Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.
Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.
Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.
Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός /-ή που κάνει ανώριμες, χαζές και τρελές κινήσεις. Καταστάσεις που δεν στέκουν. Ο ό,τι νά 'ναι τύπος, ο εκτός τόπου και χρόνου (για ενέργειες χρησιμοποιείται το «παρλιακομάρες»).
Τάκης: Ρε κολέα, καλά αυτή η Καίτη πώς χορεύει έτσι;;; Μουρλό είναι;;;; Τι έχει πάθει;;;
Ανδρεάς: Έλα μωρέ Τάκη, παρλιακό είναι, παρλιακομάρες κάνει.
Got a better definition? Add it!
Ο κακιασμένος, όλα του φταίνε, στριμμένος, δεν θέλει κανέναν, ακόμα και τα αθώα παιδάκια τον ενοχλούνε.
Κρύψου, κρύψου... θα μας δει ο φρικαντέλος.
Got a better definition? Add it!
Φράση που συντάσσεται με ειρωνικό τόνο, και συνδυάζεται με εκφράσεις του στυλ:
- Καταπληκτικό παιδί, να τον καλέσεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
ή
- Καταπληκτικό παιδί, να τον στείλεις στο φούρνο να σου πάρει ψωμί
και τα σχετικά.
(αν έχετε κι άλλα σχετικά παραδείγματα, προσθέστε)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ανόητος, βλάκας, ελαφρόμυαλος, ηλίθιος, κουτός, μωρός.
Y.Γ. Δεν μπορεί να αποδοθεί στα αγγλικά αυτολεξεί ως cock-minded, γιατί τότε αλλάζει η σημασία του και δηλώνει τον έχοντα ως έμμονη ιδέα ή προσανατολισμό το ανδρικό αναπαραγωγικό όργανο. Στα αγγλικά, μεταφράζεται με τις λέξεις foolish, feather-brained, harebrained (=ο έχων μυαλό λαγού), και silly billy. Στα τουρκικά, alık.
Got a better definition? Add it!
Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:
Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)
Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).
Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.
====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:
Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)
(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)
ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.
Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.
(αμφότερα από το νέτι)
Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
- Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.
- Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
- Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.
Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.
«Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.
Got a better definition? Add it!
Ο Υπερθετικός του μαλάκα, ο πολύ μαλάκας. Συνηθέστατη βρισιά που προκαλείται από το ότι το μαλάκας είναι τόσο τετριμμένο που δεν αποτελεί πλέον βρισιά, αλλά και λέξη οικειότητας, θαυμασμού κ.ά. Οπότε είναι αναγκαίο το κάτι παραπάνω. Συχνά ως έκφραση: Δεν είσαι μαλάκας. Χοντρομαλάκας είσαι!
Θα πρότεινα ερμηνευτικώς ότι έχουμε συνεκδοχή με την παχιά μαλακία, δηλαδή με την μαλακία που τραβιέται ύστερα από μεγάλη περίοδο αγαμίας, οπότε έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε χοντράδια. Οπότε από την χοντρή μαλακία περνάμε στον χοντρομαλάκα δράστη της.
Όπως και νά 'χει ο χοντρομαλάκας παραπέμπει σε παχύδερμο ον που είναι στην καρακοσμάρα του απορροφημένος από την μαλακία του και έχει μόνιμη πώρωση.
Got a better definition? Add it!
Η γνωστή έκφραση είναι «όπου φυσάει ο άνεμος» και λέγεται για το ανερμάτιστο άτομο που αφήνεται στο τυχαίο φύσημα του αέρα και αναλόγως πορεύεται. Δεν είναι ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας, είναι ο άβουλος άνθρωπος χωρίς προσωπική άποψη, είτε αφορά αυτό την κοινωνική και υπόσταση ή τη συναισθηματική του ζωή.
Παλιά λέγανε «όπου φυσάει ο μπάτης», σήμερα όμως ο μπάτης δε ζειπαί σαν έννοια ή λέξη.
Λέγεται επίσης, ως εκ τούτου, και «όπου φυσάει ο γκόμενος» -για τη γκόμενα που είναι σκιά του αρσενικού της και δεν έχει καμία πρωτοβουλία στην προσωπική ζωή της. Δεν είναι το αντίστοιχο του το μουνί σέρνει καράβι, το οποίο είναι μια γενίκευση και αφορά βασικά το σεξ καθώς και όλους τους άντρες ανεξαιρέτως. Το «όπου φυσάει ο γκόμενος» είναι μόνο για τα θηλυκά που είναι απολύτως εξαρτώμενα από το Είναι του κυρίου και αφέντη τους, οι ιδέες / απόψεις τους είναι οι δικές του, οι κινήσεις τους είναι οι δικές του, και μόλις φύγουν από τον έναν και πάνε στον άλλον, αλλάζουνε μπαντιέρα.
Λέμε επίσης «όπου φυσάει η μόδα».
Συγγενής έκφραση με το «όπου φυσάει»: όπου πάει ο ήλιος.
Ο ΛΑΟΣ πολιτεύεται με μια «σημαία ευκαιρίας» και πλέει πολιτικά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Χωρίς πορεία. Δίχως σαφές λιμάνι προορισμού.
Trendy: «Φυλή» που συγγενεύει, εν μέρει, με τις emo σε επίπεδο ξασμένης φράντζας και κατανάλωσης λακ -αν και υπάρχουν και πιο straight εκδοχές, με πιο Bibi-Bo μαλλούμπα. Από κει και πέρα, ουδεμία σχέση, αφού τα χρώματα των ρούχων τους είναι update, στα πέλματά τους κυριαρχούν τα funky πασουμάκια, οι σαγιονάρες και οι «μπαλαρίνες», τα στέκια τους είναι «in», μουσικά «την ακούνε» όπου φυσάει ο άνεμος και, γενικά, επιδεικνύουν μια αποχή από τον πραγματικό κόσμο...
- Πολύ ξενέρα η Κάτια ρε φίλος, είναι άτομο «όπου φυσάει ο γκόμενος», πώς την αντέχεις.
- Φίλε, γαμάω καλά; Τέλος.
Η Νάσια δεν έχει δικό της γούστο στο ντύσιμο, είναι όπου φυσάει η μόδα.
Σύγκρινε και ΟΦΑ
Got a better definition? Add it!
Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.
Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.
Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.
Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.
Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.
βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για κλασικότατο όνομα σκύλου, τ. Αζώρ, Κίλλερ, Κανέλος, κ.α.
Εν σλανγκικώ προκειμένω, τζακ ή, κάποιος που «κάνει τον τζακ» αποκαλείται ο χαζομούνης, ο μουνόδουλος, ο μουνοσαλιάρης, αυτός δηλαδή που σέρνεται κουνώντας τραγικά την ουρά του.
Laisse-moi devenir
L'ombre de ton ombre
L'ombre de ta main
L'ombre de ton chien
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
...τουτατέστιν:
Άσε με να γίνω
Η σκιά της σκιάς σου
Η σκιά του χεριού σου
Η σκιά του σκυλιού σου
Μη με εγκαταλείψεις
Μη με εγκαταλείψεις
Μη με εγκαταλείψεις
Μη με εγκαταλείψεις
(«Ne me Quitte Pas», Τζακ Μπρελ)
Got a better definition? Add it!