Further tags

Προσφώνηση, συνήθως προς μικρότερους. Χρησιμοποιείται πολύ έντονα σε χωριά του Πάρνωνα (Λακωνία και Αρκαδία). Επίσης καμάρι, καμαράκι.

Βλ. έλα μάνα μου, κορώνα μου, λο για τις προσφωνήσεις στη ν. Πελοπόννησο.

  1. Κάτσε καμαράκι να πιάνεις τη μπάλα και θα σου πάρω παγωτό μετά τον αγώνα, εντάξει; Μπράβο το καμάρι μου...
  2. Έλα καμάρι μου, η θεία η Τούλα είμαι! Είναι εκεί η μαμά σου να της μιλήσω;
  3. Ήρθες, καμάρι; Κάτσε να φας κουραμπιέ και πάω να φωνάξω το Ντούλη να παίξετε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγγός, από το αγγλικό mute που βρίσκεται σε κάθε τηλεκοντρόλ που σέβεται τον εαυτό του.

- Έπιασες τελικά κουβέντα με το γκομενάκι;
-Μπα...εγώ μίλαγα κι αυτός καθότανε σαν μούτος όλη νύχτα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωφελούμενοι μάλλον από την παραπάνω παράφραση, οι οπαδοί της εν λόγω ομάδας υποστηρίζουν ενίοτε ότι ΜΠΑΟΚ= Μέγας Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών.

- Γιατί λες ότι είσαι ΜΠΑΟΚ και όχι ΠΑΟΚ;
- Γιατί είμαστε ΜΕΓΑΣ Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών!!!

Ζμπαουγκτζής (από allivegp, 03/02/12)(από Khan, 12/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε όλη την Θεσσαλία τον τζάμπα μάγκα.

- Σιγά μωρέ τον τύπο. Αυτός είναι μαγκιά, κλανιά κι ο κώλος καταφύγιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός, αυτός ο οποίος έχει εμπειρία, ο πιο μεγάλος και σεβάσμιος μίας παρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδώσει κύρος σε κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Θεσσαλίας.

- Ποιος είναι αυτός;
- Ο Πέτρος; Αυτός είναι παλιακός, να τον ακούς πάντα, ξέρει τι λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαντζοχάτζαλος: Ο ηλίθιος, αυτός που ρετάρει, χάνει λάδια.

Τι λέει ρε... ο μαντζοχάτζαλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαφώς συχνότερα στο γ’ πρόσωπο, παίζει μεταξύ εγχώριων Αυστριακών.

Σημαίνει τον αναξιόπιστο, αυτόν που δεν έχει μπέσα, που δεν κρατά το λόγο του, που δεν ξηγιέται παντελονάτα αλλά πούστικα, που δεν μπορείς να τον πιάσεις από πουθενά, που άλλα σκέφτεται, άλλα λέει κι άλλα κάνει (όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά), που δεν μετράει ο λόγος του.

1.
Αυτοί «δεν έχουν ίσιο κρέας» Γιώργο, να το ξέρεις καλά. Η πάγια τακτική τους είναι να αναβάλουν στο διηνεκές όλα τα ζέοντα θέματα που τους αφορούν και που άπτονται της εξωτερικής τους πολιτικής. Προσπαθούν πάντοτε, το όποιο θέμα, με τα γνωστά τους κόλπα, να το τρενάρουν, να περάσουν αρκετές δεκαετίες (δες Κυπριακό, Αιγαίο κλπ) και μετά σου λένε αυτά μετά από τόσα χρόνια είναι δικά μας και μάλιστα de jure. O Τούρκος ποτέ δεν υποχωρεί και δεν παραιτείται σε εδαφικές κατακτήσεις και διεκδικήσεις. Τελεία και παύλα. Το έχουν στο αίμα τους και στην θρησκεία τους (τζιχάντ).

2.
Αλλά και στο έπος του ’40, παρά τη συνήθη αυτολογοκρισία των βετεράνων του, παρόμοια περιστατικά δεν έλειψαν. «Εδώσαμε μία μάχη κι επιάσαμε 800 με 900 αιχμαλώτους», αφηγείται π.χ. ένας τσολιάς απ’ την Αιτωλοακαρνανία. «Τα πέταξαν τα όπλα. Πάνε να τους παραδώσουνε αυτούς. Όπως τους πάαιναν, τους έβαλαν σε μια χαράδρα και τους λιάνισαν με τα πολυβόλα. Κάτι λίγοι γλίτωσαν. Έφτασαν άλλοι στρατιώτες: ‘Ρε γαϊδούρια του κερατά, αφού παρουσιάστηκεν ο κόσμος, θα τους σκοτώσετε; Τι σας φταίνε; Όπλα δεν έχουνε!’ Κόσμος ήταν αυτήνοι; Αυτός δεν ήταν κόσμος! Α, ρε τι κάνουνε οι Έλληνες! Δεν έχουμε ίσιο κρέας πουθενά» (Γ. Κραμπής, «Στα χαρακώματα. Δεκαεννιά αυθεντικές μαρτυρίες πολεμιστών του 1940-41», Αθήνα 1991, σ.26).

3.
Πάλι δεν με έβαλαν στην κυβέρνηση ρε γαμώτη;;; Τι πράματα είν’ αυτά, δεν υπάρχει ίσιο κρέας στην πολιτική!!!

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βλάκας, βραδύνους, ο άλαλος.

Αρκαδικό.

Τι κάνεις ρε μώκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified