Further tags

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι «βρικόλακας». Η λέξη είναι ποντιακή, και σημαίνει μεταφορικά «ξενύχτης». Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και κάποιον που έχουν κοκκινίσει τα μάτια του για διάφορους λόγους.

Η λέξη πιθανόν να είναι τούρκικη.

Ο τεμέτερον παιδάς άμον το χοτλάχ έρθεν οψές...

Δες ακόμη: σερίφης, χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λές όταν κάτι δεν έχει λογική. Δεν έχει σκελετό. Δεν ξέρεις από που αρχίζει (και αν αρχίζει) και που τελειώνει.

Ή όταν κάτι δεν έχει καθόλου βάση. Όταν κάτι δεν «στέκει». Όταν είναι ανυπόστατο.

- Ο Γιάννης λέει πως κατέστρεψε το βίντεο με τα.... ξέρεις...
- Αυτό που λέει δεν έχει ούτε μύτη ούτε κώλο. Γιατί το βιντεάκι δεν έπεσε ποτέ στα χέρια του. Εγώ το έχω! :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό ή μειωτικό του «καλαμαρά» εις την Τζυμπριακήν.

Να σημειωθεί ότι η κατάληξη -ούι αποτελεί εμβληματικό γαμοσλανγκοτέτοιο στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο.

- Τι περιμένουμε δηλαδή από τον απλό κοσμάκη να σκεφτεί; Πώς θα εκφραστεί ο αγανακτισμένος μεσήλικας φορτηγατζής που χάνει τη δουλειά του, επειδή ένα νεαρό «καλαμαρούι», αναζητώντας απεγνωσμένα μεροκάματο για να σταθεί στα πόδια του, να φάει, να κοιμηθεί κάπου, να μετακινηθεί, τελικά ανεβαίνει στο τιμόνι του φορτηγού με τα μισά λεφτά από τον ντόπιο και σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις, με την κουβέντα: «Ας αρχίσουμε και βλέπουμε»… (συγκλονιστικό άρθρο της Κυπριακής «Καθημερινής» για Ελλαδίτες οικονομικούς μετανάστες, δαμαί)

- Αν μας κατσει καλαμαρουι ακομα καλλιττερα 4. Εν μας ενοχλει τζιαι τοσο αν ειμαστε ουλλοι τουλαχιστον ολιγον γκευ. Τελος παντων..
(από Κυπριακό poushtoμπλόγκ, τζειαμαί)

- Ακομα θυμαμαι τισ μαθητριεσ να σκαρφαλωνουν στον τοιχο του στρατοπαιδου τησ ΕΛΔΥΚ για να δουνε κανα καλαμαρουι :D (τζειαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακή λέξη. Ο τυφλός. Συνήθως χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά τα μάτια του. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.

Η Μαρία τον δουλεύει και αυτός έχει κιορλεμίαση... Πρέπει να τον φέρουμε στα συγκαλά του, φίλος μας είναι, τον πονάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν αντέχεται, ο ανυπόφορος.

Ήρθε πάλι εκείνος ο ανεβάσταγος ο γείτονάς σου στο μαγαζί και επέμενε να του χαλάσω πενηντάρικο σαββατιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοίθωρος, στο κρητικό ιδίωμα. Από την σκλόπα, κουκουβάγια κρητιστί.

Προσώπικλυ θα έλεγα ότι είναι ο εξώφθαλμος, αλλά κρητικοί είναι αυτοί, έτσι θέλουν.

Ο χαρακτηρισμός πιθανόν να έχει τις ρίζες του στα της θεάς Αθηνάς (Γλαυκώπις), όχι βέβαια ότι η θεά ήταν αλλοίθωρη, προς θεού!, αλλά γλαυξ = κουκουβάγια, ως γνωστόν.

- Και ποιαν πήρε;
- Εκείνη τη σκλοπομάτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Κρητική λέξη.

Η γλωσσού, η αδιάντροπη.

Ναι, είναι ντιρμπάζα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα αλβανικά (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι ''βλάμηδες'', οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).

Είναι έτοιμος για καβγά για χάρη του φίλου του, αυτός είναι βλάμης.

(από Khan, 20/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified