκάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξικογραφημένο για τις περισσότερες σημασίες του, π.χ. στον Τριανταφυλλίδη. Κυρίως έλειπε η τέταρτη παρακάτω περίπτωση.

Ο έλεγχος, η ρύθμιση, η επιβολή της εξουσίας μου σε ανθρώπους ή καταστάσεις, η χορήγηση δεσμευτικών οδηγιών. Ειδικότερα:

  1. Ο εξουσιαστικός έλεγχος επί ανθρώπων. Όποιος κάνει κουμάντο είναι ο φανερός ή παρασκηνιακός επικεφαλής. Ο λόγος του είναι προσταγή για τους εμπλεκομένους.

  2. Ο έλεγχος σε άψυχα (συνών: κάνω καλά, κάνω ζάφτι). Η ρύθμιση καταστάσεων, η δρομολόγηση των διαδικασιών. Ο καταμερισμός των ρόλων, ο προγραμματισμός των δαπανών και των πόρων. Βλ. και τα κουμάντα μου, με τα ενδιαφέροντα και συμπληρωματικά του παρόντος σχόλια.

  3. Η επικράτηση μιας προσωποποιημένης δύναμης (το άψυχο σαν υποκείμενο).

  4. Οι οδηγίες ενός πεζού στον οδηγό αυτοκινήτου για να κάνει έναν δύσκολο ελιγμό (κυρίως παρκάρισμα/ξεπαρκάρισμα). Άσχετο: Στα τεθωρακισμένα αυτός που κάνει κουμάντο τον οδηγό του άρματος λέγεται οδηγός εδάφους.

Εκ του ιταλικού comando=εντολή, διαταγή.

Παράγωγα: κουμαντάρω (ρ.), κουμανταδόρος (ουσ.), κουμανταδόρικος (επίθ.).

  1. - Μεγάλη μονάδα ρε συ, να έρθουμε καμιά μέρα να κάνουμε κρούση για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά. Για πες εσύ που ξέρεις, ποιος είναι διοικητής εδώ;
    - Γάμα τον διοικητή, ένας κοιμήσης είναι, συνέχεια βολτάρει με το τζιπάκι. Τον υπόδικα να πιάσεις, αυτός κάνει κουμάντο εκεί μέσα.

2α. - Χαλβαδιάζω μια hayabusa τελευταία...
- Σιγά μην πάρεις και εφ δεκάξι. Ρε άκυρε, ακόμα το παπί δεν μπορείς να κάνεις κουμάντο, μου θες και χαγιαμπούσες.

2β. - Στο γλέντι έχουμε συγκεκριμένες θέσεις;
- Α μπα, έχω βάλει όμως τον Γιωργάκη να κάνει κουμάντο τους καλεσμένους, να στέλνει της νύφης από 'δω του γαμπρού από 'κει, του κουμπάρου παρακεί και τέτοια.

2γ. - Αφεντικό έχω χάσει την μπάλα με τις πληρωμές.
- Θέλει μια μέρα να βάλουμε κάτω τους λογαριασμούς και να κάνουμε ένα κουμάντο ποιος έχει να παίρνει τι, γιατί αλλιώς θα την πατήσουμε.

  1. - Καλά ρε, γιατί δεν σηκώνει κανένας το ανάστημά του εκειπέρα, που κάθονται και ακούνε τις μαλακίες του κάθε χτεσινού προϊσταμένου;
    - Φίλε, ο φόβος κάνει κουμάντο στην εταιρεία, έχουν ακουστεί πολλά για απολύσεις τελευταία.

  2. - Ε ρε πστ! Πιο κολλητά δεν μπορούσε να παρκάρει αυτός; Έχει και κοτσαδούρα και δεν μπορώ να υπολογίσω...
    - Να βγω να σου κάνω κουμάντο;
    - Άσε, την παλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδρανώ, ψωλάρω, μαλακίζομαι, τον παίζω, κωλοβαράω, δεν δουλεύω ενώ θα έπρεπε, δεν κάνω σωστά τη δουλειά μου γιατί είμαι άχρηστος.

Το να κόβεις χαλβά δεν ούτε δύσκολη δουλειά είναι ούτε καμιά επιστήμη, επομένως όποιος το κάνει για επάγγελμα στην ουσία δεν κάνει τίποτα. Θυμίζει τις ρητορικές ερωτήσεις μπρίκια κολλάμε;, τζιτζίκια πεταλώνουμε;, μαλλιά αγγέλου ζαχαρώνουμε;, καταΐφια χτενίζουμε; κτλ.

  1. Από εδώ:

Παράλληλα, καλό θα ήταν, εάν οι – αρκετοί- βουλευτές όλων των παρατάξεων που δεν «κόβουν χαλβά» στη Βουλή αλλά διακρίνονται για το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και την ευαισθησία τους απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα υποβάλλοντας συνεχώς γραπτές ή επίκαιρες ερωτήσεις, υπέβαλαν μια ερώτηση στον κ. Χρυσοχοίδη για τον νεαρό δημοσιογράφο.

  1. Από εδώ:

Τα άτομα είναι εντελώς UFO. Χαβαλέδες. Κόβουν χαλβά. Έχω στείλει 3-4 emails και τους ρωτάω: έχετε λάβει το fax μου από 2/10/06; Καμία απάντηση. Παίρνω ΣΥΝΕΧΩΣ τηλέφωνο και βγαίνει αυτόματος τηλ/της.

  1. Από εδώ:

Να μη δούμε επίσης αραχτά με τις ώρες ζευγαράκια πού να κάνουν «ότι ξέρουν να κάνουν» και οι φυλάσσοντες εκεί αστυνομικοί ή σεκιουριτάδες να κόβουν χαλβά ή να παρίστανται σαν να κρατάνε φανάρι [...]

Got a better definition? Add it!

Published

Φωτογράφος, στην ιατρική σλανγκ (περασμένων δεκαετιών), αποκαλείται ο ακτινολόγος.

Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η δουλειά του ακτινολόγου, ήταν να τοποθετεί τις πλάκες στο μηχάνημα και να προσέχει να μην κουνηθεί ο ασθενής. Μετά, εμφάνιζε τις πλάκες, πληρωνόταν και τις έδινε στον πελάτη. Δλδ. έκανε ό,τι και ένας φωτογράφος του '60.

Με την πάροδο του χρόνου και την τεράστια εξέλιξη της ακτινολογίας (εδώ και πολλά χρόνια μιλάμε και για παρεμβατική / θεραπευτική ακτινολογία), ο όρος έχει εκλείψει. Αλλά ακόμα και τώρα, μπορεί από κάποιον συνταξιούχο γιατρό, να ακούσετε την εξής φράση «φωτογραφία έβγαλες;», ή τον χαρακτηρισμό «φωτογράφος» για συνάδελφο ακτινολόγο.

- Ρε Παναγιώτη, τι να γίνεται εκείνος ο συμφοιτητής σου ο φωτογράφος...
- Σπουδαίος και τρανός. Καθηγητής πανεπιστημίου έχει φτάσει. - Κανονικός φωτογράφος ήταν. Δεν θυμάμαι να είχε κάνει ποτέ διάγνωση!
- Ναι, αλλά έκανε καλό γάμο. Με την κόρη του πρύτανη. Από κει και πέρα, βάζει τους φοιτητές και τους βοηθούς να βγάζουν το φίδι από την τρύπα...

(από electron, 16/10/10)Ακτινογράφε τράβα μια ακτινογραφία (από GATZMAN, 17/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified