Further tags

Είναι ο αηδιαστικός.

Ο Ηλίας Μπαμπούκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Η δουλειά του ήταν να μοιράζει φυλλάδια μέσα στον δημοτικό κήπο των Χανίων ή στην πλατεία της αγοράς. Είχε μια τεράστια κοιλιά και πάντα η μπλούζα του ήταν λαδωμένη. Σου έδινε το φυλλάδιο μονο αν του το ζητούσες ο ίδιος και πάντα σαλιώνοντας τον αντίχειρά του για να το πιάσει. Πολλοί του φώναζαν «Μπαμπούκο, πιάσε ένα σπέσιαλ» και αυτός αμέσως σάλιωνε κάλα τον αντιχειρά του, τον δείχτη και τον μέσο για να στο δώσει (ή σπανίως τα ένωνε και τα έφτυνε).

Όμως, δεν προκαλούσε μόνο με αυτό αηδία στους άλλους. Την ίδια κίνηση έκανε για να καθαρίσει κάποιο λεκέ απο τα ρούχα του, από το δέρμα του ή ακόμα και τις ξεραμένες λάσπες από τα παπούτσια του. Μάλιστα, μπορεί να σάλιωνε τον αντίχειρά του παραπάνω από μια φορές χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι λάσπες που μπαίνουν στο στόμα του. Ακόμα, φυσούσε τη μύτη του πάνω στο χέρι του, το έτριβε πάνω στην μπλούζα του στο σημείο της κοιλιάς και στη συνέχεια το καθάριζε και αυτό με τον αντίχειρα.

Όταν δεις κάποιον να κάνει ο,τιδήποτε από τα παραπάνω μπορείς να τον χαρακτηρίσεις ως μπαμπούκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος) Αυτός που είναι εντελώς χάλια εμφανισιακά / ο γύφτος / ο βρωμιάρης.

Ρε καταχάλη, σήμερα είπαμε να βάλουμε όλοι τα καλά μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος)
Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα.
(προφέρεται kilinjiros)

Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι

Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θηλυπρεπείς άρρενες, κοινώς ομοφυλόφιλους. Ο όρος προέρχεται από τη βόρειο Ελλάδα και πολλές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί κοροϊδευτικά για άντρες που, για ποικίλους λόγους, δεν είναι σε θέση να τεκνοποιήσουν. Ακόμα σε πιο ήπιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τον χέστη, τον φοβιτσιάρη.

- Ο Κώστας απολαμβάνει αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα σοκολατοθεραπείας.
- Πού τον βρήκαμε αυτόν; Δεν περίμενα να μας βγει τέτοιος τζίρτζιφλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουτζούκος είναι ο καημένος κάτοικος Δυτικών Προαστίων που τον κράζουν μονίμως για τις μουσικές του επιλογές -δεν φταίμε εμείς που είναι παλιομεϊνστριμάς του κερατά. Τον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνάει και καμιά κιθάρα για να ρίξει κάνα γκομενάκι μπας και γαμήσει κι αυτός ποτέ.

Θα τον καταλάβετε από το κουταβίσιο βλέμμα, τα καρώ πουκάμισα και τα στενά, πολύχρωμα παντελόνια που τονίζουν το θεσπέσιο κωλί του. Αναπόσπαστο κομμάτι είναι φυσικά οι γραβάτες και τα τζάρβικα γυαλιά που του δίνουν -υποτίθεται- ένα κατιτίς παραπάνω εμφανισιακά. Μακρύ μαλλί απαραιτήτως.

Ιστορικά ίνφο: Τύποι σαν τον μουτζούκο έχουνε ένδοξο παρελθόν στις φρατζοφορίες. Πρόγονοί τους είναι τα Αρκουδάκια της Αγάπης.

- ... και τι μουσική ακούς ρε φίλε;
- Εεεε βασικά, Caspian.
- ΟΥ ρε παλιομουτζούκε!

Επαιξε στη σειρά, εραστής δυτικών προαστείων ενσαρκώνοντας τον ομώνυμο ρόλο. Mουτζούκος;  (από GATZMAN, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς: αναφάνταλος.

Αυτός που ενεργεί με επιπολαιότητα ή βιασύνη, ή πελαγώνει, τα χάνει, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει.

Ετυμολογία: (με κάθε επιφύλαξη) αλαφάνταλος < αλαφιασμένος < αλαφιάζω (ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, τρομάζω) < αλάφι < ελάφι.

Δείχνει άσχετο με την ετυμολογία γιατί έχουμε μία εικόνα για τα ελαφάκια σαν τρισχαριτωμένα πλάσματα, λυγερόκορμα, με τα μεγάλα τα ματάκια τους, τα μακριά και καλλίγραμμα ποδαράκια τους.

Όταν όμως ένα ελάφι τρομάξει χάνει όλη του τη χάρη και δείχνει ατσούμπαλο, δεν ξέρει προς τα πού να τρέξει και κάνει αδέξια βήματα ή και πηδήματα μέχρι να βρει τον καλύτερο δρόμο διαφυγής.

Ο xalikoutis στο ΔΠ, το αναφέρει σαν ηπειρώτικο, εγώ το έχω ακούσει από Θεσσαλούς.

Μπήκε μέσα, το αλαφάνταλο, πήρε μία βαλίτσα, πέταξε μέσα ό,τι έβρισκε, πλυμένα - άπλυτα - την σκελέα του παππού, και όταν έφτασε στο αεροδρόμιο ξαναγύρισε γιατί δεν είχε μαζί του το διαβατήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός του χωριού, ο χάχας.

Προσωπικά, το άκουσα πρώτη φορά στο χωριό μου, κάπου στην ανατολική Πίνδο.

Κατόπιν πληροφοριών, προέρχεται από το αρχαίο κοχλιάριον (κουτάλι) > χλιάρ' > χλιάρας.

- Ρε φίλε, μόλις καταχώρισα το πρώτο μου λήμμα στο slang.gr! Αν μου βάλουν όλοι 5 αστέρια θα είμαι πρώτος στη βαθμολογία!
- Μα πόσο χλιάρας είσαι; Τσίμπα 2 κουλούρια από μένα για αρχή να γουστάρει ο λαός και τα λέμε αύριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τις μαυροφορεμένες Πομάκες στη Θράκη.

Προέλευση του όρου:

Οι Πομάκοι είναι ιθαγενής ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και κατοικούν στους Νομούς Ξάνθης και Ροδόπης. Οι γυναίκες φοράνε χειμώνα-καλοκαίρι μαντίλα και μακρύ μαντό (κάτι σαν παλτό). Αν και παραδοσιακά ντύνονται πολύχρωμα (βλ. μήδι 1, -διατηρείται πλέον μόνο στην ορεινή Ξάνθη), η επίδραση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού επέταξε τελικά το μαύρο ντύσιμο (μήδι 2) και μερικές καλύπτουν με τη μαντίλα ακόμα και το στόμα τους, έτσι ώστε το μόνο που φαίνεται είναι η μύτη τους.

Ο υβριστικός χαρακτηρισμός του πιγκουίνου προήλθε από κάποιους ασυνείδητους οδηγούς (κυρίως φοιτητές) που, όταν έβλεπαν Πομάκα ντυμένη ως άνω να περνάει το δρόμο -ειδικά δε αν ήταν κοντή ή/και χοντρή- επιτάχυναν το αυτοκίνητο, για να τη δουν να τρέχει γρήγορα, φέροντας έτσι μεγάλη ομοιότητα με το συγκεκριμένο πτηνό.

- Ένας πιγκουίνος!
- Πάτα γκάζι! Πάτα γκάζι!

(από protnet, 20/09/10)(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified