Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.
Εκ του Francis Ford Copprola.
- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!
Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.
Εκ του Francis Ford Copprola.
- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για δύστροπο άτομο που του φταίνε τα πάντα.
- Η πεθερά μου γκρινιάζει που βλέπω μπάλα.
- Της κακιάς ψωλής και το μαλλί της φταίει!
Got a better definition? Add it!
Είναι η γκόμενα εκείνη η οποία είναι τόσο εμφανισιακά απαράδεκτη και τόσο ατημέλητη που ακόμα και να σε παρακάλαγε και να σε πλήρωνε δε θα πήγαινες μαζί της. Παρόλα αυτά η ίδια νομίζει ότι είναι γκομενάρα και συμπεριφέρεται με απίστευτη πουτανιά. Πληροφορίες ότι η λέξη προέρχεται από την πρώτη πόντια πουτάνα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονται, ελέγχονται ως ανακριβείς.
- Άκου ρε μαλάκα να φάω πίτα και από το μπάζο τη Μαίρη!
- Εσύ φταις που ασχολήσαι με την τσαμπατσούλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.
- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.
- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!
Got a better definition? Add it!
1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.
2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.
Εκ των μουνί και λύσσα.
- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.
Got a better definition? Add it!
Ατάκα ξεκαρφώματος στη θέα εκπληκτικού κώλου προερχόμενη από τη δυτική Πελοπόνησο (Πατρα, Πύργος και τα ρέστα τσίχλες). Οι συνειρμοί που προκαλεί η βολβάρα κολλημένη στον γάτζο με λόγκο σκοτώνει οποιαδήποτε πρόστυχη σκέψη γεννά το άκουσμα της πρώτης λέξης, τουλάστιχον στους μη υποψιασμένους.
- Πάρε μάτι. Τρεις η ώρα ΤΩΡΑ!!!
- Πσσσσσσσσσ... κωλάρα η λόγκο φίλε!! Όλα τα κολλάει!!!
Got a better definition? Add it!
Ο νεαρός πούστης (πούστης + παιδαρέλι).
Κοίτα κούνημα το πουσταρέλι. Ε, ρε και να σε έβλεπε η μάνα σου.
Got a better definition? Add it!
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.
Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).
Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.
Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.
Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος
πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
«Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
«Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)
Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)
Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)
Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)
Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που τα αρπάζει όλα από τον κώλο, η γκόμενα που τα κάνει όλα και συμφέρει.
- Τα κάνει όλα, τα κάνει όλα, η Σούλα η αρπακώλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified