Further tags

Χαρακτηρισμός για γυναίκα η οποία είναι μεν γαμεύσιμη, αλλά ούτε ιδιαίτερα όμορφη είναι, ούτε ιδιαίτερα έξυπνη ή γοητευτική. Δηλαδή είναι μετά βίας κατάλληλη να ευχαριστηθεί όλη η παρέα και οπωσδήποτε ακατάλληλη για καταστάσεις σύνθετου ατομικού.

Προήλθε η φράση από το θρυλικό «κρασί της παρέας» το οποίο είναι μόνο για να το βάλεις στη σαλάτα. Μπορεί να εννοηθεί για οποιοδήποτε αντικείμενο χαμηλής ποιότητας, με το οποίο κουτσά στραβά κάνει κανείς τη δουλειά του.

- Δες τη Σούλα φίλε! Έχει εκπληκτικό κώλο.
- Ναι αλλά από πρόσωπο άσ'τα να πάνε. Της παρέας γενικότερα η τύπισσα, και δεν με ψήνει!
- Έτσι σκέφτεσαι, γι' αυτό έχεις 35 χρονάκια αγαμίας, στραβάδι!

(από Vrastaman, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάσταρδο του γαμίκου με κληρονομικό χάρισμα κι αδερφάκι του φακάτου, το «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι» του ταιριάζει γάντι.

Τόσο εξαιτίας της μειωτικής κατάληξης, όσο και του παραπλανητικού συνειρμού με τη «φακή» και τα παλικάρια της, επιτείνεται το τρομερά εκτιμήσιμο απ’ τις παρτενέρ του -επιπλέον των άλλων- προσόν του, να περνά κάτω από ραντάρ αυστηρών γονιών, συζύγων, της κουτσομπόλας της διπλανής πόρτας και πολλών δυσανεκτικών ως προς τις σεξουαλικές χαρές των άλλων.

Χορτάτος αλλά σπάνια κορεσμένος, δεν περιαυτολογεί ως προς τα γαμικά, οπότε ξαφνιάζει πεινασμένους ή αχόρταγους που νοιώθουν κάπως σα να τους έφαγε στη στροφή, όταν γίνει η στραβή κι αποκαλυφθεί μέρος της δράσης του, οπότε και του απονέμουν -εν αγνοία του- το χαρακτηρισμό είτε περιπαικτικά, είτε με μίζερα αμήχανη παραδοχή, αλλά όχι με ζήλια.

Μάλλον αναμενόμενο που ο γούγλης σχεδόν τον αγνοεί, όντως, κυκλοφόρησε αρκετά καμιά εικοσαετία πριν, όπως αναφέρει ο Nakas -κι επιβεβαιώνει ο Mr. Cadmus- για τον ομόρριζό του φακάτο.

- Πολύ φακίκος μας προέκυψε ο δνέας του Τρίτου.
- Ναι, καλά!
- Ρε μαλάκα, σου λέω τον μπάνισαν με ξανθό μωρό στο «Βιέννη»!!
- Σιγά! Κόψε κάτι.
- Koλλάει μπρίκια ο αρχιλέουρας ρε;
- Ρε μαλακαρχίδα, εσύ δε μου τα ‘κανες νταούλια προχθές πως ο τύπος δεν ξέρει αν είναι οριζόντια ή κάθετα; Τον έκοβες κιόλα, νομίζω;
- Γιατί ρε τρόμπα του βου γραφείου (μη χέσω), εσύ πήρες πρέφα την παραλλαγή;
- Ρε δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις με το γραφείο;
- Παίζει να ‘ναι η ανιψιά του γκραν-μαλακοδίκα!
- Χαα!! Βρε το φακίκο!! Άξιος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: φάση > φασέος.

Αυτός που είναι ''της φάσης'', αυτός που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο κίνημα (π.χ. ενδυματολογικό, μουσικό) και φροντίζει ώστε η εμφάνιση και η συμπεριφορά του να συσχετίζονται με αυτό σε βαθμό προκλητικό και γελοίο.

(*Η λέξη προφανώς είναι αρνητικά φορτισμένη)

- Κοίτα τον Γιαννάκη! Έκοψε το χαϊμαλί και τη μέταλ και τώρα όλο σακάκια και μπούζούκια είναι.
- Γάμησε τα. Φασέος σκυλάς έγινε έτσι ξαφνικά.

πότε φασέος, πότε Βαζαίος (από Jonas, 02/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προσδιορισμός ικανότητας στρατιώτη / οπλίτη πέραν του Ι-5, που αποτελεί ακατάλληλο για στράτευση. Λέγεται για άτομα που δεν την παλεύουν μία ή δεν προσπαθούν καν πλέον ή δεν ξεκίνησαν ποτέ (να την παλεύουν). Ισχύει τόσο για σωματική όσο και για ψυχολογική απαλεψία, ή, τέλος, για απαράδεκτη αντικοινωνική συμπεριφορά μέσα στο στρατόπεδο. Τον χρησιμοποιούν και οι στρατεύσιμοι για ανώτερους που δείχνουν ανησυχητικά σημάδια στο μυαλό τους ή στην αυστηρότητά τους προς τα κακόμοιρα φαντάρια.

  2. Έχει περάσει και στην καθομιλουμένη για να δείξει την ανικανότητα και την βλακεία και να θίξει τα άτομα που την παρουσιάζουν. Επίσης θίγει τον ελληνικό εγωκεντρισμό και το σκεπτικό του ξερόλα -«Έλληνες είμαστε, ό,τι θέλουμε είμαστε»- σύμφωνα με τον οποίο παρατηρούμε και αντιλαμβανόμαστε, μυωπικά, μόνο ό,τι αφορά την μπάκα, την τσέπη, και την πάρτη μας, με γαϊδουρινή απάθεια για τα υπόλοιπα.

  1. - Είδες πάλι τον Αρρώστογλου που όπλισε στη σκοπιά. 20 Φ έφαγε και λίαν επιεικώς.
    - Επίτηδες το κανε μωρέ, από απελπισία, για να τον βγάλουν από ένοπλες υπηρεσίες.
    - Δε σκέφτηκε μήπως εκπυρσοκροτήσει το όπλο; Καλά ρε ο λακαμάς, τέρμα γιώτα πια;!

  2. - Κοίτα το μαμμούθ πως περνάει τον δρόμο περπατώντας λες κι είναι χωράφι του!
    - Τί ασχολείσαι; Τέρμα γιώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετεξέλιξη του χιπστερά. Για να μην αντιγράφω, παραπέμπω εδώ.

  1. Πάμε να φύγουμε από εδώ έχει γεμίσει ο τόπος φλανέρς.
  2. Ρε συ, κοίτα! Αυτός ο φλανέρ είναι και εδω πέρα!

από το ίδιο άρθρο.

Τα παρισινά passages των αρχών του 20ού αιώνα ήταν μέρος της κουλτούρας του φλανέρ που ανέδειξαν μεταξύ άλλων ο Louis Ferdinand Celine και ο Walter Benjamin. (από Khan, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χίπστερς ή χιπστεράδες (το δεύτερο ελληνοποιεί μεν τη λέξη αλλά την μαγκιτοποεί κάπως, άρα δεν είναι τόσο αποδοτικό) είναι ένα μπάσταρδο και ό,τι νά 'ναι στυλάκι, πιθανόν και λίγο φασό, λίγο απ' ό... (ανυποψίαστοι και για τα δύο), και καλά ζεμανφού και τρέντικο, που από πίσω κρύβει νεοπλουτισμό, λαϊκοκυρίλακαι φλωριά -και ωσεκτουτού δημιουργεί την αντιπάθεια πολλών και καλούα πιο κωλοπετσωμένων ή πιο ζόρικων, ή τεσπα πιο συνειδητοποιημένων.

Είναι άτομα που μάλλον δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο να προτείνουν σαν σύνολο, αυταπατώνται ως προς την αξία τους και γι' αυτό δεν προσπαθούν να εξελιχθούν. Είναι κράμα κεκαλυμμένης κορεκτίλας, λατέρνατιβ, ιντιδενξέρω, φαν του λειψάνου χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση, προτιμούν γενικά πράγματα που ξεφεύγουν από τον μπουχό, όμως, επειδή δεν τα κάνουν από επιλογή αλλά από μόδα -ή δια της εις άτοπον και χωρίς βάθος, είναι ένα απόλυτο τίποτα ημιμάθειας και όπου φυσάει η μόδα, η άποψη, το τάδε περιοδικό κλπ.

Παρόλο που είναι κατά τα φαινόμενα ανώδυνοι (ξέρουμε πώς κάποια στιγμή θα σβήσουν σαν πεφταστέρια και θα μπουν στον κουβά), προσώπικλυ τους θεωρώ όχι απλώς ένα φλου προϊόν πολιτιστικοκοινωνικών ζυμώσεων, αλλά μια μάζα που εύκολα μπορεί, με την δηθενιά της και την μη ταξική της ταυτότητα, να χειροτερέψει τα κοινωνικά προβλήματα του δυτικού κόσμου.

Η ενδυματολογία τους είναι ένα άλλο μπαστάρδεμα, τόσο που αδυνατώ να το περιγράψω.

Βλ. και φλανέρ.

Ήταν η κακία της ημέρας από την Ηρωνίκ.

  1. συγγνωμη η συναυλια που πατησανε το ποδι τους οι χιπστερς ποια είναι;

  2. Το «Bricolage» είναι ενδιαφέρουσα η μείξη εικαστικών, χίπστερς, παιδιών καλών οικογενειών και ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν να πληρώσουν τη συνδρομή αλλά διψούν να μάθουν.

  3. Το καθιερωμένο fashion bazaar της Shop & Trade στην οδό Αγησιλάου 57-59 στον Κεραμεικό ξεκινά αυτό το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, με έκπτωση μέχρι 65%. Θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 έως τις 20:00, ενώ τα Σάββατα από τις 10:00 μέχρι τις 18:00 και οι χίπστερς της πόλης έχουν χτυπήσει συναγερμό!

  4. νομιζω τελικα οτι εσυ εισαι χιπστερας…απο μουσικη ψηφοφορια εως…μεσα σ ολα. σουπερ μπλογγ. μακαρι να χα χρονο να σε επισκεφτομαι.
    Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά όχι και χιπστερας ρε κύριος! Εδώ βάλαμε στη λίστα μας Teenage Fnclub, με τα τρέχοντα δεδομένα με λες ως και παλιοροκά.

  5. Στο ντένβερ βρίσκεται και ο χιπστεράς πικτσερπλέϊν ο οποίος περηφανεύεται διατυμπανίζοντας ότι είναι ο νονός της drag. Αυτός βάπτισε τους σάλεμ witch house και η ρετσινιά κόλλησε - αν και το μπλογγ προτιμά τον όρο ντραγκ.

  6. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. (από το σάη μας, λήμμα ψυχεδελικές)

  7. Είναι τυχαίο που η πουστεία και οι συναφείς με αυτή συμπεριφορές, π.χ. γιούνισεξ, χιπστερίλα, emo-καταθλίψεις, και ρέστα, ευδοκιμούν κατ' εξοχήν στις δύο μεγάλες ηττημένες του Βου Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία;
    (από το σάη μας, λήμμα αχαρτογράφητος)

όλα από το δίχτυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατικός και παθιασμένος θαυμαστής συγκεκριμένων προϊόντων ή δημιουργών της ποπ κουλτούρας (η οποία περιλαμβάνει μουσική, κόμικς, βιβλία, σινεμά, τηλεόραση και τα συναφή, αλλά και brands, δηλαδή μάρκες, εταιρείες, μοντέλα συσκευών ή οχημάτων κλπ).

Αρχικά ο όρος περιοριζόταν σε ιδιαίτερα γούστα, σε πράγματα που ανήκαν στο περιθώριο είτε επειδή θεωρούνταν μπας-κλας (τα mainstream ΜΜΕ τα σνομπάρουν, οι κριτικοί τα θάβουν, το κοινό τα θεωρεί μυστήρια φρούτα και δε θέλει πολλά πολλά με δαύτα), είτε επειδή ήταν πανάγνωστα. Δηλαδή, κάποτε νοούνταν φανμπόι του Marvel Universe αλλά όχι του Michael Jackson. Στην πορεία, έγιναν όλα αχταρμάς, και πλέον μπορείς κάλλιστα να είσαι φανμπόι του σούπερ ποπ σταρ της χρονιάς (εβδομάδας) ή της πιο διάσημης και επιτυχημένης εταιρείας λογισμικού στον κόσμο.

Αρνητικά φορτισμένο, χαρακτηρίζει κάποιον τόσο θεαματικά σκαλωμένο, που είναι εντελώς αδύνατον να κάνει αμερόληπτη κριτική στο αντικείμενο του θαυμασμού του ή έστω να συζητήσει πολιτισμένα. Που το υπερασπίζεται μέχρι θανάτου σε πείσμα των γεγονότων, που παίζει και μπουνιές για πάρτη του χωρίς κανένα προφανή λόγο, «είπες κάτι για τη μάνα μου» φάση.

Θετικά φορτισμένο, χαρακτηρίζει αυτόν που αγαπάει κάτι επειδή το 'χει ψάξει εξαντλητικά, γνωρίζει τα πάντα επ' αυτού και, ενήμερος πλέον, δικαιούται να διατρανώνει την εν λόγω προτίμηση προς πάσα κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία.

Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, βέβαια. Τα φανμπόιζ θεωρούνται ακίνδυνα κατά μόνας, αλλά όταν μαζεύονται ή/και οργανώνονται, καλό είναι να αντιμετωπίζονται ψύχραιμα και από μακριά: μην τα τσιγκλάτε και μην τα ταΐζετε μετά τα μεσάνυχτα. Οι διαδικτυακοί πόλεμοι μεταξύ αντίπαλων φανμπόιζ είναι πάντα μια καλή εναλλακτική όταν δεν έχει τίποτα στην τηλεόραση.

Γένος: αρσ. φανμπόης, αρσ. ή ουδ. φανμπόι, θηλ. ή ουδ. φανγκέρλ.

Παράγωγο ουσιαστικό που φανερώνει ιδιότητα: φανμποϊλίκι

Ετυμ. < αγγλ. fanboy (έχει επίσης αποδοθεί σλανγκικώς ως πουτανάκι) < fanatic (φανατικός) < λατιν. fanaticus (ενθουσιασμένος) < fanus (ιερό) + boy (αγόρι) < μσν. boie (υπηρέτης, «παιδί»)

  1. «To Black Sabbath δεν είναι άλμπουμ. Είναι η απόδειξη ύπαρξης του Θεού στη Γή.»
    (τυπική δήλωση φανμπόι, απ' εδώ)

  2. ...εγώ πάλι ΟΝΤΑΣ φανμπόης του Λιντλ... (απ' εκεί)

  3. (σε συζήτηση για το αν θα έρθει Ελλάδα ο Roger Waters για την περιοδεία The Wall Live)
    - Αν γίνει θα πιστέψω στο Θεό :-) - Αν γίνει θα πιστέψω ότι το χρήμα ουδείς εμίσησε...
    - Με κίνδυνο να φανώ φανμπόι κι έτσι, απλά να πω ότι ο συγκεκριμένος κύριος είναι απο τις ελάχιστες περιπτώσεις στον χώρο της γενικότερης ρόκ, που μόνο για αυτό δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις.

  4. Απεχθάνομαι κάθε είδους φανμπόι αλλά στο θέμα Transformers είμαι το υπέρτατο φανμπόι (γυαλίζει την στολή και το κράνος του Megatron που θα βάλει στην πρεμιέρα)
    (δώθε)

  5. - Δεν ξέρω αν μιλάω σαν φανμποης, ούτως ή άλλως το Oceanic το έβαλα Νο1 στη λίστα, αλλά τουλάχιστον το Wavering Radiant είναι συγκρίσιμο με τα υπερέπη όπως σωστά είπες. [...]
    - Mιλάς σα φανμπόης, εγώ σαν τι μιλάω δλδ; Δεν είσαι μεγαλύτερος φανμπόης από μένα και αν θες βγες έξω να τις μετρήσουμε.
    (κείθε)

  6. Στην τελική οι Maiden είναι ένα από τα 2 αγαπημένα μου γκρουπς... ωραία; Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι έχουν κάνει μαλ*ες κατά καιρούς ή δεν ρουφάνε το αίμα των οπαδών κλπ... Αυτό λέγεται **φανμποϊλίκι το ξαναλέω... και ποτέ δεν μ' άρεσε..
    (σαπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αράζων στην πλατεία.

Το λήμμα αναφέρεται στην κατηγορία ανθρώπων που αράζουν στις κεντρικές πλατείες των δήμων πέραν του κέντρου των Αθηνών και είναι απασχολημένοι με το τρίπολο μπάλα-ξύλο-αμάξια, με το μουνί να παρεισφρέει ενίοτε στις συζητήσεις τους. Κοζάρουν όλα τα διερχόμενα αμάξια σχολιάζοντας τον ήχο που κάνει ο κόφτης στην 4η, αλληλοφλομώνονται στο ψέμα για καγκουρίστικα η ξυλίστικα σκηνικά με εμβρίθεια και φαντασία που θα ζήλευε και ο Βαρόνος Μυνχάουζεν. Έχουν τελειώσει με το ζόρι τεχνικό, ή, στην καλύτερη, Γενικό Λύκειο και παρ' όλα αυτά συζητούν περί μηχανολογικών του κινητού τους καγκουροστάσιου με σαφήνεια και εμπειρία που θα ζήλευαν και καθηγητές του Μετσόβειου.

Απλά ανυπόφοροι.

- Τι λέει ρε αυνάνα, αράζεις ακόμα με τον Άγγελο;
- Όχι φίλε, έχει γίνει φουλ πλατεΐτης και συζητάει πλέον μόνο για την ροπή των subaru και το τρέξιμο που ρίξαν οι παλιοί στους παγκρατιώτες. Για τον πέοντα.

(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified