Further tags

  1. Ο κάθε φέρελπις νέος, οπαδός του καυλαντίσματος, ξαναμμένος και ετοιμοπόλεμος. Μπακούρι κατ' επιλογήν (ορ νοτ), ξεχωρίζει στο πλήθος ωσάν πελεκάνος με το ράμφος ανάμεσα στα πόδια.

Κυκλοφορεί συνήθως μόνος αλλά συναντάται συχνά και σε σχηματισμό αγέλης... Στην οποία περίπτωση βέβαια χαλάει το πράμα και η μπακουροπαρέα καταντάει αρχιδόκαμπος.

  1. Ο βλαστός του φρέσκου κρεμμυδιού που στη μέση της ανάπτυξής του είναι ολόισιος και στην άκρη του έχει το λουλούδι του κρεμμυδιού.

1...
- Με τα φιλαράκια μου τους έχουμε μοιράσει τους ρόλους, ο Μπάμπης είναι ο μαλάκας της υπόθεσης, ο Χάρης κάνει το χαβαλέ και κλαίμε και ο Τόλης σαν σωστός καυλικάνος ρίχνει καμία γκόμενα και άμα περισσέψει κάνα ψίχουλο τρώμε και οι υπόλοιποι...
- Και συ;...
- Το στρίβω...

2...
Πλένουμε και κόβουμε σε κομμάτια μια χεριά καυλικάνους, τους βάζουμε σε τηγάνι με ελαιόλαδο και τους τσιγαρίζουμε μέχρι να μαλακώσουν.
Ρίχνουμε 1 ποτηράκι νερό και βράζουμε να ψηθούν οι καυλικάνοι.
Χτυπάμε 4-5 αυγά σε ομελέτα και τα αδειάζουμε στο τηγάνι.
Μόλις ψηθεί από τη μια μεριά, γυρίζουμε από την άλλη και πασπαλίζουμε με τριμμένη φέτα, αλάτι και μπόλικο πιπέρι.(εκεί )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος και μπινεδιάρης δείνα, ο φούφουτος, ο χλιμίτζουρας, η σκατόφατσα, ο σκορδομπούτσογλου. Κυρίως όταν αυτός παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά.

Πιθανώς να ετυμολογείται εκ της χλεμπόνας.

  1. Μα για ρίξε μια ματιά στο σκουπιδαριό σε όλα τα περιγιάλια μας. Και στους λερούς ασήμαντους δρόμους με τα λαμπρά μεγάλα ονόματα τους, που έκλαιγε ο Καρυωτάκης. Εκείνα τα σκυθοβαρβαρικά «Εμένα θα μου ειπείς τώρα, καημένε!» και «Ξέρεις ποιος είμαι 'γώ, ρε;» Ουά, οι γυψοκεφαλές και οι χλιμπίκουλες!
    (Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα)

2. Το χειρότερο είναι πως όλοι οι παρουσιαστές (και όλες οι παρουσιάστριες) παίρνουν το σοβαρότερο ύφος τους, φοράνε τις καλύτερες γραβάτες και τα πιο σινιέ Ντόνα Φου-Καράν τους και - υποτίθεται πως - παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τον υποψήφιο κύριο Χλιμπίκουλα που «θα μας μιλήσει για την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση».

3. Μάγκες μήν αρπάζεστε έδώ στα θέματα αγορών για να βοηθάμε ο ενας τον άλλον είμαστε να γλιτώνουμε κάνα ευρώπουλο και άν οι συναλλαγές είναι οκ εγώ οχι απο τον δελαπέσκα αλλά και απο τον μήτσο τον χλιμπίκουλα με e-shop και έδρα στην γή του πυρός αγόραζα αλλά να κάνουμε και το καλαμπούρι μας και λίγο και μήν αρπάζεστε με την μια ρε παίδιά εγώ ας πούμε με τον φίλο (προικισμένο απο την φύση) εξαρχίδη αρπάχτηκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφοντας πρόσωπα, πρόκειται για εναλλακτική εκδοχή των ξέμουνο, ξέψωλο, ξέκωλο.

Περιγράφοντας καταστάσεις, ξεμούνι επίσης αποκαλούμε το μαδομούνι ή με την ευρύτερη έννοια του μουνιού το ξέσκισμα.

1. έξαφνα, βλέπω μια κοπέλα αρκετά ξεμούνι, με φούστα σαν μπακαρα με 12 φιδάκια

2. ΞΕΜΟΥΝΙΑ ΚΟΜΜΑΤΟΠΟΥΣΤΕΣ ΣΤΟ ΓΚΩΛΟ ΚΑΝ'ΤΕ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΚΑΡΟΥΝ ΤΑ ΚΑΥΛΙΑ ΤΟΥ ΦΤΕΡΩΤΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

nice ass (από profesor, 19/02/13)agores (από profesor, 19/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με ανεπτυγμένο μυικό σύστημα (φουσκωτός, σφίχτερμαν, ντουλάπα κ.λπ.) που αποστέλλεται προς άσκηση ψυχολογικής και/ή φυσικής βίας σε κάποιον οφειλέτη, με σκοπό τη συλλογή των οφειλομένων.

Η χαρακτηριστική κίνηση του στραμπουληχτή κατά την πρώτη οπτική επαφή με τον οφειλέτη, είναι η εκγύμναση των δακτύλων των χειρών του, που προκαλεί και τον χαρακτηριστικό κριγμώδη ήχο-φόβητρο για το θύμα του.

Δεν είναι δυνατόν ο ΕΟΠΥΥ να μας έχει αφήσει ανεξόφλητες συνταγές Οκτωβρίου και οι προμηθευτές μας να μας στέλνουν τον στραμπουληχτή για να μαζέψει τα τιμολόγια του Δεκεμβρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πούτσος συναντά το γαμοσλανγκοεπίθημα -μάνα όλα είναι δυνατά και η γης τρέμει. Πουτσομάνα σημαίνει, μεταξύ άλλων:

Καμία σχέση με την πουστομάνα.

1. αυτή τη πουτσομάνα δίπλα σου τι την έχεις;

2. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΥΤΣΟΜΑΝΑ.

3. ρε δε πατε να δουλεψεται ολες οι πουτσομανες αφισατε τις πουτσες κ πιασατε τα μικροφονα!αυτη ρε δε μπορει να βιξει οχι να τραγουδισι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ένας καουμπόης είναι τσομπάνος.

% Συζητάνε 2 μουγκοί:

-
- -
- Και έρχεται ένας ακόμα και τον λέει ο ένας μουγκός:
- Πού 'σαι ρε τσομπανοκαμπόη;;;

(από σφυρίζων, 06/02/13)(από σφυρίζων, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη σλανγκιά για το φιλαράκι. Πρόκειται για άκρως γουτσιστική εκδοχή της κολλητούμπας (q.v.).

  1. μαζιιι θα γελασουμε..να το δεις....δεν μας ξερουν καλα ...ειμαστε τρελεςςςςςς εμειςςςς....κολλητουμπινακι μμ ♥ ♥ ♥ ♥ ツ ツ ツ ツ ♥ ♥ ♥ ♥ ☆ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ .

  2. λολ, ιπποκρατους. α ρε νομικη τη ζωη μου κατεστρεψες, εχω γινει κολλητουμπινακι με τα περιστερια σ'ολη την περιοχη.

  3. Ε τώρα τι της λες; Πως δεν ειμαι πια το ΚΟΛΛΗΤΟΥΜΠΙΝΑΚΙ ΤΗΣ και πως ειμαι μια αλλη;Νταξει, πιο απλα, της το ξεκαθαριζω απο κοντα.

(Από διάφορα σάη πνιγμένα στα οιστρογόνα)

Got a better definition? Add it!

Published

Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.

Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.

  1. σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

  2. Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D

  3. axxxuuu to... i kollitumpa m.

(Από διάφορα σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο λολοπαίγνιο, σπαρταράει (όπως έλεγε κι ο Νταιζημαντρόσκυλος), είναι αυτός που ποζάρει ως στυλάτος και τρέντι, ή και προκαλεί στυλ στους σύνεγγύς του, βασικά επειδή έχει πολύ χρήμα, περιέργως αποκτηθέν, εξ ου και φιγουράρει στην λίστα Λαγκάρντ (άκα λήστα άκα λίστα Τραγκάρντ).

- Τι κάνουν ο Παύλος κι η Μαρία, καιρό έχω να τους δω.
- Κοίτα, τον άφησε τον Παύλο γιατί ήταν λούζερ. Μόλις έχασε την δουλειά του, πήγε στο χωριό του, τα Άνω Δριμύκλανα να μαζεύει ελιές. Τώρα τα έφτιαξε με έναν λεφτά, που το φυσάει το παραδάκι.
- Ναι; Και τι επαγγέλλεται ο νέος;
- Επιχειρηματίας, είναι, στηλίστας. Με τρία ακίνητα στην καρδιά του Βερολίνου! Από τα πρώτα ονόματα στις αναζητήσεις του ΣΔΟΕ!
- Μπράβο το Μαράκι! Κελεπούρι! Ο πρώτος λαχνός της λίστας της έτυχε!

(από Khan, 30/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified