Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.
- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...
Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.
- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.
Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.
Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται, από τη λέξη Λούξεμπουργκ (Λουξεμβούργο) και παραπέμπει στο ομώνυμο δουκάτο, που έχει ως αρχηγό, τον Μέγα Δούκα Ερρίκο του Λουξεμβούργου. (που είναι δε, ο τελευταίος μέγας δούκας, στον κόσμο).
Αλλά... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.
Αναφερόμαστε εδώ, στο δουκάτο μιας αντρικής οικογένειας, αλλά και στον αρχιδούκα του (δούκα των αρχιδιών), τον Λούτσεμπουργκ (λούτσος... στο πιο αριστοκρατικό).
Ο Λούτσεμπουργκ έχει ως υπηκόους δυο όρχεις και διατηρεί τον τίτλο του ανώτατου άρχοντος, των σλανγκικών κάτω χωρών.
Ο αρχιδούκας, δεν θα μπορούσε να μην είναι τζέντλεμαν. Και εννοείται, πως όταν βλέπει κυρία σηκώνεται. Το σαβούρα βίβρ στο αίμα του. Ας μην... το κρύψωμεν άλλωστε.
Κι όταν κάποια τον φέρει στα ντουζένια του, τότε αυτός, ξεχνάει την ευγενική του καταγωγή και είναι σε ετοιμότητα για να κάνει λούτσα, άνευ διασπερματεύσεως, αυτήν που κατόρθωσε να ανυψώσει καταλλήλως το ανήθικον του κατόχου του.
Η χρήση του όρου γίνεται, είτε για να προσδώσουμε χιούμορ στο λόγο μας, είτε στα πλαίσια πειράγματος.
- Η Εριέτα, είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Μην πας και μιλάς για λούτσους μπροστά της, όπως έκανες την προηγούμενη φορά. Θα σε παρεξηγήσει.
- Ε τότε θα το πιάσω στο πιο αριστοκρατικό.
- Μπράβο!
- Δε θα ξαναμιλήσω μπροστά της για [λούτσο].
- Μπράβο!
- Θα μιλήσω για τον αρχιδούκα του Λούτσεμπουργκ, τον Λούτσεμπουργκ... χε χε χε
- Γκρρρ!
- χε χε χε...
Got a better definition? Add it!
Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.
Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.
- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.
Δες και -ατίας.
Got a better definition? Add it!
Ο πούστης, ο πισωγλέντης.
- Μωρή εξάτμιση, πάλι τον έφαγες;...
Got a better definition? Add it!
Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.
Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;
1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).
2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.
3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.
4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.
Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.
Δες και λήμμα: καπότα.
Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
- Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
- Γιατί με βρίζεις;
- Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.
Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
Κώστας
- Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
Πέτρος:
- Γιατί;
Κώστας:
- Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.
Got a better definition? Add it!
Όπως το λέει και η λέξη ο μουναχοφάης είναι αυτός που θέλει όλες τις θηλυκές αιθέριες υπάρξεις και τα αθώα πλάσματα να βασανίζονται για την πάρτη του μόνο (γράφω με συνοδεία ΛΕΠΑ από το ηχοσύστημα του γείτονα γι' αυτό τα παραπάνω). Συνήθως είναι πάρα πολύ κοινωνικός και βρίσκεται συνεχώς με γυναίκες αλλά χωρίς να είναι πισωγλέντης. Ο ίδιος τρώει καλά αλλά όχι πάντα. Κι αυτό γιατί οι φίλοι του, ακόμη κι άθελά τους, του στέλνουν αρνητική ενέργεια.
Είναι φυσιολογικό, από τη μία πλευρά, οι φίλοι του να περιμένουν από αυτόν μιας και έχει τα κονέ να τους κάνει κατάσταση, να τους γνωρίσει καμία τύπισσα κουτουλού. Αλλά αυτός θέλει όλα τα μουνιά δικά του, όπως σημείωσε ο ΛΕΠΑ πιο πάνω! Έτσι είναι πολύ γελασμένος ο φίλος του μουναχοφάη που περιμένει δίπλα του την ώρα που μιλάει σε παρέα από γκόμενες, έχοντας στη φάτσα του ένα μόνιμο ηλίθιο χαμόγελο που φωνάζει «είμαι κι εγώ εδώ» μπας και κάνει τα ιντροντάξιονς. Το μόνο που παίζει να γίνει είναι να τον δείξει με τον δείκτη του την ώρα που θα λέει «Με ένα φίλο μου ήρθα». Η μόνη γυναίκα που ίσως του γνωρίσει θα είναι ή μπάζο ή μπάζο ή και τα δύο μαζί. Λογικό είναι μετά οι φίλοι του να γράφουν στα αρχίδια τους τον Θέμη Γεωργαντά και τις μαλακίες που λέει.
Μ' αυτά και μ' αυτά καταλήξαμε πάλι σε θεμελιώδεις νόμους της ανθρωπότητας σμιλευμένους από την εκατονταετή πείρα της γιαγιάς μου: ό, τι θέλετε να γίνει σωστά να το κάνετε μόνοι σας χωρίς να περιμένετε από άλλους και να τρώτε όλο το φαΐ σας.
- Άσε Μάκη, χτες ήθελα να τον πνίξω τον Σάκη.
- Γιατί ρε Τάκη;
- Ε τι γιατί; Ένα τέταρτο μιλούσε με κάτι γνωστές του και ούτε με σύστησε. Αλλά του έδειξα εγώ, πήγα από το σπίτι της γκόμενάς του και σούξου μούξου πηδηχτήκαμε.
- Τί να σου πω τώρα... Την Νάντια ρε; Ντρέπομαι για λογαριασμό σου ρε άθλιε.
- Όχι φίλε, να πάθει για να μάθει ο μουναχοφάης που τις θέλει όλες.
- Καλά έχω χάσει πάσα ιδέα για σένα... Σώπα ρε, τόσο εύκολη είναι η Νάντια;
Got a better definition? Add it!
Ή ακόμη και φαρμακοψώλης.
Τρείς τέως μας τελείωσαν. Φαρμακοψώλη με ανεβοκατεβάζουν, ρε γαμώτο....
Got a better definition? Add it!
Ο κολλημένος με το μουνί, όπου μουνί = μουνί, αλλά και γυναίκα γενικά.
Αυτοαναφορικό: ο χρήστης του σλανγκ.γκρ που έχει κόλλημα με τα εις -μούνα λήμματα και άλλα (ο βράστα, η υποφαινόμενη και άλλοι, και άλλοι...).
Δεν τον αντέχω άλλο τον Σάκη, όλο για μουνιά μουνιά μουνιά, δεν λέει τίποτ' άλλο. Ό,τι και να του πεις, εκεί καταλήγει. Έχει γίνει τελείως μουνόπληκτος!
Βράστα, το λήμμα προς απάντησή μου στο σχόλιό σου!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:
1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.
2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.
1η έννοια
«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)
2η έννοια
«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)
- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)
«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)
Got a better definition? Add it!