Further tags

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.

Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.

Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...

βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχετυπική μορφή γυναίκας σε παλιά ελληνική ταινία, υποδυθείσα από την Ίλυα Λιβυκού. Μόνιμο απωθημένο του Βασίλη Λογοθετίδη, την βλέπει και ξερογλείφεται. Όνομα από άλλες εποχές που μπορεί κάλλιστα να αποκτήσει καινούριο νόημα στις μέρες μας. Να πως το σκέφτηκα.

Λωλ: παραπέμπει στο lol γνωστό τοις πάσι laughing out loud.
-ότα: αρχαιοελληνιστί ήταν τα ώτα, τα αυτιά.
Έτσι Λωλότα είναι η γυναίκα που γελάει δυνατά σαν σκουριασμένο μπλακεντέκερ και σου τρυπάει τα αυτιά, η ενοχλητική ωραία γκόμενα που σιχαίνεσαι να ακούς, αλλά λατρεύεις να βατεύεις.

Αποτυχία χτες το ραντεβού στα τυφλά. Η κοπέλα βγήκε Λωλότα, γελούσε με ό,τι έλεγα, το γέλιο της ήταν σαν κακάρισμα νυμφομανούς κότας και μου πήρε τα αυτιά, άσε που όλοι μάς κοιτούσαν περίεργα στο φραπάδικο που πήγαμε για καφέ.

Η τετράδα επι σκηνής (από GATZMAN, 18/06/09)Lolita (από allivegp, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρωμιάρης κι ατημέλητος (λόγω βαρεμάρας ή εκ πεποιθήσεως κι όχι λόγω ανέχειας ή κάτι τέτοιο).

Από το «βρωμύλος» και το «βρωμόκωλος».

Αυτός που το είπε (πραγματική περίπτωση), απλά πήγε να πει για κάποιον κάτι απ τα δύο, αλλά τελικά μην έχοντας αποφασίσει προς στιγμήν ποιο θα χρησιμοποιήσει, τα ένωσε λίγο κι έκανε το «βρωμίκωλος».

Δηλαδή ήταν λέξη που ειπώθηκε, αλλά και σχηματίστηκε, κατά λάθος. Αλλά παρέμεινε...

...αυτός είναι βρρρωμ...ί...κωλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Elegant – ηχητικά - σλανγκικός χαρακτηρισμός της πουστάρας.

Ετυμολογία: ομοφυλόφιλος + σκύλος.

Προέλευση: πέραν και πλέον του προφανούς, έχει και μια πιο ουσιαστική εξήγηση αφού στην προσπάθεια να πολιορκήσουν την πίσω πόρτα, οι συμπαθείς (κατά τα λοιπά) πούστρες το κάνουν doggy style (ένα λογικό συμπέρασμα βγάζω, ε...)

Συνώνυμα: καμιά 500αριά στο λήμμα πούστης.

- Ρε μαλάκα, αυτός ο ομοσκυλόσκυλος ο Σιανίδης πάλι με μουνάρα κυκλοφορούσε χθες!
- Ρε λες να το παίζει πούστης για να κερδίζει την εμπιστοσύνη των γυναικών, μετά να τις μεθάει και να τις πηδάει;
- Λες...;

(σ.σ. ας προβληματιστούμε)

oμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ωμοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)ζεστοσκυλοσκυλος (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμάλγαμα των λέξεων μπύρα και του μυθικού ήρωα Ηρακλέους. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή μίας συγκεκριμένης κατηγορίας μπυρόβιων, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες είναι εσωστρεφείς φλώροι αλλά μετά την πόση του θαυμαστού αυτού ποτού γίνονται θαρραλέοι μπήχτες και επιτυγχάνουν λαμπρά κατορθώματα.

- Λοιπόν τη βλέπεις αυτή εκεί στο απέναντι τραπέζι; Τόση ώρα που μιλάμε με καρφώνει με τα μάτια. Θα πάω να της μιλήσω!
- Άσε ρε Μπυρακλή να πούμε, που πριν πιεις τις Franziskaner έλεγες ότι όλες σε έχουν χεσμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των αριστερός + αριστοκράτης.

Περιπαιχτικός χαρακτηρισμός ευπόρου τύπου με αριστερ(-ιστικ)ή ιδεολογική τοποθέτηση.

Το είδος συνήθως προέρχεται από αστική οικογένεια, της οποίας τα συμφέροντα δεν συγκρούονται με την πολιτική του δράση (;). Άλλωστε, αποφεύγει (σαν το διάολο το λιβάνι) το ιστορικό κόμμα της αριστεράς, θεωρώντας τους κοινωνούς του ακαλαίσθητους και μπανάλ. Περί άλλα τυρβάζον, αερικό της πολιτικής ζωής, διαθέτει καλές (αλλά ανώφελες) προθέσεις. Σχετικά όμως με την αξιοπιστία του, δέον να παραβληθεί η ερώτηση του Κωσταντάρα προς τον Γαβριηλίδη στο «Υπάρχει και φιλότιμο», όπου ο πρώτος ως υπουργός, ρητορικώς ζητά από τον δεύτερο επίσης υπουργό, να δεχθεί να τον εγχειρίσει καίτοι δεν είναι χειρουργός, δεδομένου ότι έχει όλη την καλή πρόθεση να το κάνει. Η απάντηση είναι η αναμενόμενη.

Καλός άνθρωπος ...

- Πήγες στο γκάζι στο φεστιβάλ ;
- Πήγα και ξενέρωσα τη ζωή μου. Όλο αλτέρνατιβ και αριστεροκράτες που χαριεντίζονταν ήτανε.

Ο αριστεροκράτης Λουκίνο Βισκόντι (από Hank, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published